Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοτσώ
1 εγγραφή
κλοτσώ.
  • Χτυπώ με τα πόδια:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 142).

[<ουσ. κλότσος + κατάλ. ώ. Η λ. στο Meursius (τζάν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες