Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

§1.11. Το κατηγορούμενο είναι συνήθως, όπως και στα νέα ελληνικά, ένα επίθετο ή ουσιαστικό που μέσω ενός συνδετικού ρήματος αποδίδει κάποιο χαρακτηριστικό στο υποκείμενο.

ΛΥΣ 13.43 οὗτος ἁπάντων αἴτιός ἐστιν || αυτός είναι υπεύθυνος για όλα.

ΛΥΣ 28.1 τὰ μὲν κατηγορημένα οὕτως ἐστὶ πολλὰ καὶ δεινά οι κατηγορίες είναι τόσο πολλές και φοβερές.

ΘΟΥΚ 1.24.1 Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις || η Επίδαμνος είναι πόλη.

ΞΕΝ Απομν 1.2.62 τούτοις θάνατός ἐστιν ἡ ζημία η ποινή γι' αυτούς είναι ο θάνατος.

§1.12. Ως κατηγορούμενο όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν και όροι που ισοδυναμούν με επίθετο ή ουσιαστικό, όπως:

• Αντωνυμίες:

ΞΕΝ Ελλ 2.3.37 ὅστις μέντοι ὁ ταῦτα πράττων ἐστὶν οἶμαι ἂν ὑμᾶς κάλλιστα κρίνειν || νομίζω όμως πως εσείς θα μπορούσατε να κρίνετε καλύτερα απ' όλους ποιος είναι αυτός που τα κάνει αυτά.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.8 εἰ τοιαύτη ἐστὶν (ἡ γυνὴ) οἵαν σὺ λέγεις || αν η γυναίκα είναι τέτοια που εσύ λες.

• Επιρρήματα ή εμπρόθετοι προσδιορισμοί:

ΙΣΟΚΡ 4.5 ὥστ' ἤδη μάτην εἶναι τὸ μεμνῆσθαι περὶ τούτων || ώστε να είναι πια μάταιο να κάνει κανείς λόγο γι'αυτά.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.15 οἱ Πέρσαι ἦσαν ἀμφί τὰς δώδεκα μυριάδας || οι Πέρσες ήταν περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες.

• Ονοματική πρόταση:

ΔΗΜ 9.47 ὡς ἄρ' οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ' ἦσαν Λακεδαιμόνιοι || ότι τάχα ο Φίλιππος δεν είναι ακόμα τόσο δυνατός όσο ήταν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι.

§1.13. Συμφωνία του υποκειμένου με το κατηγορούμενο. Το κατηγορούμενο, αν είναι επίθετο συμφωνεί με το υποκείμενο στο γένος, τον αριθμό και την πτώση· αν είναι ουσιαστικό, τότε η συμφωνία του με το υποκείμενο περιορίζεται αναγκαστικά μόνο στον αριθμό και την πτώση, και μόνο τυχαία μπορεί να είναι η συμφωνία τους ως προς το γένος.

ΞΕΝ Απομν 4.4.13 μὲν ἄρα νόμιμος δίκαιός ἐστιν || όποιος επομένως τηρεί τους νόμους είναι δίκαιος.

ΔΗΜ 25.16 πᾶς ἐστι νόμος εὕρημα μὲν καὶ δῶρον θεῶν || κάθε νόμος είναι εύρημα και δώρο των θεών.

Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου.

ΛΥΣ 19.5 πάντων δεινότατόν ἐστι διαβολή || η συκοφαντία είναι το πιο φοβερό απ' όλα.

ΔΗΜ 25.15 ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον || η φύση είναι κάτι το απείθαρχο.

Στις περιπτώσεις αυτές εννοείται κανονικά ως κατηγορούμενο κάποιο ουσιαστικό: πρᾶγμα, χρῆμα, κτῆμα ή η αόριστη αντωνυμία τι, όπως φαίνεται από τις φράσεις στις οποίες το κανονικό κατηγορούμενο δεν έχει παραλειφθεί.

ΞΕΝ Ελλ 7.1.32 οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν || τα δάκρυα λοιπόν είναι κάτι το τόσο κοινό στη χαρά και στη λύπη.

ΞΕΝ Απομν 1.5.1 ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν || η εγκράτεια είναι απόκτημα για τον ολοκληρωμένο άνδρα.

§1.14. Γενική κατηγορηματική. Πολλές φορές στη θέση ενός κατηγορουμένου που εκφέρεται σε όμοια πτώση με το υποκείμενο βρίσκουμε τη γενική ενός ουσιαστικού η οποία έχει επίσης κατηγορηματική λειτουργία, π.χ. η ομοιόπτωτη εκφορά ἡ οἰκία ἐστὶ πατρική, μπορεί να αντικατασταθεί από την ετερόπτωτη ἡ οἰκία ἐστὶ τοῦ πατρός, όπως συμβαίνει και στα νέα ελληνικά. Η γενική αυτή που έχει θέση κατηγορουμένου ονομάζεται γενική κατηγορηματική και μπορεί να δηλώνει:

(α) τον κάτοχο ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας (γενική κατηγορηματική κτητική)

ΔΗΜ 15.26 (Χαλκηδών), ἣ βασιλέως μέν ἐστιν || η Χαλκηδόνα, η οποία ανήκει στον Πέρση βασιλιά.

ΛΥΣ 19.62 τῷ γ' ἔργῳ πάλαι <τῆς πόλεως> ταῦτ' ἐστί || στην πραγματικότητα αυτά από παλιά ανήκουν στην πόλη.

ΛΥΣ 33.4 φιλονικεῖν μέν ἐστιν εὖ πραττόντων || οι ανταγωνισμοί είναι γνώρισμα όσων ευημερούν.

ΔΗΜ 20.11 οὐδ' ἐστὶν ὅλως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦ ἤθους τοῦ ὑμετέρου κύριον ποιῆσαι τοιοῦτον νόμον || δεν είναι καθόλου του χαρακτήρα σας, Αθηναίοι, να επικυρώσετε έναν τέτοιο νόμο.

ΘΟΥΚ 1.69.6 αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστὶν ἁμαρτανόντων, κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων || το παράπονο ενός ανθρώπου αφορά τους φίλους του όταν σφάλλουν, η κατηγορία του όμως αφορά τους εχθρούς του που τον αδίκησαν.

(β) την καταγωγή (γενική κατηγορηματική της καταγωγής)

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.14 τοιούτων μέν ἐστε προγόνων από τέτοιους προγόνους κατάγεστε.

(γ) το σύνολο, μέρος του οποίου είναι το υποκείμενο (γενική κατηγορηματική διαιρετική)

ΘΟΥΚ 3.70.6 ἕως ἔτι βουλῆς ἐστί (Πειθίας) || όσο ήταν ακόμη ο Πειθίας μέλος της βουλής.

ΞΕΝ Ελλ 6.3.2 ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἱππονίκου, Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου … || στους εκλεγμένους πρέσβεις ανήκαν ο Καλλίας ο γιός του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής, ο γιος του Στρομβιχίδη

(δ) το υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί κάποιο αντικείμενο (γενική κατηγορηματική της ύλης)

ΗΡΟΔ 1.93.6 ἡ κρηπίς ἐστι λίθων μεγάλων || το θεμέλιο είναι κατασκευασμένο από μεγάλες πέτρες.

(ε) μια ιδιότητα του υποκειμένου (γενική κατηγορηματική της ιδιότητας)

ΔΗΜ 54.22 ὅστις δ' ἐτῶν μέν ἐστιν πλειόνων ἢ πεντήκοντα || όποιος είναι μεγαλύτερος από πενήντα χρονών.

(στ) την αξία ενός πράγματος (γενική κατηγορηματική της αξίας)

ΔΗΜ 21.88 ἀλλὰχιλίων ἡ δίκη μόνον ἦν δραχμῶν όμως το πρόστιμο ήταν μόνο χιλίων δραχμών.

§1.15. Επιρρηματικό κατηγορούμενο. Εκτός από τα συνδετικά, και άλλα ρήματα, κυρίως όσα σημαίνουν κίνηση μπορούν να δεχθούν στο υποκείμενό τους κατηγορούμενο, το οποίο είναι συνήθως επίθετο και δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση: τόπο, χρόνο, τρόπο, σειρά, σκοπό κλπ., γι' αυτό ονομάζεται επιρρηματικό κατηγορούμενο και μπορεί να μεταφράζεται με επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό.

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.6.25 ὑπαίθριοι δ' ἔξω ἐστρατοπεδεύετε || στρατοπεδεύατε έξω στο ύπαιθρο.

ΞΕΝ Ελλ 2.1.30 (Θεόπομπος) ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε (τὰ γεγονότα) || ο Θεόπομπος αφού έφτασε μετά από τρεις μέρες ανακοίνωσε όσα είχαν συμβεί.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.16 ἐγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα || εγώ, Φαλίνε, με χαρά σε είδα.

ΞΕΝ Ελλ 6.3.3 πρῶτος ἔλεξεν αὐτῶν Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος || πρώτος από τους πρέσβεις πήρε τον λόγο ο Καλλίας ο δαδούχος.

ΘΟΥΚ 1.53.4 Κερκυραίοις δὲ τοῖσδε ξυμμάχοις οὖσι βοηθοὶ ἤλθομεν || ήρθαμε για να βοηθήσουμε του Κερκυραίους αυτούς εδώ που είναι σύμμαχοί μας.

§1.16. Προληπτικό κατηγορούμενο ή του αποτελέσματος. Τα ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη, όπως αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι (υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.τ.ό. δέχονται κατηγορούμενο το οποίο αποδίδει στο υποκείμενό τους μιαν ιδιότητα την οποία δεν έχει ακόμη, αλλά θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης που δηλώνει το ρήμα.

ΘΟΥΚ 2.75.6 ᾔρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα || το ύψος του τείχους ανέβαινε και γινόταν μεγάλο (μεγάλωνε το τείχος σε ύψος).

ΔΗΜ 2.5 πάντα διεξελήλυθεν (Φίλιππος) οἷς πρότερον παρακρουόμενος μέγας ηὐξήθη || ο Φίλιππος χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, με τα οποία εξαπατώντας έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά το παρελθόν.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.2.3 τὸ Κύρου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο || η φήμη του Κύρου έφτασε στο ύψιστο σημείο της.

ΠΛ Πρωτ 327b ἀλλὰ ὅτου ἔτυχεν ὁ ὑὸς εὐφυέστατος γενόμενος εἰς αὔλησιν, οὗτος ἂν ἐλλόγιμος ηὐξήθη || αλλά όποιου ο γιος έτυχε να γεννηθεί εξαιρετικά προικισμένος για αυλητής, αυτός θα διακρινόταν και θα γινόταν φημισμένος.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18