ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Συζητήσεις για τη διαμόρφωση εθνικής γλώσσας στους κόλπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (2007) 

Μια διαφορετική προκατάληψη βρισκόταν στην πηγή της διχογνωμίας ως προς το γλωσσικό ζήτημα. Το κύριο πρόβλημα συναρθρωνόταν γύρω από την επιλογή του ενδεδειγμένου γλωσσικού οργάνου που θα συνέβαλλε στην πνευματική αναβίωση του ελληνισμού. Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα είχαν ήδη προταθεί αντικρουόμενες απαντήσεις σ' αυτό το ερώτημα, και οι συγγραφείς του έργου Γεωγραφία Νεωτερική κατέγραψαν την άποψή τους στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης ιδεολογικής συζήτησης. Κατά τη γνώμη τους, το πρόβλημα προέκυψε από την πλανημένη γλωσσική άποψη που καλλιεργούσαν μερικοί, οι οποίοι πίστευαν ότι αλλαγή στη γλώσσα σημαίνει διάβρωσή της. Η λανθασμένη αυτή αντίληψη τύφλωνε τόσο πολύ αυτούς που τη συμμερίζονταν, ώστε να αρνούνται ακόμη και να παραδεχθούν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες διέθεταν δική τους γλώσσα. Υποστηρίζοντας ότι η ομιλούμενη γλώσσα των σύγχρονων Ελλήνων έπρεπε να αποκαθαρθεί και να καλλιεργηθεί, οι αρχαϊστές πίστευαν ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση της γλώσσας από την τρέχουσα ομιλούμενη μορφή της και την προσαρμογή της στη δομή της αρχαίας ελληνικής. Απορρίπτοντας την άποψη αυτή ο Κωνσταντάς και ο Φιλιππίδης υποστήριζαν ότι οι αρχαϊστές δεν κατάφεραν να αντιληφθούν ότι μια τέτοια προκρούστεια πρακτική δεν μπορούσε παρά να παραγάγει ένα γλωσσικό «μικτό τέρας», ένα τεχνητό και αφύσικο συμπίλημα ετερόκλητων συντακτικών και λεξιλογικών στοιχείων χωρίς ενιαία γλωσσική ή διαλεκτική βάση. Έτσι, απέχοντας πολύ από το να επιτύχουν την καλλιέργεια και τη διανοητική τελειοποίηση της νεοελληνικής γλώσσας, οι προσπάθειες των αρχαϊστών να την προσαρμόσουν στο τυπικό της αρχαίας ελληνικής ισοδυναμούσαν στην πραγματικότητα με τη διαστρέβλωσή της, γιατί παραβίαζαν τη φυσική δομή και το ρυθμό της.

Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς, η άτοπη περιφρόνηση για τη σύγχρονη γλώσσα του ελληνικού λαού αποτελούσε μία από τις πηγές της διάχυτης αμάθειας και καθυστέρησης. Για τις ευρύτερες μάζες του λαού η εκπαίδευση παρέμενε απρόσιτη εξαιτίας του ακατανόητου γλωσσικού της οργάνου. Όσοι κατάφερναν να διεισδύσουν στο τέμενος της γνώσης καταπλήσσονταν από τον ερμητισμό του προγράμματος σπουδών και της γλώσσας και κατατρίβονταν σε μάταιες ασκήσεις ανάγνωσης αρχαίων κειμένων χωρίς να προσεγγίζουν ποτέ την ουσία. Μ' αυτόν τον τρόπο η ικανότητά τους να σκέπτονται σταδιακά αμβλύνονταν. Η πεισματική προσπάθεια επιβολής μιας νεκρής γλώσσας δεν συνεπαγόταν απλώς την πνευματική καθυστέρηση· στην ουσία ισοδυναμούσε με άρνηση της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης όσων ομιλούσαν τη φυσική τους γλώσσα, αλλά διδάσκονταν να ντρέπονται να την παραδεχθούν ως δική τους -αφού η γλώσσα ήταν το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, όπως είχε τόσο κατηγορηματικά υποστηρίξει ο Διαφωτισμός: «ένα έθνος εν όσω αμελεί και καταφρονεί τη φυσική του γλώσσα, αμελεί και καταφρονεί τον ανθρωπισμό του».

Αντίθετα με τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των αρχαϊστών, η εκπαίδευση των νέων θα έπρεπε ν' αρχίζει με τη μελέτη της μητρικής γλώσσας. Απαραίτητη κρινόταν επίσης η διδασκαλία της ιστορίας και της γεωγραφίας και στη συνέχεια, έχοντας αυτά τα σταθερά θεμέλια, τα παιδιά όφειλαν να καταπιαστούν με τη μελέτη των ξένων γλωσσών, των τεχνών και των επιστημών. Όσον αφορά το θέμα της καλλιέργειας και της βελτίωσης του προφορικού και κυρίως του γραπτού λόγου, ήταν προφανές, κατά τους Δημητριείς, ότι η γλώσσα αποτελούσε φυσική έκφραση, που υπάκουε στους δικούς της κανόνες· η γραμματική δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα σχήμα που αντανακλούσε πιστά τη φυσική δομή και λογική της γλώσσας. Η αντιστροφή της διαδικασίας και η προσπάθεια να προσαρμοστεί η γλώσσα στους κανόνες μιας εκ των προτέρων καθορισμένης γραμματικής και συντακτικής δομής δεν ήταν παρά διαστροφή και παραβίαση της φύσης. Ώστε δεν θα έπρεπε κανείς να αισθάνεται αμηχανία αποδεχόμενος τη ζώσα ελληνική ως το όργανο έκφρασης του έθνους. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν η μόνη που αντιμετώπιζε τέτοια πολιτισμικά προβλήματα. Η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία τα είχαν αντιμετωπίσει και τα είχαν λύσει στο παρελθόν: παντού η ομιλούμενη φυσική γλώσσα είχε θριαμβεύσει οδηγώντας τις λογοτεχνίες των λαών αυτών σε νέα ακμή. Η πληροφορία αυτή ήταν ενδεικτική της πίστης των συγγραφέων ότι η επιλογή της πιο ριζοσπαστικής λύσης στο πρόβλημα της ελληνικής γλώσσας θα δικαιωνόταν τελικά από μια ανάλογη αναγέννηση.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:55