Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

6. -συνος

§ 323. Το -συνος, που δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, σχηματίζει μερικά μόνον επίθετα· αντίθετα το θηλυκό -σύνη ως αφηρημένο πήρε κάποιες διαστάσεις· και μάλιστα το δικαιολογημένο στα θέματα σε ο -όσυνος -οσύνη εξασφάλισε την αποκλειστικότητα (πρβ. § 129): με βάση περιπτώσεις όπως δουλόσυνος 'υπόδουλος' (Ευρ., δουλοσύνη 'δουλεία' Όμ.) από το δοῦλος λέγεται και γηθόσυνος 'χαρούμενος', γηθοσύνη 'χαρά' (και τα δύο στον Όμ.) από τὸ γῆθος 'χαρά', ἀληθοσύνη 'αλήθεια' (Θέογνης) από το ἀληθής, κλεπτοσύνη 'πονηριά' (Όμ.) από το κλέπτης, εὐφροσύνη (Όμ.) από το εὔφρων 'ευφρόσυνος' (πρβ. -ο- ως υποκατάστατο για θέμα σε n κατά τη σύνθεση § 131 , 141), μαντοσύνη 'μαντική τέχνη' (Όμ.) από το μάντις (σχετικά με την παραμέληση του θέματος σε i πρβ. μαντεύεσθαι § 213 και μαντήιος μαντεία § 285 υποσημ., 287), δεσπόσυνος 'του οικοδεσπότη' (μετά τον Όμ.) από το *δεσποτόσυνος από το δεσπότης. Από το *ἱερηϜ-οσύνη > ἱερεωσύνη (αττ.) > ἱερωσύνη (ιων.-ελληνιστ.) 'ιεροσύνη' από το ἱερεύς (πρβ. ὀρεω-κόμος § 132) άντλησε η μετακλασική γλώσσα το -ωσύνη ως εύχρηστο μέσο, για να αποφύγει μια μακρά σειρά βραχέων: ἀγαθωσύνη ἁγιωσύνη μεγαλωσύνη.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40