Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γύπας ο· χιούχας· πληθ. γύπαδες.
-
- Γύπας, όρνιο:
- ως γύπαδες τους έφαγαν (Αχιλλ. L 394).
[<αρχ. ουσ. γύψ. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Γύπας, όρνιο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αρχ. ουσ. γύψ. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |