Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

5. Τα ρήματα σε -εύειν

§ 210. Η σχέση των ρημάτων σε -εύειν με τα ουσιαστικά σε -εύς είναι απόλυτα σαφής: το -εύς δηλώνει κάποιον που ασχολείται με κάτι συστηματικά, επαγγελματικά (§ 301), το -εύειν ως μετονοματικό την ίδια την ασχολία. Ενεστώτας σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες πρέπει να θεωρηθεί το -είειν, που μαρτυρείται ακόμη μόνο σε τύπους της Ηλείας, όπως φυγαδείοι (= εύοι), κατιαραίων (= καθ-ιερεύων) δίπλα στα φυγαδεύαντι (= -σαντι), κατιαραύσειε (= καθ-ιερεύσειε): από το *ηϜ- ι̯ - ή *-εϜ- ι̯ - προέκυψε το -ει(Ϝ)- όπως από το * ἀϜ ι̯ ετός το αἰ(Ϝ)ετός. Πρβ. καίειν (από το * καϜ ι̯ -): ἔκαυσα. Η εξομοίωση του -είειν : -εῦσαι με το -εύειν : -εῦσαι δεν έχει τίποτα το παράξενο, και πολύ περισσότερο τη στιγμή που βρήκε ισχυρή στήριξη στην πάντα ζωντανή σχέση με το -εύς.

§ 211. Η αναλογική εξάπλωση, που ήδη στον Όμηρο έχει προχωρήσει πολύ, έχει γενικά κάποια ομοιότητα με την εξάπλωση του -οῦν (§ 204). Ο εύκολος χειρισμός και η αρκούντως γενική και παρ' όλα αυτά συγκεκριμένη σημασιολογική σχέση με τη βάση ευνόησαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη σε τύπο. Μια ιδιόρρυθμη όμως θέση στο πλαίσιο των μετονοματικών τύπων εξηγεί το γεγονός ότι ακόμη και το -εύς, που υπόκειται, είναι ένα εξαιρετικά ευμεταχείριστο επίθημα: Εφόσον το -εύς και το -εύειν από την αρχή της παράδοσής μας επισυνάπτονται εξίσου εύκολα, θα ήταν παρακινδυνευμένος ισχυρισμός, αν θέλαμε να θεωρήσουμε κάθε -εύς ως την ιστορική βάση του συναφούς -εύειν· το -εύς μπορεί κάλλιστα να έχει σχηματιστεί σε κάποια περίπτωση αναδρομικά από το -εύειν ή ενδέχεται άλλοτε και τα δύο να έχουν γεννηθεί ανεξάρτητα μεταξύ τους. Για τον ίδιο λόγο όμως στην περαιτέρω πλατιά εξάπλωση του -εύειν ξεχωρίζει ιδιαίτερα ένα βοηθητικό στοιχείο, που λειτουργεί μόνο δευτερευόντως στους άλλους τύπους: η δυνατότητα εννοιολογικού συσχετισμού του με δύο ή περισσότερες βάσεις. Καθώς στο ἱππεύς η έννοια ἵππος παρέμενε ακόμη απόλυτα ζωντανή στη συνείδηση, μπόρεσε ν' αναδειχτεί και στο ἱππεύειν σε βάρος του ἱππεύς, του μεσολαβητικού τύπου στην ιστορία του σχηματισμού, και έτσι να παραγάγει νέα ρήματα σε -εύειν από θέματα σε ο.

§ 212. Η ίδια ευκολία παράλειψης έχει συνεπακόλουθο ότι οι δύο σημασιολογικές ομάδες του -εύειν, που διακρίνονται εκ πρώτης όψεως, βασίζονται στην αντίστοιχη συμπεριφορά των ονομάτων σε -εύς: Τα ἀγχιστεύς 'πλησιέστερος συγγενής' και ἀριστεύς 'ο καλύτερος, ο αρχηγός' δηλώνουν κάποιον που έχει χαρακτηριστεί ἄγχιστος ή ἄριστος, κατά συνέπεια τα ἀγχιστεύειν και ἀριστεύειν δηλώνουν την κατοχή της χαρακτηριστικής ιδιότητας των επιθέτων ἄγχιστος ή ἄριστος (ποιοτική σχέση)· αντίθετα σκυτεύς είναι κάποιος που ασχολείται επαγγελματικά με το σκῦτος 'δέρμα', δηλαδή ένας τσαγκάρης, και άρα το σκυτεύειν είναι η δραστηριότητα του σκυτεύς ή η επαγγελματική ενασχόληση με το σκῦτος (δραστική σχέση). Σύμφωνα με αυτά το -εύειν είναι ως προς τη σημασία στενά συγγενικό με το -εῖν (§ 191)· η διαφορά έγκειται στο ότι η δραστική σημασία του -εῖν μάλλον βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία από την εποχή του Ομήρου και ότι το -εῖν ενώνεται κατά προτίμηση με σύνθετα, ενώ η συμπεριφορά του -εύειν είναι διαμετρικά αντίθετη [88]. Και τα δύο βασίζονται στο ίδιο γεγονός: Από την παλιά κληρονομημένη αντίθεση φονεύς -ἀνδροφόνος (§ 302) προέκυψαν τα μετονοματικά φονεύειν - ἀνδροφονεῖν· από το πλήθος τέτοιων ζευγαριών γεννήθηκε η αίσθηση πως το -εῖν ήταν ένα χαρακτηριστικό της παραγωγής από σύνθετα (πρβ. § 189 κεξ.), και, καθώς το φονεύειν εύκολα συσχετίστηκε με το αφηρημένο φόνος, ενώ το ἀνδροφόνος δεν είχε την αφηρημένη σημασία 'φόνος αντρών', παρά ως nomen agentis σήμαινε 'φονιάς αντρών', ενισχύθηκε η δραστική σχέση του -εύειν και η ποιοτική του -εῖν.

§ 213. Παραδείγματα παραγωγής από ποικίλα θέματα:

Από θέματα σε ο:

  • δαιτρεύειν 'ασκώ το αξίωμα που έχει ένας δαιτρός (αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας'
  • ὁδεύειν 'ταξιδεύω' από το ὁδός 'δρόμος, ταξίδι' και πολλά άλλα.

Από θέματα σε , και συγκεκριμένα από θηλυκά:

  • τιτθεύειν 'είμαι τροφός (τίτθη)', θηρεύειν 'κυνηγώ' από το θήρα 'κυνήγι', ἀγορεύειν 'εκφωνώ λόγο στη συνέλευση (ἀγορά), μιλώ' (στον Όμηρο επίσης ἀγορᾶσθαι και ἀγορητής),

και από αρσενικά:

  • ταμιεύειν 'είμαι διαχειριστής (ταμίας)',
  • ἱκετεύειν 'είμαι ἱκέτης',
  • προστατεύειν 'είμαι προστάτης'.

Από άλλα θέματα:

  • μαντεύεσθαι 'μαντεύω' από το μάντι-ς (πρβ. μαντήιος μαντεία § 285 υποσημ. 287 , μαντοσύνη § 323),
  • ἰχνεύειν 'ανιχνεύω' από το ἴχνος ουδ.,
  • κολακεύειν 'κολακεύω' από το κολακ- 'κόλακας',
  • παιδεύειν 'εκπαιδεύω' από το παιδ- 'παιδί',
  • δραγμεύειν 'μαζεύω δεμάτια (δράγματ-α)',

αλλά πραγματεύεσθαι 'ασχολούμαι' από το πραγματ- 'πράγμα'.

§ 214. Δείγματα στενότερων σημασιολογικών ομάδων, στις οποίες έχουν ενταχθεί νέοι αναλογικοί σχηματισμοί:

'κυνήγι, ενέδρα': θηρεύειν από το θήρα αντί για θηρᾶν κατά το ἀγρεύειν από το <ἀγρεύς> ἄγρα· ύστερα ευρύτερα ἐπιβουλεύειν (ἐπιβουλή), ἐνεδρεύειν (ἔνεδρος 'κάτοικος' και ἐνέδρα), ἰχνεύειν, ὀρνιθεύειν 'πιάνω πουλιά' (: ὀρνιθ- κατά το θηρεύειν: θήρ) κτλ.· και τα φόνος - φονή - φονεύς - φονεύειν ήταν προφανή.

'εξουσία, εποπτεία, φροντίδα· δουλεία, υπηρεσία': Ως πρότυπα προσφέρονταν τα βασιλεύς - βασιλεύειν, βραβεύς 'κριτής σε αγώνες' - βραβεύειν, ἱερεύς - ἱερεύειν, πρυτανεύς - πρυτανεύειν κ.ά.· μιμήσεις είναι π.χ. τα ἀρχεύειν, δουλεύειν, σατραπεύειν, ταμιεύειν, ἠγεμονεύειν, θεραπεύειν (από το θέραψ 'υπηρέτης').

§ 215. Οι διαθέσεις του ρήματος σε -εύειν (επιτελεστικό -εύειν). Πολλά από τα ρήματα σε -εύειν εμφανίζονται επίσης ή μόνο ως αποθετικά. Η μεγαλύτερη ομάδα από αυτά σημαίνει 'συμπεριφέρομαι με κάποιον τρόπο - ζω': ἁγνεύεσθαι 'ζω αγνά' (ἁγνός), πονηρεύεσθαι 'ενεργώ άσχημα, είμαι σε άσχημη κατάσταση' (πονηρός), ἀναιδεύεσθαι 'φέρομαι ξεδιάντροπα' (ἀναιδής), ἀλαζονεύεσθαι 'καυχιέμαι' (ἀλαζών). Γι' αυτή τη σημασία η μέση φωνή ήταν προφανώς περιττή, καθώς το -εύειν από μόνο του εκφράζει ήδη μια δραστηριότητα· επειδή όμως το αποθετικό πολλών άλλων ρημάτων είχε τη δεδομένη χροιά (ὀργίζεσθαι, αἰδεῖσθαι 'φοβάμαι'), μετασχηματίστηκε και το -εύειν σε -εύεσθαι (σχετικά με το -αίνεσθαι πρβ. § 222 , και σχετικά με το -εῖσθαι § 197). Το παλιότερο ενεργητικό διατηρείται ορισμένες φορές στην ίδια λέξη· έτσι το ἁγνεύειν με την έννοια 'είμαι αγνός' μαρτυρείται πολλαπλά, και για το 'είμαι κουτσός, κουτσαίνω' μόνο ο Ιπποκράτης και ο Πλάτωνας χρησιμοποιούν από μία φορά το χωλεύεσθαι, ενώ ο Όμηρος λέει χωλεύειν.

§ 216. Τέτοια νεόπλαστα αποθετικά μπορούν από την πλευρά τους να συμμετέχουν στη μοίρα άλλων αποθετικών: από αυτά μπορεί να σχηματιστεί, ιδιαίτερα σε ιωνικό έδαφος και στην Κοινή, ένα ενεργητικό επιτελεστικό, όπως π.χ. από το ἥδεσθαι 'χαίρομαι' ένα ἥδειν 'τέρπω' κατά το παλιό ζευγάρι τέρπειν - τέρπεσθαι· σχετικά με το επιδραστικό -αίνειν πρβ. επίσης § 222 . Αν όμως το -εύεσθαι είναι ένας απλός μετασχηματισμός του αμετάβατου -εύειν, υπάρχει περίπτωση η παράδοσή μας να γνωρίζει για το ίδιο ρήμα σε -εύειν τόσο μια αμετάβατη όσο και μια επιτελεστική σημασία· συμβαίνει π.χ. με τα προαναφερθέντα ἁγνεύειν και χωλεύειν, που μερικές φορές σημαίνουν επίσης 'εξαγνίζω, εξιλεώνω' (Αντιφών) και 'παραλύω' (Ιπποκράτης). Η περιορισμένη εξάπλωση του φαινομένου στο -εύειν (διαφορετικά στο -αίνειν § 222 !) οφείλεται στον οξύ ανταγωνισμό του επιτελεστικού -οῦν (§ 204 · -εύεσθαι = οῦσθαι).

§ 217. Είναι αυτονόητο ότι αυτός δεν ήταν ο μοναδικός τρόπος που το -εύειν μπορούσε να πάρει επιτελεστική ή γενικά μεταβατική σημασία. Ιδίως η αιτιατική του εσωτερικού (σύστοιχου) αντικειμένου στην πιο ευρεία έννοιά της έχει σε κάθε περίπτωση σημαντικό μερίδιο: π.χ. το ἀληθεύειν τι εύκολα μετακινήθηκε από το 'αποδεικνύομαι αληθινός σε μια σχέση' στο 'εκφράζω κάτι σαν αλήθεια, παρουσιάζω ως αληθινό'. Ή πάλι η αιτιατική προέρχεται από συνώνυμα: το νυμφεύειν 'ασχολούμαι με μια νύφη' έγινε ύστερα συνώνυμο του γαμεῖν 'παντρεύομαι' ή του γαμίζειν 'παντρεύω' και συντάχθηκε με αιτιατική. Το φυγαδεύειν φαίνεται να δανείστηκε τη συνηθισμένη σημασία του 'εξορίζω' από το θηρεύειν κτλ. (§ 214)· δεν θα μπορούσαμε ν' αποφασίσουμε αν ο Πολύβιος με τη μοναδική χρήση στην έννοια 'ζω στην εξορία' επαναφέρει το παλιό ή συναντιέται τυχαία με το αναμενόμενο ως κανονικό.

88 Το -εύειν σε σύνθετα (στο έπος μόνο ενεστωτικό θέμα) οφείλει την ύπαρξή του κυρίως στη μετρική ευχρηστία· με το οἰνοχοεύειν αποφεύγει κανείς τη συναίρεση και εξασφαλίζει την ίδια προσωδία με το οἰνοχοῆσαι.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40