Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύπας
1 εγγραφή
γύπας ο· χιούχας· πληθ. γύπαδες.
  • Γύπας, όρνιο:
    • ως γύπαδες τους έφαγαν (Αχιλλ. L 394).

[<αρχ. ουσ. γύψ. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες