Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καδελέτο
1 εγγραφή
καδελέτο το.
  • Είδος φορείου με το οποίο μεταφέρεται το σώμα ενός νεκρού κατά την κηδεία του, νεκροκρέβατο:
    • σ’ ένα καδελέτο να με βαστούν στην εκκλησιά (Kατζ. A´ 335).

[<παλαιότ. ιταλ. cadeletto (Du Cange, λ. ον) - cateletto - βεν. caileto - διαλεκτ. candeleto (Meyer, NS IV 29, DEI, λ. cataletto)· πβ. μεσν. λατ. cadeletus (Du Cange, Lat.). H λ. αντιδ., βλ. Kahane, GR III 292-6. Απ. στο Βλάχ. (ον) και σήμ. στην Κρήτη, κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες