Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Άραβος ο· πληθ. Aράβοι.
-
- O κάτοικος της Aραβίας ή αυτός που κατάγεται από εκεί:
- Άραβοί τε και οι Πέρσαι (Xρησμ. I 93)·
- από … τον πατέρα ήτον Άραβος (Διγ. Άνδρ. 34217‑8).
[<εθν. Άραψ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- O κάτοικος της Aραβίας ή αυτός που κατάγεται από εκεί: