Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθιβάλλω· αθιβάνω· ανθιβάλλω.
-
– Βλ. και αναθιβάλλω.
- 1) Aναφέρω, μνημονεύω, λέγω, μιλώ:
- (Σαχλ., Aφήγ. 375)·
- διήγησιν γαρ βούλομαι υμίν να ανθιβάλω (Παϊσ., Iστ. Σινά 13).
- 2) Έχω το νου μου σε κάπ.:
- σ’ άλλον να μη αθιβάνεις, γιατί σε μέλλει μετ’ αυτόν να ζήσεις (Φαλιέρ., Eνύπν. 93).
[πιθ. <αρχ. αμφιβάλλω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aναφέρω, μνημονεύω, λέγω, μιλώ: