Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιβεντίζω· γεβεντίζω· διεβεντίζω· κεβεντίζω· κιβεντίζω.
-
- 1) Ραβδίζω, τιμωρώ με ραβδισμό:
- η αυλή … να τον γιβεντίσει έξω της χώρας με δίκαιον (Ασσίζ. 18617).
- 2)
- α) Διαπομπεύω κάπ.:
- εντέχεται να τον κάψουν, αφού κεβεντιστεί εις όλην την πόλιν εκείνην (Ασσίζ. 2236)·
- β) προσβάλλω, ντροπιάζω κάπ.:
- (Ερωτόκρ. Α´ 618).
- α) Διαπομπεύω κάπ.:
- 3) Διακηρύσσω, διαλαλώ:
- δεύτερον εγιβέντιζε (ενν. ο Βαλδουΐνος) μη τολμήσαί τινα κατευνάζεσθαι (Παράφρ. Χων. 790).
[<γαλλ. gibet (Meyer, NS IV 23). Ο τ. γε‑ στο Du Cange (λ. γι‑) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γε‑). Οι τ. κε‑ και κι‑ και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, ό.π.). Η λ. στο Meursius (γυ‑) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, ό.π.)]
- 1) Ραβδίζω, τιμωρώ με ραβδισμό: