Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

§8.11. Η δημιουργία του υποταγμένου λόγου στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα έχει μακρά ιστορία, την οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο να ανιχνεύσουμε. Στην ουσία οι ειδικοί γλωσσολόγοι και φιλόλογοι μελετούν τη σημασιολογική εξέλιξη πολλών συνδετικών μορίων, τα οποία κατά την πορεία της διαμόρφωσης της δομής της γλώσσας μετεξελίχτηκαν σε συνδέσμους, υποτακτικούς ή παρατακτικούς (βλ. το κεφάλαιο για τα άκλιτα μέρη του λόγου: μόρια, σύνδεσμοι, επιρρήματα). Στον υποταγμένο λόγο η πρώτη κατηγορία δευτερευουσών προτάσεων που δημιουργήθηκε είναι κατά πάσα πιθανότητα οι αναφορικές προτάσεις με δεικτική χροιά, οι οποίες μάλιστα εισάγονταν με δεικτικά μόρια, αντωνυμίες και επιρρήματα. Αυτές οι εισαγωγικές λέξεις αρχικά εισήγαν προσδιορισμούς ή κύριες προτάσεις που μετεξελίχτηκαν σε δευτερεύουσες αναφορικές. Δεικτική σημασία έχουν όλες οι αντωνυμίες με την ευρύτερη έννοια, το άρθρο, πολλά μόρια, αντωνυμίες και επιρρήματα (λ.χ. ἵνα, ἔνθα, δέ, ἕνεκα, ἐπεί, ὅς, ἥ, τὸ, οὗτος, αὐτός, ἐκεῖνος κ.ά).

§8.12. Η εξέλιξη των δευτερευουσών προτάσεων έγινε σταδιακά, καθώς ισότιμες αρχικά προτάσεις υποβιβάστηκαν σε προτασιακά μορφώματα που έχασαν την ανεξάρτητη και αυτόνομη θέση τους μέσα στην περίοδο του λόγου και χρειάστηκε να εξαρτηθούν από άλλες προτάσεις προκειμένου να δώσουν πλήρες νόημα. Βεβαίως η διάκρισή τους σε πλήρως ανεπτυγμένες δευτερεύουσες προτάσεις δεν έγινε άμεσα. Υπήρξαν συντακτικές δομές που υποδήλωναν εσωτερική νοηματική υπόταξη μιας πρότασης, χωρίς δηλαδή αυτή η πρόταση να έχει αναπτύξει απολύτως τα χαρακτηριστικά (εισαγωγικά και εσωτερικά) της υπόταξης του διαμορφωμένου λόγου. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η υπόταξη με την πολύπλοκη εσωτερική υπαγωγή στο κύριο νόημα της κύριας πρότασης είναι κυρίως χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του 5ου και 4ου αι. με τις έντονες επιδράσεις από τη ρητορική των πολιτικών και δικανικών πραγματειών. Κατά την ελληνιστική περίοδο υπάρχει η τάση να επιστρέψει ο συγγραφέας στον απλό παρατακτικό λόγο των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Λαμπρό δείγμα αυτής της διαφοροποίησης είναι ο λόγος του Ευαγγελίου και των Αποστόλων, καθώς με αυτά τα έργα εγκαινιάζεται ένα άλλο είδος απλής ρητορικής με παραινετικό και διδακτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η πρόσληψή του θα έπρεπε να γίνει από ένα ευρύ και εν πολλοίς απαίδευτο κοινό, στο οποίο ο παρατακτικός λόγος θα είχε ιδιαίτερη απήχηση λόγω της ζωντάνιας του:

Κατὰ Μᾶρκον 1.9.1 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην ὑπὸ Ἰωάννου (παρατακτικός αφηγηματικός λόγος).

Πράξεις Ἀποστόλων 1.8.1 ἀλλὰ λήμψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ (παρατακτικός παραινετικός λόγος).

§8.13. Ενδείξεις για την ύπαρξη δευτερευουσών προτάσεων. Για την ταυτοποίηση του υποταγμένου λόγου υπάρχουν ορισμένα σταθερά γνωρίσματα τα οποία μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε τη συγκεκριμένη δομή:

Σύντομη παύση μεταξύ δύο προτάσεων. Σημειολογικά η παύση δηλώνεται με κόμμα. Σε αυτήν την περίπτωση, μολονότι δεν έχουμε μια δευτερεύουσα εξαρτημένη πρόταση πλήρως ανεπτυγμένη, στην ουσία με την παύση και τον ανάλογο τόνο της φωνής δηλώνουμε ότι το νόημα μιας πρότασης, που γραμματικά είναι ισοδύναμη με μιαν άλλη, είναι ένα συμπλήρωμα της πρότασης, η οποία συνήθως προτάσσεται. Με αυτές τις προτάσεις βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της μετάβασης μεταξύ παράταξης και υπόταξης. Οι προτάσεις αυτές έχουν στενή σχέση με τις παρενθετικές προτάσεις. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθούν ως εξαρτημένες ερωτηματικές προτάσεις ή προτάσεις που εισάγονται με σύνδεσμο δεικτικό:

ΠΛ Απολ 20d εὖ μέντοι ἴστε, πᾶσαν ὑμῖν τὴν ἀλήθειαν ἐρῶ || να είστε όμως βέβαιοι: θα σας πω όλη την αλήθεια.

OM Οδ 1.169 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; (η άνω τελεία της στίξης στην έκδοση της Οξφόρδης αμφισβητείται σε άλλες εκδόσεις, οι οποίες προκρίνουν το απλό κόμμα) || όμως εσύ αποκρίσου σε ό,τι κι αν σε ρωτήσω καθαρά και ξάστερα∙ ποιος είσαι και από πού;

ΟΜ Ιλ 1.35 πολλὰ δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ᾽ ὃ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠΰκομος τέκε Λητώ· και έπειτα, όταν ξεμάκρυνε, προσευχήθηκε θερμά ο γέροντας στον βασιλιά Απόλλωνα, που τον γέννησε η Λητώ με τα όμορφα μαλλιά.

Εισαγωγικοί σύνδεσμοι. Η διαμόρφωση των εισαγωγικών συνδέσμων των δευτερευουσών προτάσεων ακολούθησε μακρά πορεία. Στην κατασταλαγμένη μορφή του υποταγμένου λόγου έχουμε πλήθος παρατακτικών συνδέσμων με ποικίλη προέλευση. Πολλοί από τους εισαγωγικούς συνδέσμους προέρχονται από τις αναφορικές αντωνυμίες, τα αναφορικά επιρρήματα και τα παράγωγά τους. Διαφορετική καταγωγή διαπιστώνεται για ορισμένους μόνο συνδέσμους (μή, πρίν, πάρος, πρότερον, ἄχρι, μέχρι, ἵνα ).

Μεταβολή του προσώπου. Η μεταβολή του προσώπου είναι ένα από τα σταθερά χαρακτηριστικά σε σημαντικές κατηγορίες εξαρτημένων προτάσεων (αναφορικών, πλαγίων ερωτήσεων, ειδικών). Καθώς ο λόγος μεταβάλλεται από ευθύ σε πλάγιο, οι σκέψεις ή οι προτάσεις που ειπώθηκαν αρχικά δέχονται μια μετατόπιση των γραμματικών προσώπων. Έτσι η απλή φράση "θα έρθω" γίνεται στον πλάγιο λόγο "ο Α είπε ότι ο Β θα έρθει" ή εάν ο Α λέει ότι ο Γ πρέπει να έρθει, ο Β του το ανακοινώνει ως εξής: "πρέπει να πας". Αυτή η μετατόπιση είναι ιδιαίτερα φανερή στο περίφημο μήνυμα του Αγαμέμνονα προς τον Αχιλλέα, που του το μεταφέρει ο Νέστορας ως μέλος της πρεσβείας. Λέει ο Αγαμέμνονας (ΟΜ Ιλ 9.128): δώσω δ᾽ ἑπτὰ γυναῖκας …, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλεν αὐτὸς ἐξελόμην… θα του δώσω και επτά γυναίκες …, αυτές που, όταν αυτός κυρίεψε την καλοτειχισμένη Λέσβο, μου τις διαλέξαν. Ο δε Νέστορας μεταφέρει τον λόγο του στον Αχιλλέα ως εξής (ΟΜ Ιλ 9.270): δώσει δ᾽ ἑπτὰ γυναῖκας…, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλες αὐτὸς ἐξέλεθ᾽,…θα δώσει και επτά γυναίκες, αυτές που, όταν εσύ κυρίεψες την καλοτειχισμένη Λέσβο, του τις διαλέξαν.

Μεταβολή της έγκλισης. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της υπόταξης είναι η υποκατάσταση της οριστικής και υποτακτικής έγκλισης με την ευκτική, όταν η κύρια πρόταση αναφέρεται στο παρελθόν. Αυτή η ευκτική είναι η λεγόμενη ευκτική του πλαγίου λόγου. Με τη χρήση αυτής της έγκλισης εξασθενεί η βεβαιότητα που εκφράζεται με την οριστική ή ο σκοπός και η θετική προσδοκία που εκφράζεται με την υποτακτική. Πρέπει να επισημάνουμε, εν τούτοις, ότι παρόλη τη σπουδαιότητά της η μεταβολή της έγκλισης δεν έγινε ποτέ απόλυτα αποδεκτή. Συγγραφείς, όπως ο Ξενοφώντας και ο Πλάτωνας, δείχνουν προτίμηση για την ευκτική του πλαγίου λόγου, ενώ ο Θουκυδίδης προτιμά να διατηρεί την έγκλιση του ευθέος λόγου στις προτάσεις κρίσεως:

ΘΟΥΚ 1.114.1 ἠγγέλθη αὐτῷ ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε καὶ Πελοποννήσιοι μέλλουσιν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν Ἀττικήν || του ήρθε μήνυμα πως αποστάτησαν και τα Μέγαρα, και οι Πελοποννήσιοι όπου να' ναι θα εισβάλλουν στην Αττική.

Τέλος, ενίοτε συνυπάρχουν ισότιμα η ευκτική του πλαγίου λόγου και έγκλιση του ευθέος λόγου:

ΞΕΝ KΑναβ 2.1.3 οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῖος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη μετὰ τῶν ἄλλων βαρβάρων || ανήγγειλαν ότι ο Κύρος μεν πέθανε, ο δε Αριαίος έχει διαφύγει μαζί με τους υπόλοιπους βαρβάρους στο στρατόπεδο.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18