Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Ευρωπαϊκός γλωσσικός σχεδιασμός και γραπτή μορφή της νέας ελληνικής. 

Καραντζόλα, Ε. 1996. 

Πιστεύω ότι θα συμφωνούσαμε όλοι με τη διαπίστωση ότι στη χώρα μας δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη ένας εις βάθος προβληματισμός για τη γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε ως προς τον γενικό σχεδιασμό ούτε, πολύ λιγότερο, για τα επιμέρους θέματα που ανακύπτουν. Στην ανακοίνωσή μου θα πραγματευτώ εν συντομία ένα από αυτά, τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει η δυναμική συνύπαρξη των επίσημων εθνικών γλωσσών των κρατών της Ένωσης στη γραπτή μορφή τους· ειδικότερα για τη νέα ελληνική, θα με απασχολήσουν οι προοπτικές που διαγράφονται για την ιστορική ορθογραφία, με έμφαση στο τονικό σύστημα.

Περιεχόμενα

Προτάσεις ορθογραφικής μεταρρύθμισης: παραδείγματα από «ισχυρές» ευρωπαϊκές γλώσσες

Σε γενικές γραμμές, οι προτάσεις μεταρρύθμισης της ορθογραφίας των φυσικών γλωσσών αφορμώνται από τα προβλήματα που συναντούν οι χρήστες τους λόγω του αναπόφευκτα ιστορικού χαρακτήρα της ορθογραφίας. Είναι γνωστή η διάσταση ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο: η διαρκώς εξελισσόμενη φύση της ομιλίας αντιπαρατίθεται στη σταθερή και αμετάβλητη φύση της γραφής. Έτσι, το αίτημα που συνήθως διατυπώνεται είναι αίτημα εξορθολογισμού του γραπτού οργάνου, που συνίσταται στην απάλειψη ή διόρθωση των αδυναμιών και των αντιφάσεών του, και την κατά το δυνατόν προσαρμογή του στον προφορικό λόγο. Δεν θα συνηγορήσω εδώ υπέρ της θεωρητικής προτεραιότητας της ομιλίας έναντι της γραφής.[1] Η παιδαγωγική διάσταση που υπεισέρχεται, κατά την εκμάθηση της ορθογραφίας από τους, φυσικούς και μη, ομιλητές μιας γλώσσας, δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την επιθυμία μορφικής σύγκλισης της γραπτής γλώσσας προς την προφορική[2] - χωρίς να λησμονούμε το αίσθημα ψυχολογικής μειονεξίας που γεννά η ανορθογραφία και την αρνητική κοινωνική αξιολόγηση που συνεπιφέρει.

Τα τελευταία χρόνια το αίτημα ορθογραφικών αλλαγών, και μάλιστα προς την κατεύθυνση της απλοποίησης, μοιάζει να ενισχύεται από την ολοένα και διευρυνόμενη πλανητική επικοινωνία και από τη χρήση της πληροφορικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά ένα συγκεκριμένο, μικρότερης εμβέλειας, πεδίο δράσης των δύο αυτών παραγόντων:

  • Κατά πρώτον, από τη συστηματική χρήση υπολογιστών για την επίλυση των μεταφραστικών προβλημάτων, αλλά και από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών δικτύων πληροφοριών, προκύπτει -τουλάχιστον στα μάτια των τεχνοκρατών στις Βρυξέλλες- αδήριτη η ανάγκη περιορισμού των γραφικών συμβόλων που χρησιμοποιεί η κάθε γλώσσα: Προτείνεται λ.χ. η κατάργηση του ç στα γαλλικά[3] ή του ñ στα ισπανικά, ενώ για τα ελληνικά τα πληκτρολόγια δεν περιλαμβάνουν παρά μόνο ένα τονικό σημάδι.
  • Κατά δεύτερον, η δυναμική συνύπαρξη των επίσημων γλωσσών εργασίας ενισχύει τη θεώρηση της κάθε γλώσσας εκτός των εθνικών της ορίων. Από τη στιγμή που η πολυγλωσσία των ευρωπαίων πολιτών εκτιμάται ως ένα από τα μέσα που μπορούν να εγγυηθούν σε πολιτικό επίπεδο το καθεστώς γλωσσικής ισοτιμίας, κάθε εθνική γλώσσα συνιστά αυτομάτως δυνάμει ξένη γλώσσα για τους υπόλοιπους εταίρους. Πράγμα που σημαίνει ότι στον αριθμό των φυσικών ομιλητών μιας γλώσσας, που καλούνται να μάθουν την ορθογραφία της, προστίθεται ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός αλλοδαπών.

Η προοπτική αυτή σίγουρα δεν αφήνει αδιάφορες τις ισχυρότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην πρώτη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου για τη Γαλλική Γλώσσα τον Οκτώβριο του 1989, ο τότε πρωθυπουργός Μισέλ Ροκάρ ζήτησε, παράλληλα με τη λήψη πολιτικών μέτρων, και τη λήψη καθαρά γλωσσικών: ακριβέστερα, την πραγματοποίηση «χρήσιμων διορθώσεων» στην ορθογραφία προκειμένου να αντιστραφεί η ύφεση στη ζήτηση της γαλλικής ως ξένης γλώσσας (Arrivé 1993, 116-119).[4] Τη σημασία της ορθογραφίας για τη διάδοση μιας γλώσσας υπογράμμιζε, δύο χρόνια νωρίτερα, και ο Κλωντ Αζέζ: «Η δυσκολία εκμάθησης της γραπτής μορφής [της γαλλικής] είναι ένας από τους έμμεσους λόγους της μεγαλύτερης ακτινοβολίας της αγγλικής» (Hagège 1987, 271). Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι το εξής: Η εκκολαπτόμενη ομόσπονδη Ευρώπη πρόκειται να σημάνει την «έκπτωση» της γραπτής μορφής των γλωσσών των χωρών που τη συναποτελούν;

Στάσεις απέναντι στις ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις

Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι το ζήτημα των ορθογραφικών αλλαγών αποκτά μια νέα διάσταση. Σε γενικές γραμμές, όπου και τέθηκε θέμα ορθογραφικής μεταρρύθμισης προσέκρουσε στην παθολογική σχεδόν αγάπη πολλών φυσικών ομιλητών για τα γραπτά σύμβολα της γλώσσας τους, λόγω της οποίας η προοπτική απλοποίησης βιώνεται ως απώλεια. Υπάρχει περίπτωση αυτή η, ανορθολογική στη βάση της, τάση να υποχωρήσει, προκειμένου να διευκολυνθούν κάποιοι αλλοδαποί, ή, ακόμη χειρότερο, μπροστά στις επιταγές οικονομικών επιτελείων και τεχνοκρατών; Το αντίθετο. Για περιφερειακές γλώσσες, μάλιστα, όπως η νέα ελληνική, οι οποίες εικάζεται ότι θα υποχρεωθούν, στο όνομα της διευρωπαϊκής επικοινωνίας, να προχωρήσουν στις περισσότερες απλουστεύσεις, οποιαδήποτε ορθογραφική μεταρρύθμιση εκλαμβάνεται ως αμφισβήτηση της ίδιας της εθνικής ταυτότητας του συνόλου που την ομιλεί. Από μιαν άλλη οπτική γωνία, προδικάζεται ότι για γλώσσες όπως η ελληνική το παιχνίδι είναι εξαρχής χαμένο και πως θα επιβιώσουν αποκλειστικά ως γλώσσες πολιτισμού (και όχι ως γλώσσες επικοινωνίας - σύμφωνα με την ευρύτατα εν χρήσει αν και κάπως παραπλανητική διχοτομία). Και στη μία και στην άλλη περίπτωση προτείνεται ενίσχυση της ιστορικής διάστασης της γλώσσας και της γλωσσικής ιστορικής συνείδησης των χρηστών της. Τα μέσα; Ενίσχυση της παραδεδομένης γραπτής μορφής του γλωσσικού οργάνου, που σημαίνει: επιστροφή στο πολυτονικό, άρνηση της φωνητικής μεταγραφής ξένων κυρίων ονομάτων και σε ένα γενικότερο επίπεδο, που όμως ξεφεύγει από τα όρια που έχει θέσει η εισήγηση αυτή, ενίσχυση των λόγιων στοιχείων της γλώσσας.

Είναι η στάση αυτή προσήκουσα; Και πρέπει άραγε να αποτελέσει επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους; Προτού απαντηθεί το ερώτημα αυτό, οφείλουμε να διερευνήσουμε τουλάχιστον τρεις από τους όρους της συλλογιστικής: τη σχέση των αλλοδαπών με τη γλώσσα μας, την επίδραση των υπολογιστών σε αυτήν, και τον διαπραγματεύσιμο ή μη χαρακτήρα των εκάστοτε ορθογραφικών αλλαγών.

Σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη αντίληψη, η προσέγγιση της νέας ελληνικής είναι δευτερογενής και προϋποθέτει (αν δεν απορρέει ευθέως από) την προγενέστερη εξοικείωση με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Πιστεύω ότι η αντίληψη αυτή είναι εν πολλοίς λανθασμένη. Για παράδειγμα, στο Παρίσι, το σύνολο των σπουδαστών του πρώτου κύκλου (γύρω στους 500 φοιτητές στα τρία έτη) στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών,[5] καθώς και τα 2.000 άτομα που παρακολουθούν ετησίως μαθήματα γλώσσας σε ιδιωτικά φροντιστήρια, πλησιάζουν τη νέα ελληνική ως ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα. Οι προοπτικές επίσκεψης ή εγκατάστασης στη χώρα μας, καθώς και η ενίσχυση των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών, έχουν επιπτώσεις και στο γλωσσικό επίπεδο: καθιστούν τη νέα ελληνική, όπως ακριβώς και τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, langue vulgaire, γλώσσα δηλαδή αυτοτελή που μπορεί να διδαχτεί ανεξαρτήτως της ιστορίας της.

Νέες τεχνολογίες και ορθογραφία

Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να διερευνηθεί είναι η επίδραση των υπολογιστών στη γραπτή μορφή των γλωσσών. Την ίδια στιγμή που δείχνουν να απειλούν την ορθογραφική τάξη, οι υπολογιστές μπορούν, σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή εκτίμηση, να βοηθήσουν αποτελεσματικά στην εκμάθησή της. Ήδη σε αρκετά σχολεία της Ευρώπης αξιοποιείται όχι μόνο το γεγονός ότι δεν δέχονται παρά τη σωστή ορθογραφία, αλλά και το ότι καθιστούν πιο ευχάριστη για τα παιδιά τη διατύπωση γραμματικών κανόνων. Εξάλλου, η διατυμπανιζόμενη παντοδυναμία τους είναι εντέλει σχετική. Οι πιθανότητες επικράτησης των ορθογραφικών απλοποιήσεων που εισηγούνται οι τεχνικοί είναι αντιστρόφως ανάλογες της λειτουργικής σημασίας τών προς απλοποίηση στοιχείων στη δομή της γλώσσας. Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα την τεράστια δύναμη της πληροφορικής, όπως παλιότερα της τυπογραφίας, ως προς την ενοποίηση και σταθερότητα του γραπτού οργάνου, κατανοούμε τη σπουδαιότητα της τρίτης κατά σειρά παραμέτρου που προανήγγειλα: τον διαπραγματεύσιμο ή μη χαρακτήρα των εκάστοτε ορθογραφικών αλλαγών - από επιστημονική καθαρά άποψη καταρχάς, συνυπολογίζοντας ιδεολογικές, ψυχολογικές και ιστορικές παραμέτρους εν συνεχεία.

Ιστορική ορθογραφία και ορθογραφικές αλλαγές

Εκ προοιμίου, τα περιθώρια ορθογραφικών αλλαγών σε γλώσσες όπως η ελληνική, η γαλλική ή η αγγλική είναι περιορισμένα. Αν και θεωρητικά δεν υπάρχουν λόγοι που να απαγορεύουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση γραφής και ομιλίας,[6] η μακραίωνη ιστορία των γλωσσών και η ύπαρξη ενός σημαντικού σώματος γραμματείας δρουν αναχαιτιστικά σε μια τέτοια τάση. Έτσι, δεν εκπλήσσει που οι προτάσεις εισαγωγής λατινικού αλφαβήτου για τη νεοελληνική ή αυστηρώς φωνητικής ορθογραφίας δεν υιοθετήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν σχετικά σύντομα ακόμη και από τους πιο ακραιφνείς δημοτικιστές.[7]

Μένει -το τεράστιο θέμα- να προσδιοριστεί το ποιες θα είναι αυτές. Επειδή οφείλω να είμαι σύντομη, θα περιοριστώ στο πρόβλημα του τονικού συστήματος της γλώσσας μας, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο δεν αποτελεί όπως συχνά έχει ειπωθεί «ψευδοπρόβλημα» και «επιστροφή σε διεκδικήσεις και γενιές ανθρώπων που έχουν πεθάνει» (Κωνσταντέλλης 1982, 57), αλλά βρίσκεται δικαιωματικά στο κέντρο της συζήτησης περί ορθογραφικών απλουστεύσεων.

Η περίπτωση της Ελλάδας: Αλλαγές στο τονικό σύστημα

Η καθιέρωση του μονοτονικού τον Δεκέμβριο του 1981 -ως προέκταση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του '76- έγινε αποδεκτή χωρίς πολλές διαμαρτυρίες. Είναι κοινό μυστικό ωστόσο ότι το μονοτονικό δεν συναντά την καθολική αποδοχή του πνευματικού κόσμου, κι αυτό πέραν της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ δημοτικιστών / καθαρολόγων και ανεξαρτήτως ιδεολογικο-πολιτικών τοποθετήσεων (Κωνσταντέλλης 1982, 55-57).[8] Η καχυποψία απέναντι στην τονική μεταρρύθμιση οφείλεται στη θεώρηση του μονοτονικού «ως κερκόπορτας για την άλωση της νεοελληνικής γλώσσας» (Χάρης 1982, 64), δηλαδή ως μεταβατικού σταδίου που θα οδηγήσει στην πλήρη κατάργηση των τόνων και στην παραδοχή ενός καθαρά φωνητικού συστήματος.

Στοιχειοθετείται άραγε ο γραμμικός χαρακτήρας της πρόβλεψης αυτής; Είναι ποιοτικά ίδια η μετάβαση από το ιστορικό πολυτονικό στο μονοτονικό με αυτήν από το μονοτονικό στο ατονικό; Ασφαλώς όχι! Με τη θέση του τόνου διακρίνονται χιλιάδες λέξεις στα νέα ελληνικά· ο αριθμός γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συνυπολογιστούν τα ζεύγη λέξεων στα οποία η διακριτική λειτουργία του τόνου στηρίζεται όχι πια στη θέση του αλλά στην παρουσία ή απουσία του. Η γραπτή επικοινωνία στα νέα ελληνικά -ακριβέστερα, η διεύρυνση της γνώσης της ελληνικής γλώσσας μέσω του γραπτού λόγου- θα δυσχεραινόταν σημαντικά αν επρόκειτο να περάσουμε σε ατονικό σύστημα, σε σύστημα δηλαδή χωρίς κανένα τονικό σημάδι.[9]

Οι μη φίλα διακείμενοι απέναντι στο μονοτονικό σύστημα αμφισβητούν τη σημασία της αλλαγής αυτής για τη σχολική πράξη και την εθνική οικονομία· εξαίρουν αντίθετα το ρόλο της ποιητικής, επικαλούνται την αισθητική λειτουργία της οπτικής εικόνας του γράμματος, και κυρίως υπογραμμίζουν την ανάγκη φυσικής και αβίαστης σχέσης με το σύνολο της ελληνικής γραμματείας αρχαίας και βυζαντινής, σχέση που θεωρούν ότι δυσχεραίνεται ή και καθίσταται αδύνατη λόγω του μονοτονικού (Ελεφάντης 1979· Κωνσταντέλλης 1982). Από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στα δεκατρία χρόνια που διανύσαμε από την επίσημη καθιέρωση του μονοτονικού πολλοί πνευματικοί φορείς, κυρίως εκδοτικοί οίκοι που εξ ορισμού υπηρετούν τη διάδοση των γραμμάτων, έχουν επιλέξει να χρησιμοποιούν συστηματικά το πολυτονικό - αν και τις περισσότερες φορές στην απλοποιημένη του μορφή. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα για λίγο να σταθώ.

Το απλοποιημένο πολυτονικό που προτείνει η Νεοελληνική Γραμματική του 1941 εγγράφεται στη συνειδητή προσπάθεια των δημοτικιστών της 2ης γενιάς να διατηρήσουν την ιστορική ορθογραφία της ελληνικής, διευκολύνοντας όμως και τη σχολική πράξη κατά την εκμάθησή της. Η επιδίωξη αυτή επιτυγχάνεται με τον δραστικό περιορισμό των κανόνων τονισμού σε σχέση με το ιστορικό πολυτονικό (κυρίως απάλειψη της βαρείας και της φύσης των δίχρονων φωνηέντων στο εσωτερικό της λέξης και στις καταλήξεις). Είναι προφανές ότι και μόνο η ύπαρξη απλουστευμένου πολυτονικού καταδεικνύει και τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα απλοποιήσεων της ιστορικής ορθογραφίας. Επιπλεόν υπαγορεύεται ακριβώς από τους λόγους εκείνους που, στην περίπτωση του μονοτονικού, υποβαθμίζονται: λόγους δηλαδή παιδαγωγικούς και οικονομίας. Διαφυλάσσει τουλάχιστον το σύστημα αυτό την ιστορικά παραδεδομένη εικόνα των λέξεων; Πολύ φοβάμαι ότι δεν το καταφέρνει: γλῶσσα ή γλώσσα; ἐπαρκῆ ή ἐπαρκή; Ὀλλανδία ή Ὁλλανδία; Η σύγχυση δυστυχώς είναι τεράστια και οι συνέπειες γίνονται αισθητές σε δύο επίπεδα: ψυχολογικό ξάφνιασμα κατά την ανάγνωση, διαρκής αβεβαιότητα κατά τη γραφή.

Η ύπαρξη του ενδιάμεσου αυτού του υβριδικού τονικού συστήματος ανάμεσα στο ιστορικό πολυτονικό και το μονοτονικό όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τους στόχους για τους οποίους επινοήθηκε και χρησιμοποιείται, αλλά περιπλέκει ακόμη περισσότερο την ούτως ή άλλως περίπλοκη εικόνα της ορθογραφίας μας. Το ισχύον μονοτονικό σύστημα, αν και δεν είναι το πιο δόκιμο από επιστημονική άποψη, έχει καλύψει -εμβαλωματικά, ενδεχομένως- πολλές από τις εγγενείς του αδυναμίες[10] και μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στις παλιές και στις νέες απαιτήσεις εντός και εκτός της χώρας, χωρίς να αλλοιώνει στο παραμικρό τη δομή της νέας ελληνικής. Όσο για το ιστορικό πολυτονικό, δεδομένου ότι αποτελεί απαραίτητο συστατικό μέρος της ανάγνωσης παλαιότερων κειμένων παρά της συγγραφής νέων, έχει συμπληρωματικό ρόλο.

Ορθογραφική πολιτική: ποιος είναι αρμόδιος για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της;

Ένα τελευταίο θέμα που πρέπει να μας προβληματίσει σε ό,τι αφορά την ορθογραφική πολιτική είναι ποιος είναι ο αρμόδιος για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της. Η τυπογραφία μεταβίβασε την ευθύνη από τον αντιγραφέα και τους συναδέλφους του στο scriptorium, στον συγγραφέα του κειμένου και στον τυπογράφο. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες το έργο αυτό ανατέθηκε στη συνέχεια σε ειδικούς θεσμούς (Académie Française, Real Academia Española). Μπορεί στις μέρες μας να αποφαίνεται εν λευκώ για τη γραπτή μορφή της γλώσσας ένα σώμα ειδικών; Νομίζω όχι. Η γραφή μπορεί να έχασε τον μαγικό χαρακτήρα που της αποδιδόταν αρχικά, δεν έπαψε όμως να εμπνέει δέος και σεβασμό. Ειδικά στις σύγχρονες κοινωνίες, με τον υποχρεωτικό αλφαβητισμό, η σημασία της γραπτής λέξης στην ψυχολογία του λόγου είναι σπουδαιότατη.

Ο Ν. Κονεμένος, που ακόμη και σήμερα εκπλήσσει με τις προωθημένες για την εποχή θέσεις του περί τα γλωσσικά, στα τέλη του περασμένου αιώνα έγραφε: «Δεν φτάνει ο κόπος για να δυνηθεί τινάς να δείξει στους ανθρώπους μιαν αλήθεια και να τους καταπείσει, αλλά ως κι όταν το κατορθώσει τούτο με πολλές δυσκολίες, μένει μια ύστερη δυσκολία, η μεγαλύτερη απ' όλες, η συνήθεια, το καθεστώς. Τη συνήθεια δεν είναι εύκολο τινας να την υποτάξει· αυτή αντιστέκεται στο λογικό» (1993, 63). Την αλήθεια της απόφανσης αυτής καταδεικνύει και η αποτυχία της ορθογραφικής μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε στη Γαλλία το 1900-1991. Παρ' όλο που ήταν περιορισμένης εμβέλειας (αφορούσε όχι περισσότερες από 2.000 λέξεις σε σύνολο 50.000) και είχε εξασφαλίσει την αποδοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας και την αμέριστη υποστήριξη του πρωθυπουργού, δεν κατάφερε να επιβληθεί, μπρος στην έντονη συναισθηματική αντίδραση μερίδας του Τύπου, των λογοτεχνών, και του τότε προέδρου Φρανσουά Μιττερράν, που ένιωσαν -μέσω του γνωστού μηχανισμού μετωνυνίας- ότι αυτό που απειλείται είναι η ίδια η γλώσσα.

Τι μένει τότε να κάνουν οι επιστήμονες; Φαντάζομαι να συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους. Εν προκειμένω και στα καθ' ημάς, επείγει η ίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου, ή η συγκρότηση ομάδας, με αντικείμενο τη μελέτη της ιστορίας της ορθογραφίας τής ελληνικής, την αποτίμηση των ορθογραφικών συστημάτων που έχουν κατά καιρούς εφαρμοστεί την παρακολούθηση των εν ισχύι συστημάτων, την αξιολόγηση και ιεράρχηση των προτεινόμενων ορθογραφικών αλλαγών, εντός και εκτός της Ελλάδας. Έτσι ώστε τελικά να μη μιλάμε διαισθητικά για τα ορθογραφικά προβλήματα. Κι έτσι ώστε, εάν συντρέξουν οι εκπαιδευτικοί, οικονομικοί, ιδεολογικοί και πολιτικοί όροι για μια οποιαδήποτε ορθογραφική μεταρρύθμιση, να έχουμε τουλάχιστον εξασφαλίσει ότι θα ξέρουμε ποια είναι η επιστημονικά πιο ενδεδειγμένη.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. ARRIVÉ, M. 1993. Réformerl'orthographe? Παρίσι: Presses Universitaires de France.
  2. CATACH, N. 1991. L'Orthographe en débat. Παρίσι: Nathan.
  3. ―――, επιμ. 1990. Pour une théorie de la langue écrite. Παρίσι: Editions du CNRS.
  4. ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ, Α. 1979. Οι τόνοι και τα πνεύματα του κακού. Ο Πολίτης 25:13-16.
  5. ―――, 1982. Η μονοτονική «επανάσταση». Ο Πολίτης 47-48:59-62.
  6. FAYOL, M. & J. P. JAFFRÉ, επιμ. 1992. L'Orthographe : perspectives linguistiques et psycholinguistiques. Langue française 108 (Σεπτέμβριος).
  7. HAGEGE, C. 1987. Le Français et les siècles. Παρίσι: Odile Jacob.
  8. HALLIDAY, M. A. K. 1989. Spoken and Written Language. 2η έκδ. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  9. ΚΟΝΕΜΕΝΟΣ, Ν. 1993. Το ζήτημα της γλώσσας. Επιλογή - εισαγωγή - σχόλια: Ρ. Παπατσαρουχά-Μίσσιου. Αθήνα: Φιλόμυθος.
  10. ΚΡΙΑΡΑΣ, Ε. 1987. Λόγιοι και δημοτικισμός. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  11. ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΗΣ, Γ. 1982. Για το μονοτονικό. Ο Πολίτης 50-51:55-59.
  12. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, Ε. 1984. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  13. ΣΩΣΣΥΡ, Φ. ΝΤΕ. 1979. Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μετάφραση - σχόλια - εισαγωγικό σημείωμα: Φ. Αποστολόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
  14. ΧΑΡΗΣ, Γ. 1982. Μονότονα ή μονοτονικά. Ο Πολίτης 50-51:60-64.

1 Η άποψη αυτή, γνωστή ως «φωνοκεντρισμός», έχει διατυπωθεί με τον εναργέστερο τρόπο από τον Σωσσύρ (1979, 55-63) και έχει αντικρουστεί από τον Ντερριντά, ο οποίος έχει υποστηρίξει την απόλυτη αυτονομία της γραφής ως συστήματος σημείων (για την αντίκρουση των θέσεων του Ντερριντά βλ. Auroux 1994, 155-161). Τα τελευταία χρόνια, ενισχύεται η θέση ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές, υπάρχει μια βαθύτερη εγγενής ενότητα μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου. Βλ. ενδεικτικά Halliday 1989 (κυρίως το 7ο κεφάλαιο) καθώς και τις ανακοινώσεις στην επιστημονική συνάντηση «Για τη θεωρία του γραπτού λόγου», που οργάνωσε το CNRS στις 23-24 Οκτωβρίου 1986 (Catach 1990).

2 Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το αίτημα μεταρρύθμισης της ορθογραφίας διατυπώνεται -ή εν πάση περιπτώσει υποστηρίζεται ένθερμα- από τους εκπαιδευτικούς φορείς. Στη δεκαετία του '20, οι δημοδιδάσκαλοι του Πειραιά είχαν ταχθεί με ψήφισμά τους υπέρ του μονοτονικού (Κριαράς 1987, 108-109), ενώ το 1979 οι συνδικαλιστικές ενώσεις των εκπαιδευτικών πρωτοστάτησαν στην απλοποίηση του τονικού συστήματος. Αλλά και η απόπειρα ορθογραφικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία το 1990-91 ανακινήθηκε από τους καθηγητές στα κολλέγια. Στο θεματικό τεύχος της Languefrançaise «Ορθογραφία: γλωσσολογικές και ψυχογλωσσολογικές προοπτικές» (Σεπτέμβριος 1992) θίγονται πολλά προβλήματα σχετικά με την παιδαγωγική διάσταση της ορθογραφίας.

3 Εκτός από την αντικατάσταση του ç με ce, πολλοί ειδικοί της υπολογιστικής γλωσσολογίας στη Γαλλία -μεταξύ των οποίων ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VII Μωρίς Γκρος- εισηγούνται ακόμη την κατάργηση του ù, του à, του ë, και του ê. Μια συνοπτική παρουσίαση των σχετικών επιχειρημάτων περιλαμβάνεται στο 7ο κεφάλαιο του βιβλίου του Κ. Αζέζ, LeFrançaisetlessi ècles (Hagège 1987, 272-273 -ευχαριστώ τον Βαγγέλη Μπιτσώρη που μου επισήμανε το κείμενο αυτό).

4 Για το χρονικό της τελευταίας απόπειρας ορθογραφικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία και το ακριβές περιεχόμενό της, βλ. επίσης Catach 1991. Με την πολιτική διάσταση του θέματος ασχολούνται διεξοδικότερα ο Encrevé 1995 και ο R. Martin (Catach 1990, 57-63).

5 Τα στοιχεία τα αντλώ από προσωπικές συζητήσεις με τους καθηγητές στο INALCO Ανρί Τονέ και Χρήστο Παπάζογλου.

6 Βλ. Πετρούνιας 1984, κυρίως το κεφ. 2 «Προφορά και ορθογραφία».

7 Το αίτημα για μεταγραφή της νέας ελληνικής σε λατινικούς χαρακτήρες κέρδισε έδαφος στα τέλη της δεκαετίας του '30. Αντιπροσωπευτικά κείμενα των Μ. Φιλήντα, Δ. Γληνού, Κ. Καρθαίου κ.ά. βρίσκονται συγκεντρωμένα στη Φωνητική Γραφή. Την ίδια εποχή (1928) ο Κεμάλ Ατατούρκ επέβαλε να γράφεται η τουρκική με λατινικούς χαρακτήρες και όχι με αραβικούς. Είχε προηγηθεί, στα 1877 η ρουμανική γλώσσα, η οποία εγκατέλειψε το κυριλλικό αλφάβητο και υιοθέτησε το λατινικό. Οι ριζικές αυτές αλλαγές μετέβαλαν την οπτική πραγμάτωση των γλωσσών αυτών, η οποία ασφαλώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γλώσσας· δεν είχαν ωστόσο την παραμικρή επίπτωση στη ραχοκοκκαλιά τους: τη φωνητική, το λεξιλόγιο ή τις μορφοσυντακτικές δομές τους. Ας σημειώσουμε ότι η αλλαγή αλφαβήτου στις γλώσσες αυτές δεν έλυσε απλώς προβλήματα καλύτερης αντιστοίχισης προφοράς και γραφής (η ρουμανική είναι λατινογενής γλώσσα, ενώ η τουρκική δεν έχει καμία σχέση με την αραβική γλώσσα)· βοήθησε επίσης να σπάσουν την απομόνωση στην οποία τους οδηγούσε η γραπτή μορφή της εθνικής τους γλώσσας και να τονίσουν τον ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό.

8 Ενδεικτική είναι, λ.χ. η στάση του Άγγελου Ελεφάντη (1979, 1982).

9 Επισκοπώντας τα ποικίλα συστήματα δήλωσης του τόνου στα νέα ελληνικά, ο Ευάγγελος Πετρούνιας (1984, 566-583) δείχνει, πιστεύω πειστικά, γιατί για τη γλώσσα μας δεν ενδείκνυται ούτε η υιοθέτηση ενός τονικού συστήματος παρόμοιου με το ιταλικό ή το ισπανικό, όπου για λόγους οικονομίας σημειώνεται τονικό σημάδι στις λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα (ή την προπαραλήγουσα), αλλά όχι στην παραλήγουσα.

10 Αναφέρομαι κυρίως στη σύγχυση που προκαλείται με τους αδύνατους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών, στην αδυναμία δηλαδή να διακρίνουμε αν πρόκειται για κτητική αντωνυμία ή για έμμεσο αντικείμενο (π.χ. η μητέρα της είπε). Το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη προέβλεπε τη χρήση ενωτικού (η μητέρα-της είπε) στην πρώτη περίπτωση, όμως ο κανόνας αυτός δεν υιοθετήθηκε τελικά από την επιτροπή του 1982. Συστήνεται σήμερα να τονίζονται τα προκλιτικά, πράγμα βεβαίως που οδηγεί σε συνεχείς παραβιάσεις της βασικής αρχής του ισχύοντος συστήματος (μη τονισμός των μονοσύλλαβων λέξεων).

Τελευταία Ενημέρωση: 19 Οκτ 2007, 11:21