Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγουρος
2 εγγραφές [1 - 2]
άγουρος (I), επίθ.· άγγουρος· άγωρος.
  • 1) (Προκ. για καρπό) που δεν έχει ωριμάσει:
    • (Mαχ. 26).
  • 2) Που σχετίζεται με την παιδική ή τη νεανική ηλικία, μη ώριμος:
    • Στους χρόνους σου τους άγουρους (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [426]).

[<επίθ. άγωρος <αρχ. επίθ. άωρος. O τ. άγγ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. άγωρος σε επιγρ. 3.-4. αι. (DGE, L‑S Suppl., λ. άωρος) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

άγουρος (II) ο· άγγουρος· άγορος.
  • 1)
    • α) Nέος, παλληκάρι:
      • (Λίβ. Sc. 2031
    • β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού:
      • (Φλώρ. 136).
  • 2) Παλληκάρι, νεαρός πολεμιστής:
    • (Διγ. Esc. 205).

[αρσ. του επιθ. άγουρος ως ουσ. O τ. άγγ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. άγορος (απλοποιημένη γρ.) <επίθ. άγωρος ως ουσ. πιθ. ήδη τον 3.-4. αι. (DGE Supl. I)· απ. στο Du Cange (ω‑, λ. άγουρος) και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι., στο Meursius (οι) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες