Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

1.Τα ρήματα σε *- n -o-

α) Τα ρήματα σε -αίνειν

§ 218. Ο τύπος μετονοματικών σε -αίνειν [89] παρουσιάζει από πολλές απόψεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Σε ένα σημαντικό αριθμό ρημάτων η προέλευση του ν είναι ακόμη απόλυτα διαφανής, και υπάρχει αξιοσημείωτη ποικιλία στη φθογγική δομή της απόληξης των βάσεων. Έτσι, η αναλογική εξάπλωση ολοκληρώνεται σχεδόν τελείως μπροστά στα μάτια μας. Τέλος, το -αίνειν δεν ανέπτυξε μια τόσο γενική σημασία όπως π.χ. το -οῦν και το -εύειν ή ακόμη περισσότερο το -ίζειν· κατά συνέπεια πρέπει να αναζητήσουμε πολύ ακριβέστερα πρότυπα για τους αναλογικούς σχηματισμούς.

§ 219. Ρήματα σε -αίνειν από βάσεις με n που διατηρείται ή συνάγεται: ποιμαίνειν 'βόσκω' (Όμ.) από το ποιμεν- 'βοσκός' (-μαιν- από το *- m n ̻ - i ̯ - με μηδενική βαθμίδα - mn - από το - men -), εὐφραίνειν (Όμ.) από το εὐφρον- 'εύθυμος' (παρομοίως ασθενές θέμα), μελαίνειν 'μαυρίζω' (Όμ.) από το μελαν- 'μαύρος'· πολύ συχνά από ουδέτερα σε -μα από το *- m n ̻ - [90], που αντιστοιχούν στα λατινικά ουδέτερα σε - men -: πημαίνειν 'βλάπτω'(Όμ.) από το πῆμα 'θλίψη, κακοτυχία'· βασκαίνειν 'συκοφαντώ, φθονώ' (κλασ.) από το βάσκανος 'συκοφαντικός, φθονερός' (πρβ. § 178), κυδαίνειν 'εξυμνώ' (Όμ.) επέκταση του κυδ-άνειν (§ 169) 'κάνω φημισμένο, έχω φήμη', ἰσχαίνειν 'ξεραίνω' (κλασ.) από το ἰσχνός 'ξερός'. Μερικά θέματα σε nμπορούμε να τα συναγάγουμε από σχηματισμούς με επιθήματα που αρχίζουν από rκαι l, καθώς αυτά συνδέονται ποικιλοτρόπως με επιθήματα που αρχίζουν από n· πρβ. π.χ. τα ουδέτερα σε r / n (§ 17), όπως ὕδωρ ὕδατος (το θέμα σε n διατηρείται ακόμη στο κύριο όνομα Ἁλοσ-ύδνη), επιπλέον πίων 'παχύς' πιαίνειν (αρχίζοντας από τους λυρικούς) - πῖαρ 'λίπος', πίειρα - πιαλέος, κυδάνειν, κυδαίνειν - κυδρός 'δοξασμένος' (varialectio κυδνός) - κυδάλιμος, οἰδάνειν 'φουσκώνω, πρήζομαι' (Όμ.), οἰδαίνειν (ελληνιστ.) - οἰδαλέος. Γι' αυτό το λόγο μπορούμε να υποθέσουμε ένα - n - στη βάση, π.χ. για το πε(ι)ραίνειν 'ολοκληρώνω' (Όμ.) από το πεῖραρ πείρατος (έτσι στον Όμηρο· αργότερα πέρας πέρατος) 'τέλος', μιαίνειν 'μολύνω' (Όμ.) δίπλα στο μιαρός 'μολυσμένος', ἐρυθραίνειν 'κοκκινίζω' (Όμ.) δίπλα στο ἐρυθρός 'κόκκινος', εἰδαίνεσθαι 'είμαι όμοιος' (Νίκανδρος) δίπλα στο εἰδάλιμος 'ωραίος στη μορφή'.

§ 220. Η αναλογική εξάπλωση του -αίνειν ακολουθεί δύο κατευθύνσεις: υπάρχουν επιτελεστικά (αιτιολογικά) και αμετάβατα (καταστατικά ρήματα). Προηγήθηκαν στην αποδοχή του -αίνειν τα αντίστοιχα επίθετα με θέμα σε ο· ακολούθησαν άλλα επίθετα και διάφορα ουσιαστικά.

Τα επιτελεστικά περιλαμβάνουν δύο ομάδες. Η πρώτη ξεκινά από το μελαίνειν (Όμ.) 'μαυρίζω (κάτι)' (από το μελαν-)· αυτό προκαλεί τον αντιθετικό σχηματισμό λευκαίνειν (Όμ.) 'λευκαίνω' (από το λευκός)· εδώ προστίθενται και άλλα ρήματα με τη σημασία 'κάνω λευκό, γκρίζο, ωχρό': ἀργαίνειν (Ευρ.), πολιαίνειν (Αισχύλ.), χλωραίνειν (Σοφ.), επιπλέον ἀσβολαίνειν (γλώσσες) 'μαυρίζω με καπνιά (ἄσβολος ή ἀσβόλη)'. Παράλληλα το παλιό ἐρυθαίνειν (§ 219) γίνεται ἐρυθραίνειν (κλασ.) σε συνάρτηση με το ἐρυθρός, και ύστερα το πυρρός 'στο κόκκινο της φωτιάς' συνοδεύεται από ένα πυρσαίνειν 'δίνω σε κάτι το κόκκινο της φωτιάς' (Ευρ.), και το κάλχη 'πορφύρα' από ένα καλχαίνειν 'βάφω (πορφυρό)' (τραγικοί). Η άλλη γραμμή οδηγεί από τα: θερμαίνειν (Όμ.) 'ζεσταίνω' (από το θερμός, μάλλον όμως από ένα ουδέτερο *θέρμα), αὐαίνειν (Όμ.) 'ξεραίνω' (από το αὖος 'ξερός', πρβ. αὐον ά̄ 'ξηρότητα') και ἰσχναίνειν (κλασ.), που μετασχηματίστηκε από το ἰσχαίνειν (§ 219) κατά το ἰσχνός (πρβ. ἰσχαλέος - ἰσχναλέος § 329), στα: ψυχραίνειν (Ιπποκρ.) 'ψύχω' (ψυχρός), ἀλεαίνειν (Ιπποκρ.) 'ζεσταίνω' (ἀλέα 'ζέστη'), ξηραίνειν (Όμ.) 'ξηραίνω' (ξηρός), ὑγραίνειν (κλασ.) (ὑγρός). Η στενή σύνδεση των εννοιών 'θερμός - ψυχρός' και 'ξηρός - υγρός' ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές της αρχαίας ιατρικής: από την ανισομερή ανάμειξη αυτών των στοιχείων προκαλούνται οι αρρώστιες.

§ 221. Τα αμετάβατα ακολουθούν παρομοίως διάφορους δρόμους. Ο ένας αρχίζει με το ἀφραίνειν (Όμ.) 'είμαι ανόητος' (ἀφρον-) και περνάει από τα μωραίνειν (κλασ.· μωρός), ἀμαθαίνειν (Πλάτωνας· ἀμαθής), ληραίνειν (μετακλασ.· λῆρος 'φλυαρία')· το ίδιο με επίταση συμβαίνει στα: μαργαίνειν 'είμαι μανιασμένος' (Όμ.· μάργος 'μανιασμένος'), λυσσαίνειν (Σοφ.· λύσσα 'μανία'). Με αυτή την κατεύθυνση ενώθηκε μια άλλη που από το σκυδμαίνειν (Όμ.) 'οργίζομαι' (*σκύδμα) κ.ά. μέσω του χαλεπαίνειν (Όμ.) 'είμαι δυσάρεστος' (χαλεπός) οδηγεί στα δυσθυμαίνειν (Όμηρ. Ύμν.), ἀγριαίνειν (κλασ.), δυσμεναίνειν (κλασ.· δυσμενής), θυμαίνειν (από την Ασπίδα Ηρακλέους και εφεξής), ὀργαίνειν 'οργίζω' (τραγικοί) κτλ. [91] Έτσι προκύπτει η παράσταση 'είμαι σε έξαψη'. Αυτό πέρασε ύστερα σε αντιπαθητικά γνωρίσματα του χαρακτήρα και παρόμοιες σωματικές καταστάσεις (πρβ. επίσης κωμαίνειν [Ιπποκρ.] 'έχω υπνηλία' από το κῶμα, φλεγμαίνειν [κλασ.] 'έχω φλεγμονή' από το φλέγμα, κ.τ.ό.): ἰλλαίνειν (Ιπποκρ.) 'αλληθωρίζω' (ἰλλός 'αλλήθωρος'), χωλαίνειν (Πλάτωνας, Ιπποκρ.) 'είμαι κουτσός' (χωλός), λιμαίνειν (Ηρόδοτος) 'πεινώ' (λιμός), ὑδαταίνειν (Ιπποκρ.) 'είμαι υδρωπικός' (ὑδατ-)· δίπλα σε όλα αυτά δεν μπορεί να μας ξενίζει το αντώνυμο ὑγιαίνειν (κλασ.) 'είμαι ὑγιής '.

§ 222. Οι διαθέσεις του ρήματος σε -αίνειν. Στη χρήση των διαθέσεων των ρημάτων σε -αίνειν επικρατεί από πρώτη όψη μεγάλη σύγχυση· ξεδιαλύνεται όμως, αν χρησιμοποιήσουμε ως παράλληλο την εξέλιξη των διαθέσεων των ρημάτων σε -εύειν (§ 215 κεξξ.). Μόνο που το φαινόμενο που συζητήθηκε εκεί παίρνει εδώ σημαντικά μεγαλύτερες διαστάσεις: Πολυάριθμα είναι τα ρήματα σε -αίνειν που μαρτυρούνται και οι τρεις βαθμίδες τους, αμετάβατο ενεργητικό, αμετάβατο αποθετικό, και επιδραστικό ενεργητικό: π.χ. μωραίνειν 'είμαι ανόητος' - μωραίνεσθαι 'είμαι ανόητος' - μωραίνειν 'καθιστώ ανόητο', αντίστοιχα χαλεπαίνειν, ἀγριαίνειν, ὑγιαίνειν κτλ. Μερικές φορές το πρώτο ή ακόμη και το δεύτερο στάδιο έχουν χαθεί από την παράδοση· έτσι το πικραίνειν σώζεται μόνο ως αποθετικό και επιτελεστικό, πρέπει όμως παρ' όλα αυτά να συνυπολογιστεί στην ομάδα του χαλεπαίνειν (§ 221)· ή: το κυλλαίνειν είναι άπαξ λεγόμενον, και μάλιστα με την έννοια 'κυρτώνω', ανήκει όμως στην ομάδα χωλαίνειν κτλ. (§ 221). Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε πολύ μακριά το λόγο για τον οποίο εξαπλώθηκαν τόσο πολύ ο μετασχηματισμός σε αποθετικό και ο αναδρομικός σχηματισμός επιτελεστικών σε -αίνειν: διεργασίες στο ανθρώπινο σώμα και διεργασίες στο θυμικό αποτελούν προσφιλείς περιοχές της μέσης διάθεσης.

β) Τα ρήματα σε -ύνειν

§ 223. Σε σύγκριση με το -αίνειν, το -ύνειν δημιουργεί μια ταπεινή εντύπωση, επειδή η εξάπλωσή του κρατήθηκε σε στενά όρια. Επίσης οι αρχές της εξάπλωσής του τοποθετούνται στην προϊστορική περίοδο και γι' αυτό δεν είναι τόσο διαφανείς, όπως και γενικά ο αριθμός των ελλιπώς ερμηνευόμενων παραγώγων σε -ύνειν είναι αναλογικά μεγάλος.

§ 224. Τα ετυμολογικά θεμέλια του -ύνειν. Από την αρχή της παράδοσης το -ύνειν βρίσκεται σε στενή σχέση με τα θέματα σε υ, και μάλιστα τόσο με τα επίθετα σε υ: βαρύνω από το βαρύς και μερικά άλλα, όσο και με τα ουσιαστικά σε : ἀρτύνειν 'εξοπλίζω' από το ἀρτ ύ̄ ς 'τάξη, φιλία'. Από πού προέρχεται αυτή η σχέση δεν είναι απόλυτα σαφές. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι επιθήματα με n εμφανίζονταν από παλιά ύστερα από θέματα σε u και ότι σε μερικές περιπτώσεις το -ύνειν έχει δίπλα του ένα όνομα με επίθημα με n: θαρσύνειν 'ενθαρρύνω' από το θάρσυνος 'θαρραλέος' (αργότερα θρασύνειν σε συνάρτηση με το θρασύς), τορύνειν 'ανακατεύω' (Αριστοφ.) από το τορύνη ( και ) 'κουτάλα ανακατέματος', κ.τ.ό.· βέβαια υποψιαζόμαστε συνήθως το όνομα για τον αναδρομικό σχηματισμό από το ρήμα ή και το αποδεικνύουμε· έτσι π.χ. εὔθῡνα 'λογοδοσία', εὔθυνος ( ή ;) 'δικαστής, ανακριτής' πλάι στο εὐθύνειν 'ισιώνω, κατευθύνω', αἰσχύνη 'όνειδος' (κλασ.· παλιότερα αἶσχος) από το αἰσχύνειν (Όμ.) 'ντροπιάζω, εξυβρίζω'.

§ 225. Η περαιτέρω εξάπλωση του -ύνειν. Καθώς σχεδόν όλα τα επίθετα σε -ύς συσχετίζονταν με ένα ουδέτερο σε -ος (βαθύς - βάθος, παλιότερα βένθος), μπορούσε και το -ύνειν να συνδεθεί με αυτά τα ουδέτερα (το βαθύνειν με το βάθος αντί με το βαθύς) και ύστερα να προσκολληθεί σε ουδέτερα σε -ος που δεν είχαν επίθετο σε -ύς. Έτσι από το μῆκος προέκυψε ένα μηκύνειν 'εκτείνω, καθυστερώ', από το κάλλος 'ομορφιά' ένα καλλύνειν 'καλλωπίζω', κτλ.

§ 226. Μεγαλύτερη σημασία (ιδίως στην κλασική εποχή) απέκτησε η σύνθεση του -ύνειν με επίθετα με θέμα σε υ. Η έννοια του παράγωγου είναι εδώ η επιτελεστική, που είναι συνηθισμένη στην ομάδα βαρύς - βαρύνειν, όπου αντικατέστησε τον φωνητικά δύσχρηστο σχηματισμό με το -οῦν. Ήδη αυτή η εννοιολογική ομοιότητα με το ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο -οῦν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι υπερβάσεις του -ύνειν δικαιολογούνται από τις στενότερες αναλογικές σχέσεις του από ό,τι στην περίπτωση του -οῦν. Στην πράξη η διαδικασία εξάπλωσης, αν παραβλέψουμε μερικές μεμονωμένες αναλογίες όπως ἐλαφρύνειν (συνεπ- Ηρόδοτος) 'κάνω ελαφρύ' (ἐλαφρός) κατά το βαρύνειν (Όμ.) (βαρύς), λεπτύνειν (κλασ.) 'κάνω λεπτό' (λεπτός) κατά το παχύνειν (κλασ.) 'κάνω παχύ' (παχύς), πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό των τριών ομάδων 'κάνω όμορφο, λαμπρύνω' (αποθ. 'καλλωπίζομαι, κομπάζω'): ἁβρύνειν (κλασ.· ἁβρός 'τρυφερός, όμορφος'), σεμνύνειν (κλασ.· σεμνός 'αξιότιμος, περήφανος'), ἀμορφύνειν (Αντίμαχος· ἄμορφος 'άσχημος') με πρότυπο το φαιδρύνειν (Ησίοδος) 'λαμπρύνω, ευφραίνω' (όπως μετασχηματίστηκε, προερχόμενο από το *φαιδύνειν από το φαίδει· ὄψει Ησύχιος, υπό την επίδραση του φαιδρός), θηλύνειν (κλασ.· από το θῆλυς), καλλύνειν (§ 225), θρασύνειν (§ 224), αἰσχύνειν (§ 224)· 'κάνω μεγάλο, μακρύ κτλ.': μεγαλύνειν (κλασ.· μεγαλο-), σμικρύνειν (ελληνιστ.· σμικρός) κατά το βαθύνειν (Όμ.), βραχύνειν (Ιπποκρ.), εὐρύνειν (Όμ.), πλατύνειν (κλασ.) [92] κτλ.· 'κάνω μαλακό, σκληρό': ἁπαλύνειν (Ιπποκρ., Ξεν.· ἁπαλός), σκληρύνειν (Ιπποκρ., Αριστοτ. κτλ.· σκληρός) κατά τα θηλύνειν, μωλύνειν (Σοφ., Ιπποκρ.· μῶλυς 'αδύναμος'), τραχύνειν (κλασ.· τραχύς).

§ 227. Πολύ σπάνια είναι η προσθήκη του -ύνειν σε ουσιαστικά της α΄ και β΄ κλίσης. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται πάντα για πολύ ειδικές αναλογίες: ἀμαθύνειν (Όμ.) 'μετατρέπω σε άμμο, καταστρέφω' (ἄμαθος 'άμμος') κατά το ἀμαλδύνειν (Όμ.) 'αποδυναμώνω, καταστρέφω' (βλαδύς 'μαλακός, αδύναμος'), μοσχύνειν (Μεγ. Ετυμολ.) 'παχαίνω' (μόσχος 'μοσχάρι') κατά το παχύνειν (κλασ.) 'παχαίνω' (παχύς). Σ' αντάλλαγμα εντοπίζουμε ευκαιριακά και ρηματικές βάσεις από το -ύνειν· έτσι εξηγείται το ἀλεγύνειν (Όμ.) 'εξοπλίζω, ετοιμάζω' (ἀλέγειν [Όμ.] 'φροντίζω') κατά το ἐντύνειν (Όμ.) 'εξοπλίζω' (επίσης ἐντύειν· από το *ἐντ ύ̄ ς) [93], σπερχύνειν (Ησύχιος· = σπέρχειν [Όμ.] 'σπρώχνω') κατά το ταχύνειν (κλασ.) 'επιταχύνω' από το ταχύς (πρβ. επίσης ὀτρύνειν [Όμ.] 'ωθώ, επισπεύδω').

89 Τα πρωτογενή ρήματα σε -αίνειν μπορούν εδώ να παραλειφθούν, καθώς δεν επηρέασαν τον τύπο του επιθήματος και συνήθως διαφέρουν και στο σχηματισμό του θέματος από τα μετονοματικά: βαίνω - βήσομαι - ἔβην απέναντι στο σημαίνω - σημανῶ - ἐσήμηνα.

90 Παράλληλα εμφανίζεται το -μάζειν (§ 236), αργότερα -ματίζειν (§ 257), δες § 309.

91 Εδώ και το μενεαίνειν 'επιθυμώ διακαώς'· οργίζομαι' (Όμ.) από το μένος μένεος 'ορμή, ζωτικότητα, οργή'· σχετικά με το κτερεΐζειν πρβ. § 258.

92 Δες § 15 υποσημείωση.

93 Στον Όμηρο δαῖτα(ς) ἀλεγύνειν όπως δαῖτα, ἄριστον κτλ. ἐντύνειν.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40