Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Οι τύχες της αρχαίας ελληνικής 

Πέτρος Διατσέντος (2007) 

Η κοινή διάλεκτος, δηλ. η κοινή ελληνική γλώσσα του ελληνιστικού κόσμου πρέπει να αποτελεί το σημείο αφετηρίας για οποιαδήποτε ιστορία της μεσαιωνικής και νέας ελληνικής γλώσσας. Αυτή η μορφή γλώσσας έγινε από την αρχή το μέσο επικοινωνίας, σε όλα τα επίπεδα, στα καινούρια ελληνικά αστικά κέντρα που ιδρύθηκαν ανάμεσα στις ακτές του Αιγαίου της Μικράς Ασίας και στις πεδιάδες του Punjab της Ινδίας, από το Syr-Darya στα βόρεια ως το νησί Sokotra στο νότο. Στην κυρίως Ελλάδα η κοινή έγινε πολύ γρήγορα η επίσημη γλώσσα της διοίκησης και με αργότερο ρυθμό εκτόπισε τις παλιές διαλέκτους σαν γενικό μέσο επικοινωνίας. Ταυτόχρονα έγινε και το καθολικό γλωσσικό όργανο της πεζογραφίας εκτός από την περίπτωση ορισμένων εξαιρετικά συνειδητοποιημένων ομάδων που διατήρησαν την ιδιαίτερη γλωσσική τους μορφή, όπως π.χ. οι γιατροί που έγραφαν στα Ιωνικά του Ιπποκράτη και οι Πυθαγόρειοι που έγραφαν στη δωρική διάλεκτο της νότιας Ιταλίας. Η ποίηση εξακολουθούσε να γράφεται στις παραδεδομένες γλωσσικές μορφές παρόλο που και αυτές επηρεάζονταν όλο και περισσότερο από την κοινή διάλεκτο.

Η κοινή γεννήθηκε κατά ένα αιφνίδιο τρόπο, σαν απάντηση στην ξαφνική και ριζική μεταβολή του κόσμου της Εγγύς Ανατολής μέσω της οποίας τα Ελληνικά έγιναν η γλώσσα του πολιτισμού και σε μερικές περιπτώσεις η μητρική γλώσσα ανθρώπων και κοινωνιών σε μια τεράστια περιοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή ανάλογα φαινόμενα για μια τόσο γρήγορη και συνταρακτική γλωσσική επέκταση. Και η εξάπλωση της αραβικής γλώσσας μετά τις μεγάλες κατακτήσεις του Ισλάμ και η εξέλιξη της αγγλικής σε παγκόσμια γλώσσα έγιναν σε διαφορετικές συνθήκες και με αρκετά διαφορετικό ιστορικό φόντο.

[…]

Στον 4ο αιώνα π.Χ., στις περιοχές όπου τα Ελληνικά μιλιούνταν από πολύ καιρό δεν υπήρχε γλωσσική ενότητα. Κάθε πόλη χρησιμοποιούσε για τις επίσημες υποθέσεις της τη δική της διάλεκτο, που ήταν επίσης και το κανονικό γλωσσικό μέσο των καθημερινών συναλλαγών ανάμεσα στους πολίτες της. Οι διάλεκτοι γίνονταν αμοιβαία κατανοητές χωρίς δυσκολία και οι περισσότεροι Έλληνες πρέπει να ήταν συνηθισμένοι ν' ακούν και άλλα ιδιώματα, διαφορετικά από το δικό τους. Δεν υπήρχε μια λογοτεχνική γλώσσα αλλά αρκετές.

[…]

Ως τα τέλη όμως του 5ου αιώνα η αττική διάλεκτος χρησιμοποιούνταν ολοένα και πιο πολύ σαν γλώσσα του λογοτεχνικού πεζού λόγου από συγγραφείς που δεν ήταν Αθηναίοι. Είναι χαρακτηριστικό πως οι λόγοι του Γοργία του Λεοντίνου -από την ιωνική πόλη της ανατολικής Σικελίας- που τους εκφώνησε σαν πρότυπα ρητορικής τέχνης σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα, φαίνεται πως γράφτηκαν στην αττική διάλεκτο.

Η πολιτική δύναμη και το πνευματικό γόητρο της Αθήνας έγιναν αιτία να χρησιμοποιείται η αττική διάλεκτος όλο και περισσότερο σαν μια lingua franca κοινής επικοινωνίας στον ελληνικό χώρο. Αθηναίοι αξιωματούχοι επισκέπτονταν ή κατοικούσαν μόνιμα σε πάρα πολλές πόλεις γύρω από το Αιγαίο. Αθηναίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της περιοχής. Οι πολίτες από τις πόλεις που ήταν υποτελείς στην Αθήνα όφειλαν -σ' έναν ολοένα αυξανόμενο βαθμό- να υποβάλλουν τις υποθέσεις τους στην αρμοδιότητα των αθηναϊκών δικαστηρίων. Και στο κατώτερο κοινωνικό επίπεδο, πολλές χιλιάδες από άλλες πόλεις υπηρετούσαν σαν κωπηλάτες στον αθηναϊκό στόλο. Ο Πειραιάς ήταν το μεγάλο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο και εκεί, όπως και στην Αθήνα, δημιουργήθηκε μια μεγάλη κοινότητα μετοίκων απ' όλα τα μέρη του ελληνικού χώρου. Μ' αυτούς αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους εξαπλώθηκε η γνώση και η χρήση της αττικής διαλέκτου στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα. Η στρατιωτική ήττα των Αθηναίων το 404 π.Χ. δεν επηρέασε τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις επιρροής που δρούσαν υπέρ της αττικής διαλέκτου. Η διάλεκτος αυτή, ωστόσο, με την τόσο εκτεταμένη χρήση της έξω από την περιοχή της Αττικής υπέστη κάποιες τροποποιήσεις. Ορισμένοι συγγραφείς της εποχής μιλούν για το ότι στη γλώσσα τους υιοθετήθηκαν λέξεις από πολλές άλλες διαλέκτους στην κοσμοπολίτικη κοινωνία της Αθήνας και του Πειραιά στα τέλη του 5ου αιώνα.

[…]

Την ίδια περίοδο, μερικοί συγγραφείς -ακόμα και κάποιοι που ήταν γέννημα θρέμμα της Αθήνας-, που υπολόγιζαν σε ένα πανελλήνιο αναγνωστικό κοινό, απέφευγαν ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά αττικά γνωρίσματα και έδιναν στον λόγο τους μια ιωνική απόχρωση. Ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, που έγραφε για όλο τον ελληνικό κόσμο, αντικαθιστά το αττικό -ττ- με το ιωνικό (και σε κάποιο βαθμό κοινό ελληνικό) -σσ-, το -ρρ- με το -ρσ- κ.ο.κ.· αντίθετα ο συγγραφέας μιας πολεμικής πραγματείας για την Άθηναίων Πολιτεία', που η χειρόγραφη παράδοση λανθασμένα την αποδίδει στον Ξενοφώντα, χρησιμοποιεί τους αττικούς τύπους αφού γράφει ένα πολιτικό φυλλάδιο προορισμένο για τους Αθηναίους αναγνώστες. Η γλώσσα των διαλόγων της αττικής τραγωδίας γράφτηκε επίσης σε μια γλώσσα που ενώ ήταν βασικά αττική, φανέρωνε πολλά ιωνικά και ειδικότερα ομηρικά φωνολογικά, μορφολογικά, συντακτικά και λεξιλογικά γνωρίσματα. Σε αυτό το σημείο διέφερε έντονα από τους διαλόγους της κωμωδίας, που χρησιμοποιούσαν, σε σχέση με την τραγωδία, τα καθαρά Αττικά, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που παρωδούσαν την τραγωδία. Αυτοί οι δυο παράγοντες, επιδρώντας σε διαφορετικά επίπεδα, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της 'διευρυμένης αττικής' που στον 4ο αιώνα ήταν η κοινή γλώσσα μεγάλου μέρους της Ελλάδας, ενώ διέφερε σημαντικά σαν γλώσσα από την καθαρή διάλεκτο που μιλούσαν οι χωρικοί της Αττικής.

Στον τέταρτο αιώνα τα Αττικά, είτε στην καθαρή τους είτε στη 'διευρυμένη' τους μορφή έγιναν κατά κανόνα γλώσσα της πεζογραφίας. Στην αττική δεν έγραφαν μόνο Αθηναίοι, όπως ο Ξενοφών, ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης και ο Πλάτων αλλά και συγγραφείς από άλλα μέρη της Ελλάδας που η μητρική τους διάλεκτος διέφερε και από την αττική και από αυτές των ομοτέχνων τους: ο Αινείας από τη Στύμφαλο, ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα, ο Δείναρχος από την Κόρινθο, ο Θεόφραστος από την Ερεσσό της Λέσβου, ο Έφορος από την Κύμη της Μικράς Ασίας, ο Θεόπομπος από τη Χίο, ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο και άλλοι.

Έτσι, όταν στα μέσα του 4ου αιώνα ο Φίλιππος ο Β΄ της Μακεδονίας αποφάσισε να υψώσει το οπισθοδρομικό βασίλειο της φυλής του στο επίπεδο μιας μεγάλης δύναμης, βρήκε ότι τα Αττικά χρησιμοποιούνταν ευρύτατα σ' ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση και των μακεδονικών πόλεων και έτσι τα υιοθέτησε ως την επίσημη γλώσσα της μακεδονικής διπλωματίας και διοίκησης. Ο γιος του Αλέξανδρος επέκτεινε τη μακεδονική κυριαρχία ως την Αίγυπτο, το Παμίρ και τον ποταμό Jumna. Η αττική διάλεκτος, στη 'διευρυμένη' διεθνική της μορφή έγινε η επίσημη γλώσσα αλλά και η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις που ίδρυσαν στα κατακτημένα εδάφη ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του και που οι κάτοικοί τους συνήθως προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι, αυτή η τροποποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου -που ονομαζόταν από τους γραμματικούς η κοινή διάλεκτος - έγινε η μητρική γλώσσα για τις καινούριες ελληνικές κοινότητες στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, της Μεσοποταμία και τον ιρανικό κόσμο και εκτόπισε βαθμιαία τις παλιές διαλέκτους της κυρίως Ελλάδας· αλλά το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Η κοινή διάλεκτος έγινε επίσης, με ορισμένες υποδεέστερες εξαιρέσεις, η γλώσσα της πεζογραφίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν μια γλωσσική μορφή που δεν είχε πια τις ρίζες της στον προφορικό λόγο μιας συγκεκριμένης περιοχής.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:51