Επιτομή Λεξικού Κριαρά
125 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοίγω· αννοίγω· αννοίω· παρατ. ένοιγα· αόρ. ένοιξα.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) (Mε παράλ. του αντικ.) ανοίγω την πόρτα:
- (Kατζ. Δ´ 42)·
- β) ξεκλειδώνω:
- (Φλώρ. 1697)·
- γ) (προκ. για εκκλησία) ανοίγω, επιτρέπω να λειτουργήσει:
- (Έκθ. χρον. 597)·
- δ) ξεκουμπώνω:
- ανοίγουν τα τραχήλια (Συναξ. γυν. 600)·
- ε) παραβιάζω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22617).
- α) (Mε παράλ. του αντικ.) ανοίγω την πόρτα:
- 2)
- α) Σχίζω (στα δύο):
- το σκουτάριν ήκοψε κι ως τα μισά τ’ ανοίγει (Eρωτόκρ. Δ´ 1699)·
- β) (προκ. για πληγή) διανοίγω για να θεραπεύσω:
- (Aσσίζ. 1789).
- α) Σχίζω (στα δύο):
- 3)
- α) (Προκ. για λάκκο) σκάβω:
- (Πεντ. Έξ. XXI 33)·
- β) τρυπώ, σπάζω:
- ήνοιξε την πέτραν (Kρασοπ. AO 36).
- α) (Προκ. για λάκκο) σκάβω:
- 4)
- α) (Προκ. για σημαία) ξεδιπλώνω:
- (Kορων., Mπούας 130)·
- β) εκτείνω, απλώνω:
- Η κόρη χείρας άνοιξε, δοξάζει τῳ Κυρίῳ (Iμπ. 647)·
- γ) (προκ. για ναυτικό ταξίδι) φρ. ανοίγω τ’ άρμενα = απλώνω πανιά· ξεκινώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37216)·
- δ) (με σύστ. αντικ.) φρ. ανοίγω άνοιγμα ή ανοιγμό το χέρι μου = ελεώ:
- (Πεντ. Δευτ. XV 11, 8).
- α) (Προκ. για σημαία) ξεδιπλώνω:
- 5) Aποκαλύπτω, φανερώνω, ανακοινώνω:
- (Kυπρ. ερωτ. 13216)·
- να την ανοίξουν (ενν. την διαθήκην του) μόνον μετά τον θάνατόν του (Bακτ. αρχιερ. 164)·
- ανοίγουν τους μάρτυρες (Eλλην. νόμ. 5631).
- 6) (Mεταφ.) προκαλώ, δημιουργώ:
- ν’ ανοίξει ανάμεσά σας έχθρητες (Φορτουν. Iντ. α´ 114).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Eίμαι κλειστός και ανοίγω:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1394), (Kορων., Mπούας 100).
- 2)
- α) (Eνεργ. και μέσ.) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι· υφίσταμαι ρήγμα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50110)·
- η γης στα βάθη ανοίκτη (Eρωτόκρ. Δ´ 1701)·
- β) (ενεργ. και μέσ.) υφίσταμαι ρήγμα, τρυπιέμαι:
- οι στέρνες ανοιχτήκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 38321)·
- γ) σπάζω:
- τα μαδέρια ενοίγα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34022).
- α) (Eνεργ. και μέσ.) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι· υφίσταμαι ρήγμα:
- 3) (Προκ. για βόμβα) σκάζω, υφίσταμαι έκρηξη:
- πετά τσι μπόμπες, για ν’ ανοίγου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5041).
- 4) (Προκ. για πληγή) ξεθυμαίνω:
- (Iατροσ. κώδ. κβ´).
- 5) (Προκ. για άνθος) ανθίζω:
- τριαντάφυλλ’ αννοιμένα (Kυπρ. ερωτ. 683).
- 6) Παραμερίζω, κάνω τόπο:
- ανοίξαντες γαρ και δόντες αυτόν δρόμον οία στρατηγός (Έκθ. χρον. 1012).
- 7)
- α) (Προκ. για καιρό) γίνομαι αίθριος, καλυτερεύω:
- άνοιξε ο καιρός από τον Mάρτιον μήναν (Xρον. Mορ. H 2901)·
- β) φρ. ανοίγει η μέρα = ξημερώνει:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2162).
- α) (Προκ. για καιρό) γίνομαι αίθριος, καλυτερεύω:
- 1) Eίμαι κλειστός και ανοίγω:
- Φρ.
- 1) Ανοίγει η ζωή μου = ευοδώνεται, βελτιώνεται ο βίος μου:
- (Pιμ. Aπολλων. [665]).
- 2) Ανοίγω την καρδίαν κάπ. = κάνω να ευθυμήσει κάπ.:
- (Xρον. Tόκκων 3470).
- 3) Ανοίγω με λόγους την καρδιά (μου) = εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι:
- (Θησ. (Foll.) I 59).
- 4) Ανοίγουν τα μάτια (μου) = διαφωτίζομαι:
- (Φορτουν. Πρόλ. 33).
- 5) Ανοίγω τη μήτρα = παρέχω τη δυνατότητα για γέννηση παιδιού:
- (Πεντ. Γέν. XXX 22).
- 6) Ανοίγω τους οφθαλμούς, το νου κάπ. = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω:
- (Φυσιολ. (Zur.) XXIV 12), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47624).
- 7) Ανοίγουν οι σκάλες = ξαναρχίζει η (εμπορική) επικοινωνία:
- (Iστ. Bλαχ. 1443).
- 8) Ανοίγω τα σπλάχνα = δείχνω συμπόνια σε κάπ., λυπούμαι κάπ.:
- (Kυπρ. ερωτ. 13821).
- 9) Ανοίγω το στόμα, τα χείλη (για να μιλήσω):
- (Συναξ. γυν. 458), (Πόλ. Τρωάδ. 627 κριτ. υπ).
- 10) Ανοίγω στράτα = προετοιμάζω την πορεία προς κάποιο γεγονός:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [708]).
- 11) Ανοίγω τόπο = γκρεμίζω και δημιουργώ χώρο κενό:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5154).
- 12) Ανοίγω το φως κάπ. = τον κάνω «να δει φως», να δει «άσπρη μέρα»:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5264).
[αρχ. ανοίγω. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
- άρωμα το.
-
- 1)
- α) Ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά:
- του λιβανιού το άρωμα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 744)·
- β) άρωμα, μύρο:
- εχρίσαν το κορμί του … μετά των αρωμάτων (Πόλ. Τρωάδ. 7238).
- α) Ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιά:
- 2) Καρύκευμα, μπαχαρικό:
- πολλές λογιές αρώματα ήταν σ’ αυτά (ενν. τα καμήλια) βαλμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 1574).
[αρχ. ουσ. άρωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- βάνω· βαίνω· βάλνω· αόρ. εβάλτην· εβάρτην· προστ. αορ. βάρ’· βάρτε· μτχ. παρκ. βαρμένος· εβαλμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) (Συν. με τα επιρρ. κάτω, χάμω) ρίχνω κάτω, καταβάλλω:
- ένας τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γης να βάλει (Ερωτόκρ. Β´ 1566· Ιμπ. (Legr.) 898)·
- β) φρ. βάνω κάτω = γκρεμίζω, καταστρέφω:
- (Διακρούσ. 866)·
- γ) φρ. βάνω στα βύθη κ. = βουλιάζω, βυθίζω κ.:
- (Αχέλ. 388).
- α) (Συν. με τα επιρρ. κάτω, χάμω) ρίχνω κάτω, καταβάλλω:
- 2)
- α) Ρίχνω:
- στον Δούναβη τους βάνουν (Σταυριν. 364)·
- (μεταφ.):
- εβάλθηκε στα πάθη να με βάλει (Ερωτόκρ. Γ´ 434)·
- β) (προκ. για βλέμμα):
- η κόρη δε έβαλεν εις γην το βλέμμαν (Αχιλλ. N 1439).
- α) Ρίχνω:
- 3)
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- οι οχουθροί … τσι λουμπάρδες βάνου τρίγυρα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30310)·
- β) (προκ. για αγκαλιά):
- έβανέ με εις τες αγκάλες του (Διγ. Άνδρ. 36928)·
- γ) (προκ. για στίχους):
- Είν’ άμετροι στες συλλαβές και ουδέ σωστά βαλμένοι (Τζάνε, Κατάν. 89)·
- δ) εγκαθιστώ:
- ο αρχιερεύς … τον βάνει … ηγούμενον (Βακτ. αρχιερ. 167)·
- ε) εγκαθιστώ άρχοντα, βασιλιά:
- να απέλθουν εις την Κωνσταντινούπολιν, να βάλουν τον Αλέξην (Χρον. Μορ. H 488).
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- 4)
- α) (Συχνά με τα επιρρ. έσω, απέσω, κ.τ.ό.) εισάγω, δέχομαι κάπ.:
- στο σπίτι ντου με βάνει (Φορτουν. Γ´ 696· Σαχλ. B´ PM 206)·
- (μεταφ.):
- τον βάνει μοναχή της εις … τες καρδιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [628])·
- β) (προκ. για μαθητεία, σχολείο) εισάγω:
- εις το σκολειό έβαλά το (Φορτουν. Δ´ 572)·
- γ) φρ. βάνω τράπεζα = στρώνω τραπέζι:
- (Συναδ. φ. 51v).
- α) (Συχνά με τα επιρρ. έσω, απέσω, κ.τ.ό.) εισάγω, δέχομαι κάπ.:
- 5) Θέτω επάνω:
- τεψία καμένα έβαναν εις την κοιλίαν του (Συναδ. φ. 55v).
- 6) (Προκ. για υγρό) ρίχνω, χύνω:
- κρασά … που τα ’βάνα στο ποτήρι (Φαλλίδ. 49).
- 7) Φέρνω κάπ. κάπου:
- ομπανέ ’δώ τονε βάνει η ώρα (Φορτουν. Ιντ. γ´ 104).
- 8)
- α) Βάζω, προσθέτω:
- απάνω βάνει ολιγοστόν άλας (Ιμπ. 640)·
- β) (μαθημ.):
- αντί του μισού βάνε ε´ (Rechenb. 36).
- α) Βάζω, προσθέτω:
- 9) Φρ. βάνω εις γλυκότη κάπ. = κάνω κάπ. να νιώσει ευχαρίστηση, τέρπω κάπ.:
- (Ερωτόκρ. Β´ 674).
- 10) (Προκ. για σημαία, κλπ.) στήνω:
- μιαν παντιέρα βάνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3428).
- 11) Μπήγω:
- βάνω … μαχαίρι (Ριμ. Βελ. ρ 946).
- 12)
- α) Φορώ:
- παπούτσιν έβανα (Φορτουν. Ε´ 26)·
- (μεταφ.):
- διαβόλου πρόσωπον βάνει (Σπαν. (Ζώρ.) V 439)·
- β) (προκ. για άρματα):
- (Πόλ. Τρωάδ. 596)·
- γ) φορώ σε κάπ. κ.:
- βάνουν με τραχηλικόν χαντρατοκουδουνάτον (Διήγ. παιδ. 254).
- α) Φορώ:
- 13) Φρ. βάνω ύπνο εις τα μάτια μου = κοιμάμαι:
- (Ερωτόκρ. Α´ 438).
- 14) Φρ.
- α) βάνω στέφανον, στέμμαν = στέφω κάπ. (βασιλιά):
- (Χρον. Μορ. P 741), (Μαχ. 183)·
- β) βάνω στεφάνι = στεφανώνω, παντρεύω:
- (Λίμπον. 408).
- α) βάνω στέφανον, στέμμαν = στέφω κάπ. (βασιλιά):
- 15)
- α) Ονομάζω:
- σ’ εβάπτισαν και σ’ έβαλαν Μερκούρη (Κορων., Μπούας 152)·
- β) φρ. βάνω όνομα = ονομάζω:
- (Κορων., Μπούας 137).
- α) Ονομάζω:
- 16) Φρ. βάνω μετάνοια = γονατίζω:
- (Μ. Χρονογρ. 3518).
- 17) Φρ. βάνω ασκημάδι στην τιμή, βλ. ασχημάδι 1 φρ.
- 18)
- α) Διορίζω:
- τον βάνει … διά μπάιλον εις τον τόπον του (Χρον. Μορ. H 6765)·
- (με σύστ. αντικ.):
- βαλμό να βάλεις απάνου σου βασιλιά (Πεντ. Δευτ. XVII 15)·
- β) ορίζω κάπ. να κάνει κ.:
- βάνουν ανθρώπους φρόνιμους να την καθοδηγήσουν (Ιμπ. 318)·
- γ) προτρέπω:
- ο βασιλεύς τούς βάνει φίλοι … να γενούν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1129).
- α) Διορίζω:
- 19) Επικαλούμαι:
- μάρτυρα … εσέ τον ίδιο βάνω (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ´ 37).
- 20) Φρ.
- α) βάνει ο νους κάπ. (έγνοια, κλπ.) = νοιάζεται, σκέφτεται κάπ.:
- (Φορτουν. Ιντ. γ´ 47)·
- β) βάνω έγνοια, λογισμό (στο κεφάλι), λογισμούς (στην καρδιά) = νοιάζομαι, σκέφτομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4792), (Ερωτόκρ. Γ´ 268), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47116), (Ερωτόκρ. Α´ 111), (Φορτουν. Γ´ 628)·
- γ) βάνω μες στο (ή εις το) νου (μου), κατά νουν, με το νου κ. =
- (α) υποπτεύομαι:
- (Ερωφ. Δ´ 164)·
- (β) σκέπτομαι:
- (Αιτωλ., Μύθ. 4214)·
- (γ) υπολογίζω:
- (Ερωτοπ. 626)·
- (α) υποπτεύομαι:
- δ) βάνω το νου μου σε κ. = σκέπτομαι κ.:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 411)·
- ε) βάνω στο νου (μου) κάπ. = θυμάμαι κάπ.:
- (Ερωτοπ. 575)·
- στ) βάνω στο νου κάποιου κ. = ενθυμίζω σε κάπ. κ.:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1261)·
- ζ) βάνω (εις) ενθύμησιν εις κάπ. κ. = ενθυμίζω σε κάπ. κ.:
- (Διγ. Άνδρ. 39611)·
- η) βάνω νουν, γνώμη = αποφασίζω:
- (Λεηλ. Παροικ. 71), (Ερμον. Ζ 5)·
- θ) βάνω βουλήν = σκέφτομαι να …:
- (Λεηλ. Παροικ. 153)·
- ι) βάνω μες (εις) στο λογισμό, κλπ., κ. =
- (α) σκέπτομαι:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 188)·
- (β) αποφασίζω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 111 κριτ. υπ.)·
- (α) σκέπτομαι:
- ια) βάνω εις την ψυχήν μου, εις την καρδιά μου κ. = σκέπτομαι, αναλογίζομαι κ.:
- (Σπαν. B 52), (Προδρ. I 151)·
- ιβ) βάνω κάπ. εις έγνοια, εις σκοπόν = βάζω κάπ. σε σκέψεις:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 218), (Θησ. Δ´ [362])·
- ιγ) βάνει κ. κάπ. σε λογισμό, σε έγνοια = βάζει κ. κάπ. σε σκέψεις:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 714)·
- ιδ) βάνει ο λογισμός κάπ. (έγνοια) = σκέπτεται κάπ.:
- (Ζήν. Β´ 289)·
- ιε) βάνω μέσα στον ομυαλό (μου) = λαμβάνω υπόψη μου:
- (Φορτουν. Α´ 125)·
- ιστ) βάνω (εις) ενθύμησιν κ. = θυμούμαι κ.:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 157), (Διγ. Άνδρ. 40322).
- α) βάνει ο νους κάπ. (έγνοια, κλπ.) = νοιάζεται, σκέφτεται κάπ.:
- 21) Φρ.
- α) βάνω φωτιά, πυρ, λαμπρόν, ’στιά = βάζω, ανάβω φωτιά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21612), (Ασσίζ. 22224)·
- (μεταφ. προκ. για ερωτικό πόθο):
- (Διγ. Z 182)·
- β) βάνω (στη) φωτιά = καίω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3562).
- α) βάνω φωτιά, πυρ, λαμπρόν, ’στιά = βάζω, ανάβω φωτιά:
- 22) Φρ. βάνω (την) αρχή(ν), χέρι(ν), χέρα, χερικόν = αρχίζω:
- (Διγ. Άνδρ. 34231), (Απόκοπ. 11).
- 23) Φρ. βάνω κάπ. σ’ αγάπη =
- α) κάνω κάπ. να ερωτευθεί κάπ.:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1259)·
- β) συμφιλιώνω:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 353).
- α) κάνω κάπ. να ερωτευθεί κάπ.:
- 24)
- α) Περιλαμβάνω σε συγγραφή:
- τούτο σε κοντολογιά έρχομαι και το βάνω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3512)·
- β) φρ. βάνω εις γράμμα(ν), γράψιμον, βάνω το μελάνι = γράφω:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 303), (Μαχ. 25034), (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 813)·
- γ) φρ. βάνω σε στίχον, στίχους, εις ρίμα, εις το ριμαρισμένον = στιχουργώ, γράφω σε έμμετρο λόγο:
- (Αχέλ. Πρόλ. 22), (Δεφ., Λόγ. 740), (Ιμπ. (Legr.) 10).
- α) Περιλαμβάνω σε συγγραφή:
- 25) Φρ. βάνω εις τους νόμους = νομοθετώ:
- (Βακτ. αρχιερ. 210).
- 26) Φρ.
- α) βάνω σε ορδινιά, σε τάξη =
- (α) τακτοποιώ:
- (Γαδ. διήγ. 148), (Παλαμήδ., Βοηβ. Προς Αναγν. 14)·
- (β) ετοιμάζω:
- (Αχέλ. 2460)·
- (γ) ετοιμάζομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33619)·
- (δ) παρατάσσω:
- (Βεντράμ., Φιλ. 100)·
- (α) τακτοποιώ:
- β) βάνω εις όρθωσιν = τακτοποιώ:
- (Αχέλ. 595).
- α) βάνω σε ορδινιά, σε τάξη =
- 27) Φρ. βάνω ορδινία, όρδινο = αποφασίζω:
- (Κορων., Μπούας 26).
- 28) Φρ.
- α) βάνω αποκάτω (μου), εις την υποταγήν (μου), εις την εξουσίαν (μου), στο θέλημά μου = εξουσιάζω, υποτάσσω:
- (Μαχ. 44225), (Σουμμ., Ρεμπελ. 165), (Αχέλ. 659)·
- β) βάνω (εις το) χέριν (μου) κ. = κυριεύω κ.:
- (Μαχ. 38021)·
- γ) βάνω κάπ. στα χέρια μου = συλλαμβάνω κάπ.:
- (Κορων., Μπούας 43).
- α) βάνω αποκάτω (μου), εις την υποταγήν (μου), εις την εξουσίαν (μου), στο θέλημά μου = εξουσιάζω, υποτάσσω:
- 29) Φρ.
- α) βάνω (απ)άνω κάτω =
- (α) βλ. άνω κάτω Φρ. 1·
- (β) βλ. άνω κάτω Φρ. 3·
- (γ) κάνω το παν:
- (Ευγέν. 128)·
- β) βάνω εις ανακάτωσιν = αναστατώνω:
- (Αχέλ. 815).
- α) βάνω (απ)άνω κάτω =
- 30) Φρ.
- α) βάνω φωνή, φωνίτσα, χουγιατά, φώναρον = φωνάζω:
- (Καλλίμ. 1898), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55920)·
- β) βάνω λόγια, λόγους = μιλώ, λέγω:
- (Λίβ. P 356)·
- γ) βάνω διαλαλημόν = διαλαλώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5009)·
- δ) βάνω κάπ. εισέ μαλώματα = κάνω κάπ. να μαλώσει:
- (Αποκ. Θεοτ. I 104)·
- ε) τα βάνω με κάπ. = μαλώνω με κάπ.:
- (Ch. pop. 828).
- α) βάνω φωνή, φωνίτσα, χουγιατά, φώναρον = φωνάζω:
- 31)
- α) Προσφέρω, συνεισφέρω:
- ο … σύντροφος βάνει το κορμίν του και την εργασίαν του (Ασσίζ. 8227)·
- β) (προκ. για χρήματα) δίνω, χαρίζω:
- Χαρά, οπού βάλ’ εις εκκλησιά (Απόκοπ. 216).
- α) Προσφέρω, συνεισφέρω:
- 32)
- α) Παρατάσσω:
- ομπρός τα ξένα βάνει τα κάτεργα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34328)·
- β) (προκ. για καράβια) προσορμίζω, αράζω, αγκυροβολώ:
- στα Χανιά τα βάνει (ενν. τα κάτεργα) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4035).
- α) Παρατάσσω:
- 33) Φρ.
- α) βάνω πλώρη = κατευθύνομαι:
- (Μαχ. 5889)·
- β) βάνω τ’ άρμενα, βλ. άρμενο(ν) 1 φρ.
- α) βάνω πλώρη = κατευθύνομαι:
- 34) (Συν. με το επίρρ. επάνω) επιρρίπτω σε κάπ. κ.:
- το δικόν τως πταίσιμον απάνω της το βάναν (Φαλιέρ., Λόγ. 128)·
- φρ. βάνω αγκάλεμα = καταγγέλλω:
- (Ασσίζ. 38322)·
- βάνω εις έγκλημαν = κατηγορώ, καταγγέλλω:
- (Ασσίζ. 1329).
- 35) Γίνομαι αίτιος κάπ. καταστάσεως:
- ο … Μερκούριος εις λύπην μη μας βάλει (Κορων., Μπούας 119).
- 36)
- α) Θεωρώ:
- τούτο φταίσιμο δεν πρέπει να το βάνω (Ιντ. κρ. θεάτρ. Α´ 114)·
- β) υπολογίζω, λογαριάζω:
- όσος ήτον αριθμός ου δύναμαι να βάνω (Κορων., Μπούας 55).
- α) Θεωρώ:
- 37) Επιβάλλω:
- περίσσες παιδωμές οι στρατηγοί του βάνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40621).
- 38) Ορμώ, χυμώ:
- βάνει προς το σώμαν Αχιλλέως (Ερμον. Υ 229).
- 39) Ριψοκινδυνεύω, θυσιάζω:
- διά σένα το κεφάλι μας και τα υπάρχοντά μας βάνομεν (Ιστ. Βλαχ. 796)·
- φρ. βάνω τον εαυτό (μου), την ζωήν (μου), την σάρκαν, το κορμί σε κίνδυνο (και θάνατο) = εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, διακινδυνεύω:
- (Φλώρ. 590), (Σπαν. A 574), (Ερωτόκρ. Δ´ 2000), (Ερωφ. Α´ 638).
- 40) Φρ.
- α) βάνω κάπ. σε θάνατον, εις το σπαθί = σκοτώνω κάπ.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45816), (Χρον. Μορ. H 619)·
- β) βάνω κάπ. στο μαχαίρι = μαχαιρώνω, σκοτώνω κάπ.:
- (Αχέλ. 1188).
- α) βάνω κάπ. σε θάνατον, εις το σπαθί = σκοτώνω κάπ.:
- 41) Συγκαταλέγω:
- στην συντροφιά … δεν τονε βάνω (Ριμ. κόρ. 663).
- 42) Επαφίεμαι για κ. στο Θεό:
- στον Θεόν πάσαν ελπίδαν βάναν (Αχέλ. 1621).
- 43) Επιχειρώ:
- να πολεμούνε βάνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47826).
- 44) (Προκ. για πλοίο) «μπάζω»:
- το ’ναν κάτεργον έβαλε νερόν (Μαχ. 27434).
- 45) Φυτεύω:
- γύροθεν έβαλα φυτά (Διγ. Άνδρ. 37423).
- 46) Προκαλώ, προξενώ:
- διά να βάλει και χαρά στην χώραν (Ευγέν. 1019).
- 47) Αναμειγνύω, μπλέκω κάπ. σε κ.:
- εκεί μη υπάγεις και βάλουν σε εις υπόθεσιν (Σπαν. (Ζώρ.) V 322).
- 48) Χρησιμοποιώ:
- έβαλε την μηχανίαν κι άφηκεν την αντρείαν (Χρον. Μορ. H 4911).
- 49) Μεταγλωττίζω:
- στην εδικήν μας των Ρωμιών (ενν. γλώσσα) … έβαλά το (Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [20]).
- 50) Συγκρίνω:
- τι κόκκινη όψις … ή φυσικήν ή τεχνικήν οπού κανείς να βάλει. Όλα τα υπερβαίνασι τα ’μορφα μάγουλά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1489]).
- 51) Φρ. βάνω πόθο = ποθώ:
- (Ερωτόκρ. Β´ 93).
- 52) Φρ. βάνω κόπο = κοπιάζω:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1647).
- 53) Φρ. βάνω προθυμία = είμαι πρόθυμος:
- (Αχέλ. 1993).
- 54) Φρ. βάνω όρκο = ορκίζομαι:
- (Φορτουν. Α´ 336).
- 55) Φρ. βάνω εις υποψίαν = υποπτεύομαι:
- (Κορων., Μπούας 33).
- 56) Φρ.
- α) βάνω στο φύγι κάπ. = τρέπω κάπ. σε φυγή:
- (Αχέλ. 1569)·
- β) το βάνω εις το φευγιόν = τρέπομαι σε φυγή:
- (Λεηλ. Παροικ. 413).
- α) βάνω στο φύγι κάπ. = τρέπω κάπ. σε φυγή:
- 57) Φρ. βάνω κ. έργον = εκτελώ, πραγματοποιώ κ.:
- (Αχέλ. 320).
- 58) Φρ. βάνω κ. σε έργο = ασκώ (λειτούργημα):
- (Χρον. Μορ. H 7934).
- 59) Φρ. βάνω θέλημα = αποφασίζω· συμφωνώ:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 340).
- 60) Φρ. βάνω (εις) τέλος κ. = σταματώ κ.:
- (Καλλίμ. 1618), (Ερωφ. Α´ 386).
- 61) Φρ. βάνω ψυχήν, κορμίν (να κάνω κ.) = βάζω όλα μου τα δυνατά (να κάνω κ.):
- (Φαλιέρ., Ιστ. 188).
- 62) Φρ. βάνω αίματα, βλ. αίμα 1 φρ.
- 63) Φρ. βάνω ζιζάνιον, βλ. ζιζάνιον.
- 64) Φρ. βάνω κάπ. εις ευχήν και εις κατάραν = καταριέμαι κάπ.:
- (Βουστρ. 343‑4).
- 65) Φρ. βάνω κάπ. σε αστένεια, βλ. ασθένεια 1α φρ. (2).
- 66) Φρ. βάνω καιρό στη μέση = αναβάλλω:
- (Φορτουν. Ιντ. δ´ 61).
- 67) Φρ. βάνω κάτω κ. = αρνούμαι:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 56).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Επιχειρώ:
- χίλιες φορές εβάλθηκα να βγάλω το σπαθί μου (Ερωφ. Α´ 277).
- 2) Αρχίζω:
- εβάλθηκε να κλαίει (Κορων., Μπούας 48).
- 3) Αποφασίζω:
- εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο γλήγορα να με γιάνουσι (Ερωτόκρ. Α´ 405).
- 4) Καταγίνομαι με κ.:
- εβάλθης στες γυναίκες (Θησ. Β´ [55]).
- 5) Παρατάσσομαι:
- Βάνουνται, στερεώνουνται και δύναμιν επήραν (Παρασπ., Βάρν. C 400)·
- φρ. βάνομαι εις ορδινία = παρατάσσομαι:
- (Κορων., Μπούας 120).
- 6) Φρ. βάνομαι σε άλλην γνώμην = αλλάζω απόφαση, σκέψη:
- (Τριβ., Ρε 43).
- 7) Φρ. βάνομαι εις κίνδυνον = διακινδυνεύω:
- (Μεταξά, Επιστ. 48).
- 8) Φρ. βάνομαι εις φυγίον = τρέπομαι σε φυγή:
- (Χρον. Μορ. H 5336).
- 1) Επιχειρώ:
[<αρχ. βάλλω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- βραχίων ο· βραχίονας· βραχιόνας.
-
- 1) Μπράτσο:
- με τον βραχιόνα σου και τον δικόν μου εμένα κάθισμα να της κάμομε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1503]).
- 2) Βράχος:
- βραχίονας ήτον θάλασσας (Πολ. Τρωάδ. 616).
[αρχ. ουσ. βραχίων. Ο τ. ‑ίονας και σήμ.]
- 1) Μπράτσο:
- γαληνούτσικα, επίρρ.
-
- Με πολύ χαμηλή φωνή:
- γαληνούτσικα, τινάς μη τους ακούσει, έφησεν προς τον Ιασούν (Πόλ. Τρωάδ. 331 κριτ. υπ).
[<επίθ. γαληνούτσικος]
- Με πολύ χαμηλή φωνή:
- γαρνίζω· σγαρνίζω.
-
- 1) Εφοδιάζω με ό,τι απαραίτητο, εξοπλίζω·
- (εδώ προκ. για καράβι):
- Ο Αίας τριάντα επτά (ενν. καράβια) ήφερε· καλά ήσαν γαρνισμένα (Πόλ. Τρωάδ. 2286).
- (εδώ προκ. για καράβι):
- 2)
- α) (Προκ. για κάστρο) οχυρώνω, ενισχύω:
- (Χρον. Μορ. H 4608)·
- β) (προκ. για πόρτα) ασφαλίζω, αμπαρώνω:
- (Πόλ. Τρωάδ. 885).
- α) (Προκ. για κάστρο) οχυρώνω, ενισχύω:
- 3) Κοσμώ, στολίζω:
- πανίν … γαρνισμένον … μετά λιθομαργάρων (Πόλ. Τρωάδ. 7240).
[<γαλλ. garnir (Kahane, GR II 98, 105). Πβ. και το σημερ. γαρνίρω]
- 1) Εφοδιάζω με ό,τι απαραίτητο, εξοπλίζω·
- γαρνιστός, επίθ.
-
- Στολισμένος, πολυποίκιλτος:
- ήσαν τα πάντα (ενν. τα άρματα) γαρνιστά· λαμπρότερα ουκ είδες (Πόλ. Τρωάδ. 2867).
[<γαρνίζω]
- Στολισμένος, πολυποίκιλτος:
- γένος το· γεν. γένου, (Πόλ. Τρωάδ. 7179 κριτ. υπ).
-
- 1) Καταγωγή, γενιά, οικογένεια:
- από ποίον γένος είσθεν της Ρωμανίας; (Διγ. Άνδρ. 32312)·
- Δεν είμαι εγώ από γένος τίποτες παρακάτω (Διγ. Άνδρ. 35933).
- 2) Φυλή, έθνος:
- τα γένη των χριστιανών (Διήγ. παιδ. 398)·
- των Τουρκών το γένος (Αχέλ. 482).
- 3) (Προκ. για ζώα) ράτσα, κατηγορία, είδος:
- γένη πάντρεπνα … των πουλίων (Αχιλλ. N 733).
- 4)
- α) Σύνολο ειδών με φυσική συγγένεια μεταξύ τους:
- γένος ανθρώπινον (Κορων., Μπούας 66)·
- β) σύνολο προσώπων που τα χαρακτηρίζει μια κοινή ιδιότητα:
- γένος γαρ παν ευνουχικόν φιλεί την κολακείαν (Λίβ. Sc. 1002).
- α) Σύνολο ειδών με φυσική συγγένεια μεταξύ τους:
[αρχ. ουσ. γένος. Το αρσ. το 12. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταγωγή, γενιά, οικογένεια:
- γνώριμος, επίθ.· αγνώριμος· εγνώριμος.
-
- 1) Γνωστός:
- η φήμη σου ένι γνώριμος (Λίβ. P 443).
- 2) Οικείος, γνώριμος:
- Αυτή (ενν. η Παναγία) στους ξένους γνώριμος είναι (Διακρούσ. 1177)·
- (ως ουσ.):
- ο γνώριμος ως άγνωστος παρελογίσατό με (Γλυκά, Αναγ. 343).
- 3) Φρ. γίνομαι γνώριμος =
- (α) γνωρίζομαι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 334)·
- (β) αναγνωρίζομαι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 2684).
- (α) γνωρίζομαι:
- 4) Κατάλληλος:
- θέλεις είσται … ο πλέον εγνώριμος αυτής εις τα της θεραπείας αυτής (Σφρ., Χρον. 9624).
- 5) Δοκιμασμένος:
- δότε εσάς ανθρώπους φρόνιμους … και γνώριμους εις τα σκήφτρα σας (Πεντ. Δευτ. I 13).
- Το ουδ. ως ουσ. = χαρακτηριστικό:
- τούτο γαρ ένι γνώριμον του κατ’ αλήθειαν φίλου (Σπαν. (Μαυρ.) P 149).
[αρχ. επίθ. γνώριμος. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Γνωστός:
- δακτυλίς η.
-
- Δαχτυλίδι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 551).
[μτγν. ουσ. δακτυλίς. Τ. δαχτυλίδα σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Δαχτυλίδι: