Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατζουπάς ο.
-
- Φρουρός στην είσοδο του δωματίου ενός πρίγκιπα, σωματοφύλακας ενός επιφανούς προσώπου (συνηθέστ. μελαψός):
- δέδωκε (ενν. ο στρατηγός) χαρίσματα τῳ … Ακρίτῃ …, βαΐτσας δώδεκα και δώδεκ’ ατζουπάδας (Διγ. Z 2222).
[<αραβ. ḥadjib (Καρολίδης· βλ. Καραποτόσογλου 1983: 381-2). Τ. ατζιπάς το 10. αι. (Du Cange και LBG, λ. ατζυπάδες). Η λ. το 10. αι. (LBG), ως κύρ. όν. το 13. αι., και σήμ. ιδιωμ.]
- Φρουρός στην είσοδο του δωματίου ενός πρίγκιπα, σωματοφύλακας ενός επιφανούς προσώπου (συνηθέστ. μελαψός):