Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρχων ο· άρχοντας.
-
- 1) Ηγεμόνας, κυβερνήτης:
- (Βεν. 83), (Προδρ. IV 267).
- 2) Αρχηγός:
- (Σφρ., Χρον. 1882)·
- έκφρ. ο άρχων του κακού = ο διάβολος:
- (Αχέλ. 1270).
- 3)
- α) Ευγενής, προύχοντας:
- οχτρευτήκανε οι ποπολάροι με τους άρχοντας (Σουμμ., Ρεμπελ. 169)·
- β) σημαίνουσα προσωπικότητα:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 198 κριτ. υπ).
- α) Ευγενής, προύχοντας:
- 4)
- α) Αξιωματούχος:
- (Διήγ. Βελ. χ 287)·
- β) αξιωματούχος, ευγενής ακόλουθος:
- Ο Αλέξαντρος εγύρισε προς τους άρχοντές του (Διήγ. Αλ. V 85).
- α) Αξιωματούχος:
- 5) Πλούσιος:
- κληρικούς και άρχοντες και επτωχούς (Συναδ. φ. 22v).
- 6) Ιδιοκτήτης, κύριος:
- ο άρχων του πραγμάτου (Ασσίζ. 767).
- 7) (Προσφών.):
- Σταθείτε, πάντες άρχοντες (Νεκρ. βασιλ. 1).
- 8) (Με λ. που σημαίνουν αξίωμα) τιμητικός χαρακτηρισμός:
- Άρχον αποκρισιάριε (Σφρ., Χρον. 10415).
[αρχ. ουσ. άρχων. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ηγεμόνας, κυβερνήτης: