ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Η μετάφραση ως μέσο υποστήριξης των ασθενών γλωσσών 

Σελλά, Ε. 

Η ελληνική, ως λιγότερο διαδεδομένη γλώσσα, συγκαταλέγεται μεταξύ των «ασθενών» γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσδιορισμός αυτός δεν αναφέρεται, φυσικά, στην ελληνική γλώσσα ως γλωσσικό σύστημα, αλλά στην ελληνική ως γλώσσα-μέλος μιας πολυκέφαλης αλλά μονοπολιτισμικής, παρά τις αντίθετες δηλώσεις, οικονομικής πρωτίστως ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης [βλ. επίσης: 'Ολγα Προφίλη Γλώσσα/γλώσσες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (ισχυρές και ασθενείς γλώσσες)]. Με βάση αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να εξετάσουμε με νηφαλιότητα αφενός τη θέση της ελληνικής γλώσσας έναντι των λοιπών γλωσσών, και, κυρίως, έναντι των «ηγεμονευουσών», και αφετέρου το ρόλο της μετάφρασης ως διεξόδου στο πρόβλημα της μονοδιάστατης ευρωπαϊκής πολιτιστικής εξέλιξης.

Στο πλαίσιο της Ε.Ε., επικρατούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αλλά αλληλοτροφοδοτούμενες τάσεις, οι ίδιες που επικρατούν σε οποιαδήποτε πολύγλωσση κοινότητα: πρώτον, ένα είδος πολιτισμικής «παγκοσμιοποίησης», που σε θέματα γλώσσας εκδηλώνεται μέσω της προσπάθειας επιβολής ενός μικρού αριθμού «μεγάλων/ισχυρών» γλωσσών, και δεύτερον, η επιθυμία, η οποία ούτως ή άλλως υπάρχει αλλά και τροφοδοτείται από την τάση της παγκοσμιοποίησης, να διατηρήσει και να υπερασπιστεί κανείς τον δικό του πολιτισμό και τη δική του γλώσσα (Edwards 1995, 53). Οι τάσεις αυτές συμπίπτουν απολύτως με τις δύο αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες, σύμφωνα με τον Saussure (1979, 53), διευθύνουν την εξάπλωση των γλωσσικών γεγονότων: τη «δύναμη της δι-επαφής» [intercourse], η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, αρχή ενοποιητική που ως τέτοια αντιμάχεται το «πνεύμα της απομόνωσης» [l'esprit de clocher], σύμφωνα με το οποίο μια γλωσσική κοινότητα μένει προσκολλημένη στις παραδόσεις που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της, στις οποίες, άλλωστε, οφείλει τη δύναμή της και την εμμονή της. Σημειωτέον ότι εάν οι εν λόγω συνήθειες λειτουργούσαν αυτόνομα και ανεμπόδιστα (χωρίς, δηλαδή, την παρέμβαση της δύναμης της δι-επαφής), θα οδηγούσαν, σε ό,τι αφορά τη γλώσσα τουλάχιστον, σε άπειρες γλωσσικές ιδιοτυπίες. Θα διαπιστώσουμε ότι η μετάφραση εργάζεται ως αποτρεπτική δύναμη της τάσης αυτής, με τρόπο ώστε να επαναφέρει σε συγκλίνοντες άξονες τις διάφορες γλώσσες -και πολιτισμούς- του κόσμου. Μόνον έτσι, άλλωστε, καθίσταται δυνατή η ίδια η μεταφραστική διαδικασία.

Στην ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση, παγκοσμιοποίησης από τη μία πλευρά και εξατομίκευσης από την άλλη, διακρίνει κανείς δύο μεθόδους γεφύρωσης των πολιτιστικών και γλωσσικών φραγμάτων: η πρώτη αφορά τη χρήση ενός είδους lingua franca, πράγμα που εκλαμβάνεται είτε ως ενυπάρχον γεγονός της δεδομένης πολυγλωσσίας, είτε ως προσπάθεια επέκτασής της· η δε δεύτερη αναφέρεται στη μετάφραση. Στις περιπτώσεις αυτές η μετάφραση παρουσιάζεται ως το πέρασμα που θα ενώσει γλώσσες, ήθη και πολιτισμούς. Μπορεί να χαρακτηρίστηκε «βλάσφημη», «ανακριβής», «άπιστη», αλλά ποτέ «άχρηστη». Τη μετάφραση τη χρειαζόμαστε αν επιθυμούμε να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό μιας πολύγλωσσης κατάστασης, είναι το μέσον που θα μας βοηθήσει να βγούμε από τον περίγυρό μας χωρίς, ταυτόχρονα, να τον απαρνηθούμε. Σύμφωνα με τον Petrus Danielus Huetius (1638, βλ. Lefevere 1992, 1), μια μετάφραση είναι ένα κείμενο συνταγμένο σε μια γνωστή γλώσσα το οποίο αντιπροσωπεύει ένα κείμενο συνταγμένο σε μια γλώσσα λιγότερο γνωστή. Ο ορισμός αυτός, ήδη από τις απαρχές του σύγχρονου κόσμου, θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της ευρείας ή περιορισμένης διάδοσης μιας γλώσσας, και των επιπτώσεων αυτής. Ποιος μεταφράζει, τί και με ποιο σκοπό;

Υπό το φως των δεδομένων αυτών η μετάφραση αποτελεί πολιτιστικό όπλο με επιπτώσεις εντός και εκτός οικείων συνόρων: από τη μία πλευρά, η μετάφραση καθορίζει στην ουσία τις ποικίλες κατασκευές εθνικών ταυτοτήτων για τους ξένους πολιτισμούς, και επομένως μπορεί, πιθανόν, να παίζει σημαίνοντα ρόλο σε θέματα εθνικών διακρίσεων, γεωπολιτικών συγκρούσεων, αποικιοκρατικών καταστάσεων, πολέμων· από την άλλη πλευρά, η μετάφραση χρησιμοποιεί το ξένο κείμενο για να διατηρήσει ή να αναθεωρήσει τους λογοτεχνικούς ή γενικότερα γλωσσικούς κανόνες του πολιτισμού της γλώσσας-στόχου. Ακόμη, μέσω της μετάφρασης το ξένο κείμενο κινεί τη διαδικασία για τη διατήρηση ή την αναθεώρηση μεθόδων, παραδειγμάτων, πρακτικών στις επιστήμες της γλώσσας-στόχου, είτε πρόκειται για αρχιτεκτονική ή φυσική, είτε για φιλοσοφία, κοινωνιολογία ή νομικά. Υπό την έννοια αυτή η μετάφραση αποτελεί πεδίο γλωσσικών, πολιτισμικών, οικονομικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και προσδιορισμών, και θα μπορούσαμε, ως εκ τούτου, να τη θεωρήσουμε ως μια κατεξοχήν πολιτισμική πολιτική πρακτική. Μια πρακτική που κατασκευάζει ιδεολογικά φορτισμένες ταυτότητες για ξένους πολιτισμούς ή που ασκεί κριτική σ' αυτές, που επιβεβαιώνει ή αναιρεί αξίες και θεσμούς του πολιτισμού της γλώσσας-στόχου (βλ. και Venuti 1995, 19).

Η μετάφραση, ως εμπειρία και πρακτική, μεταφέρει μία sui generis /πρωτότυπη γνώση, τόσο ως προς τα γλωσσικά συστήματα όσο και ως προς τους πολιτισμούς. Αυτή την πρωτότυπη γνώση θα πρέπει να την συγκρίνει κανείς με την ήδη υπάρχουσα και με τις νοοτροπίες τις σχετικές με τους ποικίλους τομείς δραστηριοτήτων της γλώσσας-στόχου. Υπ' αυτή την έννοια η μετάφραση λογίζεται ως αντικείμενο γνώσης, ως απαρχή ιδεών και πηγή πληροφοριών.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό των σχέσεων μετάφρασης και κουλτούρας/πολιτισμού, κατά τον Berman (1984, 16), κάθε κουλτούρα αντιστέκεται στη μετάφραση, παρόλο που την έχει ανάγκη. Το καθαρά μεταφραστικό πρόβλημα που ανακύπτει αφορά τον τρόπο μεταφοράς των πολιτιστικών στοιχείων (γλώσσας, ιστορίας, ηθών, νοοτροπιών) τού προς μετάφραση κειμένου: δεδομένου ότι μέλημα της μετάφρασης είναι η επαναφορά ενός πολιτισμού στο ίδιο, το γνωστό, το οικείο, ελλοχεύει ο κίνδυνος της πoλιτoγράφησης, της ιδιοποίησης του ξένου κειμένου, με αποτέλεσμα την οικειοποίηση των ξένων πολιτισμών και την ισοπέδωση των διαφορών. Ο μεταφραστής, υπό το κράτος της αντιλήψεως αυτής, παράγει «κακές μεταφράσεις», δηλαδή μεταφράσεις οι οποίες με την πρόφαση του μεταδόσιμου επιχειρούν μια συστηματική άρνηση του αλλότριου χαρακτήρα του ξένου έργου.

Στενά συνδεδεμένο με την πολιτιστική διάσταση της μεταφραστικής πρακτικής είναι το περίφημο αξίωμα «traduttore-traditore», η βαθιά, δηλαδή, ριζωμένη αντίληψη του ότι η μετάφραση ισοδυναμεί με προδοσία (κατά λέξη: «ο μεταφραστής-προδότης»). Η ανωτέρω αντίληψη δεν απορρέει από την κρίση του μεταφραστικού αποτελέσματος, αλλά από τη διασύνδεση της γλώσσας ενός ομιλητή ή μιας ομάδας με τα εθνικά του/της χαρακτηριστικά αφενός, και από την πεποίθηση (την αληθή σε μεγάλο βαθμό) ότι κάθε γλώσσα ερμηνεύει και αναπαριστά τον κόσμο με ίδιο τρόπο, διαφορετικό από τις άλλες, αφετέρου· ως εκ τούτου, η εθνική συνείδηση, οι παραδόσεις, οι δοξασίες και οι αξίες θεωρούνται αρρήκτως συνδεδεμένα με τα γλωσσικά στοιχεία. Όπως γράφει ο Wittgenstein (1972, 32), «επειδή η δομή της γλώσσας αποκαλύπτεται δια της λογικής, έπεται ότι η λογική αποκαλύπτει και τη δομή του κόσμου. Η πορεία είναι εκ της λογικής της γλώσσας προς τη δομή του κόσμου» (βλ. Nida & Taber 1969, 5 καθώς και Edwards 1995, 47). Βάσει του συλλογισμού αυτού η γλώσσα λειτουργεί τόσο αποκαλυπτικώς, για τους γνωρίζοντες το συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα, όσο και συγκαλυπτικώς, αποκρυπτικώς δηλαδή, για τους αγνοούντες αυτό. Εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της προδοσίας της μετάφρασης θα ήταν η σταδιακή μείωση των γλωσσών και η προτιμησιακή χρήση μερικών «υπερ-γλωσσών», λύση όμως που, και από φιλοσοφική και από εθνικιστική άποψη απορρίπτεται. Είναι γεγονός ότι κατά καιρούς διαπιστώνεται η χρησιμότητα και η καλαισθησία της α ή της β γλώσσας, ενδιαφέρον δε έχει το ότι η γλώσσες αυτές συνήθως αντιστοιχούν στις μητρικές γλώσσες των μελετητών, οι οποίες, παραλλήλως, περιλαμβάνονται μεταξύ των «μεγάλων» γλωσσών. Παρά τις δυσκολίες τις οποίες συναντά η μεταφραστική πρακτική, η μετάφραση παραμένει γεγονός, και μάλιστα χαρακτηριστικό, μιας πολυγλωσσικής κατάστασης. Το να απορρίπτει δε κανείς το κύρος της μετάφρασης με το επιχείρημα ότι δεν είναι ποτέ δυνατή ή τέλεια, είναι μάλλον απλοϊκότητα, δεδομένου ότι κανένα από τα δημιουργήματα του ανθρώπου δεν είναι τέλειο (Steiner 1978, 236).

Ο ρόλος της μετάφρασης στη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας συνιστά θέμα το οποίο εξετάζεται από τη μία μόνον πλευρά του συνήθως, από την πλευρά της γλώσσας υποδοχής (βλ. επίσης, Berman 1984, 286). Η μετάφραση όμως, ως αποτέλεσμα, εμπεριέχει όχι μόνο την πολιτιστική πραγματικότητα 1 (της γλώσσας-πηγής), αλλά και την πολιτιστική πραγματικότητα 2 (της γλώσσας-στόχου)· ως εκ τούτου, ως δράση επιδρά στους αποδέκτες και ως επανάδραση στους πομπούς. Εν ολίγοις, τίθεται το ερώτημα, όχι απλώς (α) του ποιά γνώμη σχηματίζουν οι άλλοι που μας γνωρίζουν μέσα από τις μεταφράσεις, αλλά και (β) του ποια αντίληψη σχηματίζουμε εμείς για τον εαυτό μας μέσα από το βλέμμα των άλλων.

Εάν, όπως πιστεύει ο Schleirmacher (Venuti 1995, 100), η ξενότροπη μετάφραση [foreignizing] (βλ. Μπατσαλιά & Σελλά-Μάζη 1994, 21) μπορεί να αποβεί χρήσιμη στη διαμόρφωση εθνικού πολιτισμού/κουλτούρας σφυρηλατώντας για μια γλωσσική κοινότητα μια εθνική ταυτότητα βασισμένη σε αλλότρια πρότυπα,[1] με τον ίδιο τρόπο είναι δυνατόν αυτή η μεταφραστική μέθοδος να υπονομεύσει κάθε περί έθνους αντίληψη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση εθνικές και πολιτιστικές αξίες, κανόνες και δεσμούς της γλώσσας-στόχου. Αμφότερες οι δράσεις εντοπίσθησαν κατά την ιστορία της μεταφραστικής πρακτικής στην Ελλάδα (όπως θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε στη συνέχεια): η πρώτη κυριάρχησε κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, κυρίως κατά τον 19ο αι., και η δεύτερη κατά τη μεταπολεμική και σημερινή ιδίως εποχή, όπου παρατηρείται μία τάση συνειδητής πλέον υποχώρησης ενώπιον των ξένων προτύπων.

Περιεχόμενα

Η μετάφραση προς την ελληνική

Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα υποδοχής ωφελήθηκε τα μέγιστα από την έντονη μεταφραστική ενδο- και δια-γλωσσική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε τόσο στην αυγή όσο και κυρίως στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού. Τα χρόνια που προετοίμασαν την εθνική παλιγγενεσία σημαδεύονται από σημαντικό μεταφραστικό έργο· τα χρόνια που ακολούθησαν, επίσης. Μεγάλες μορφές του Αγώνα, μεγάλοι λογοτέχνες και επιστήμονες μεταφράζουν από τις ευρωπαϊκές γλώσσες προς τα ελληνικά, αλλά και από την αρχαία προς τη νέα ελληνική. Ερχόμενοι αντιμέτωποι με το πρωτότυπο κείμενο δυσανασχετούν, συγκρίνουν, κρίνουν, εκγυμνάζονται και εκγυμνάζουν την ελληνική. Η προσέγγιση δε του ξένου κειμένου κλίνει άλλοτε προς την «πολιτογράφηση» της μετάφρασης, δηλαδή την εθνοκεντρική,[2] και αυτό κυρίως όσον αφορά την ενδογλωσσική της μορφή, και άλλοτε προς τη «διεθνοποίηση» αυτής, δηλαδή την ξενότροπη.[3] Πάντως είναι γεγονός ότι η μεταφραστική πρακτική έργων αρχαίας και ξένης λογοτεχνίας θεωρείται, μαζί με την πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή, ένας από τους κύριους άξονες καλλιέργειας και εξάπλωσης της δημοτικής (Τριανταφυλλίδης 1981, 3:119).[4] Η μετάφραση χρησιμοποιήθηκε ως «βαρόμετρο» της λειτουργικής πληρότητας των αντιμαχομένων τότε μορφών της ελληνικής, άλλοτε της καθαρεύουσας και άλλοτε της δημοτικής (Vitti 1987, 230). Την εποχή εκείνη η μετάφραση δεν παίζει μόνο μεσολοβητικό ή επιμορφωτικό ρόλο. Λαμβάνει επίσης σημαντική θέση στη λογοτεχνική παραγωγή επηρεάζοντάς την εμφανώς ή όχι. Η μετάφραση, λόγου χάριν, του μυθιστορήματος Νανά του Ζολά δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη του ελληνικού διηγήματος που θα περιγράψει τα ελληνικά ήθη, αντιδρώντας έτσι στις «ασχήμιες» που έρχονταν απ' έξω μέσω του γαλλικού, κυρίως, νατουραλισμού.

Η μετάφραση από την ελληνική

Η μετάφραση από την ελληνική προς τις ξένες γλώσσες έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ως μέσον διάδοσης ιδεών, ως ενημερωτική ενέργεια ή ως αμυντικό εφόδιο: επί παραδείγματι, ο Κάλβος δημοσιεύει το 1824 τις είκοσι ωδές του στη Γενεύη και το Παρίσι, το 1824 και 1826 αντίστοιχα, συνοδευόμενες από τη γαλλική μετάφρασή τους, με προφανή δηλαδή βλέψη να διαβαστούν από ξένους και να ενισχύσουν τις συμπάθειες προς το επαναστατημένο έθνος. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρηγόπουλου μεταφράζεται στα γαλλικά το 1878: η έμπνευση της συνεχούς και αδιάκοπης γραμμής της ελληνικής ιστορίας από τους προϊστορικούς χρόνους ώς τις μέρες του απετέλεσε την ηχηρότερη απάντηση σε κάθε αμφισβήτηση της καταγωγής των νεότερων Ελλήνων.

Όσον αφορά τη μετάφραση σύγχρονων ελληνικών λογοτεχνικών έργων προς τις ξένες γλώσσες, είναι γεγονός ότι η ελληνική παρουσία δεν είναι ισχυρή στη διεθνή αγορά. Οι περισσότερο μεταφρασμένοι συγγραφείς, κατ' αλφαβητική σειρά, είναι οι: Β. Βασιλικός, Ο. Ελύτης, Κ. Π. Καβάφης, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Ρίτσος, Α. Σαμαράκης και Γ. Σεφέρης (Σταυροπούλου 1986, 12). Στην πεζογραφία ξεχωρίζει ο Ν. Καζαντζάκης και στην ποίηση ο Κ. Π. Καβάφης (βλ. επίσης Πολίτου-Μαρμαρινού 1995) . Παρ' όλ' αυτά, δεν είναι ικανοποιητική η μεταφραστική παραγωγή αν την συγκρίνει κανείς με την πρωτότυπη. Σύμφωνα με τον σπουδαίο νεοελληνιστή Μ. Vitti, στο πρόβλημα της διάδοσης του ελληνικού βιβλίου συμβάλλει το πρόβλημα της γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, πραγματικότητες που δεν είναι ευρύτερα γνωστές, όπως ο αμερικάνικος πολιτισμός, λόγου χάριν. Ακόμη, φαίνεται πως και η χωροχρονική τοποθέτηση του περιεχομένου ενός έργου καθορίζει και το ενδιαφέρον του αλλόγλωσσου κοινού: ως παράδειγμα προς αποφυγήν αναφέρεται συχνά ο Α. Παπαδιαμάντης και η Σκιάθος, ή ο εμφύλιος πόλεμος και οι μετεμφυλιακές καταστάσεις και νοοτροπίες, όπως περιγράφονται στο κορυφαίο από πολλούς μυθιστόρημα Το Τρίτο Στεφάνι του Κ. Ταχτσή.

Τίθεται, ως εκ τούτου, θέμα ως προς τη «μεταφρασιμότητα» των ελληνικών λογοτεχνικών κειμένων. Ο Δ. Κούρτοβικ (1995, 152) αποδίδει τη διεθνή επιτυχία του Καβάφη στο ότι ο ποιητής μίλησε για οικουμενικές αλήθειες με λόγια απλά, χωρίς «τίποτα το "εντόπιο", με την έννοια του ειδικού συνειρμικού βάρους των λέξεων».[5] Από την άλλη πλευρά θεωρεί ότι ο Καζαντζάκης συνεκίνησε το παγκόσμιο κοινό επειδή αφότου μεταφράστηκε απηλλάγη από την εξεζητημένη του γλώσσα [η οποία, όπως αναφέρει, «ενοχλούσε ανέκαθεν τον έλληνα αναγνώστη» (;)], και έτσι μπόρεσε να αναδείξει τις λογοτεχνικές του αρετές.[6] Σύμφωνα με την ανωτέρω, λοιπόν, άποψη, τα «γλωσσοκεντρικά» κείμενα, εκείνα, δηλαδή, των οποίων η δύναμη βρίσκεται στην ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας δεν είναι μεταφράσιμα, επομένως ο νέος λογοτέχνης «θα πρέπει να γράφει έχοντας σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό υπόψη του ένα κοινό ευρύτερο από το ελληνικό», εάν, βεβαίως, επιθυμεί να αυξήσει τις δυνατότητες μεταφραστικότητας του έργου του.

Δεν αρνείται κανείς τη συμβολή της μεταφραστικής δημιουργίας και δημιουργικότητας στην καλλιέργεια, τον εμπλουτισμό μιας γλώσσας. Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι η μετάφραση του γαλλικού, κυρίως, μυθιστορήματος και άλλων, μας έδωσε μεγάλο αριθμό δανείων και μεταφραστικών εκτύπων τα οποία έχουν ενσωματωθεί τόσο αρμονικά στις δομές της νεοελληνικής που δύσκολα θα αναγνωρίζαμε σήμερα την ξενική τους προέλευση. Αυτό που δημιουργεί ερωτήματα είναι η βεβιασμένη, «άνωθεν» και «εκ των προτέρων» οδηγία σχετικά με τον τρόπο γραφής των προς μετάφραση κειμένων. Δεν κατανοεί κανείς ποια θα είναι η «γλωσσική ανανέωση» η οποία θα επιτευχθεί εάν οι συγγραφείς ακολουθήσουν την προτροπή αυτή της απoφυγής του έντεχνου λόγου και μέχρι ποίου σημείου θα φθάσει αυτή η προσέγγιση της ελληνικής κουλτούρας με την παγκόσμια σκέψη (Κούρτοβικ 1995, 155). Είναι αποδεκτό, άραγε, η δυνατότητα μετάφρασης των έργων ενός συγγραφέα να καθορίζει και τις γλωσσικές του επιλογές; Θα έπρεπε, ίσως, χάριν της διάδοσης του ελληνικού βιβλίου, και η λογοτεχνική θεματολογία, μαζί με τη γλωσσική δομή, να μιμηθεί την ευρύτερα διαδεδομένη λογοτεχνία, προσαρμοζόμενη στα ήδη γνωστά πρότυπα; Θα καταλήξουμε μήπως να ταυτίζουμε το λογοτεχνικό με το μεταφράσιμο και αυτό με το μεταφραστέο, όπως διερωτάται, αντιδρώντας στην ανωτέρω αντίληψη, ο Π. Μπουκάλας (1993, 184); Τότε σε τι θα διέφερε η ελληνική λογοτεχνία από την αγγλική, την αμερικάνικη, τη γαλλική, την ισπανική; Ή μήπως καλό θα είναι να μη διαφέρει;

Αναγνωρίζοντας τις καλές προθέσεις του εισηγητή, θεωρούμε την άποψη αυτή τουλάχιστον αντιδημοκρατική: ας μην λησμονούμε ότι το κυριότερο πρόβλημα της γλωσσικής επικοινωνίας καθώς και το ζητούμενο της μεταφραστικής εμπειρίας είναι η, κατά Jakobson, ισοδυναμία στη διαφορά: η μεταφραστική διαδικασία συνεπάγεται δύο ισοδύναμα μηνύματα σε δύο διαφορετικούς κώδικες (Μπατσαλιά & Σελλά-Μάζη 1994, 28) και όχι ένα ενιαίο μοντέλο γραφής και πραγματικοτήτων. Στην αρχή αυτή έχει στηριχθεί το σύνολο της επιστήμης της μετάφρασης, η διαφορά αυτή ανέκαθεν προκαλούσε τους άξιους μεταφραστές, αποτελούσε το ανάθεμα αλλά, συγχρόνως, και την ευλογία μιας επιτυχημένης μετάφρασης, αυτή η διαφoρετικότητα απετέλεσε το γέρας μιας ολόκληρης συλλογιστικής αιώνων, του ζητήματος της πιστότητας στο πρωτότυπο έργο.

Η ανωτέρω πεποίθηση «εξομάλυνσης» των προς μετάφραση κειμένων φαίνεται να ενισχύεται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και να επεκτείνεται και στα επιστημονικά κείμενα, κατά κύριο λόγο τα κείμενα διοικητικής φύσεως, απαραίτητα για τη λειτουργία της Ε.Ε. Πρόκειται για μία παρέμβαση δομική, υπό μορφή σύστασης βεβαίως, προερχόμενη από τη μεταφραστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία τα κείμενα της Ε.Ε για να είναι «μεταφράσιμα» θα έπρεπε να «ρυθμιστούν» [modélisation des textes: τυποποίηση των κειμένων] έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί η πολύγλωσση επεξεργασία της πληροφόρησης (1995, 60). Εμμέσως πλην σαφώς προτρέπονται οι συγγραφείς των πρωτοτύπων κειμένων να είναι «λακωνικότεροι και σαφέστεροι» στα πρότυπα μάλλον της αγγλικής δομής εφόσον αυτή η γλώσσα χαρακτηρίζεται από λιτό, περιεκτικό, «σφιχτό» αλλά και «στεγνό» ύφος -ενώ η γαλλική από κομψό, φραστικά περίτεχνο αλλά και κάπως χαλαρό ύφoς (βλ. επίσης Μπαμπινιώτη 1994α, 251-275).[7] Ακολουθώντας την προτροπή αυτή, όπως είναι φυσικό, ορισμένες γλώσσες θα «απλοποιηθούν» χάριν κάποιας αφηρημένης ομοιομορφίας (ως προς τί;) η οποία θα διευκολύνει τον (εκ)συγχρονισμό [modernisation] των μεταφραστικών διοικητικών γραναζιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο που δεν αντιλαμβάνεται κανείς με ποιο τρόπο ο εν λόγω (εκ)συγχρονισμός θα «αντισταθμίσει» τις πολιτιστικής υφής απώλειες μέσω ενός πολύ γενικού και αφηρημένου κέρδους που θα συνίσταται στην αλληλεπίδραση των γλωσσών και τον εμπλουτισμό τους με τις νέες έννοιες που θα προκύψουν από τη διεργασία αυτή.

Εάν στην ανωτέρω συλλογιστική προστεθούν οι δεκάδες των δισεκατομμυρίων που καταβάλλονται ετησίως από την Ε.Ε. για να τηρηθεί ο κανόνας της πολυγλωσσίας και της πολιτιστικής ισότητας [Οι εθνικές γλώσσες στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών γλωσσικών πολιτικών, και Ευρωπαϊκή πολυγλωσσία και τεχνολογικοποίηση των γλωσσών], η έκταση που δίνεται στο θέμα αυτό καθώς και η επιμονή με την οποία επανέρχεται κατά καιρούς, αισθάνεται κανείς το «προσώρας» της ανωτέρω «ανελαστικής» δαπάνης να πλησιάζει. Σημειωτέον, επίσης, ότι θεωρητικοποιείται πλέον η «οικονομικότερη» διαχείριση των ευρωπαϊκών γλωσσών: σύμφωνα με τον F. Coulmas (1991, 27), εναπόκειται στους δασκάλους και τα ΜΜΕ να φροντίσουν ώστε οι Ευρωπαίοι να αντιλαμβάνονται εφεξής τη γλώσσα ως εργαλείο και όχι ως ιδέα, ως κοσμοθεώρηση. Και μάλιστα ως εργαλείο το οποίο θα βοηθά σε έναν οικονομικότερο καθορισμό σχεδιασμού ευρωπαϊκής γλωσσικής πολιτικής [Χριστίδη, Α.-Φ.: Πολυγλωσσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση] και Στάσεις απέναντι στην πολυγλωσσία, Ευρωπαϊκή πολυγλωσσία και τεχνολογικοποίηση των γλωσσών.

Ο καταλληλότερος, ως εκ τούτου, τρόπος άμυνας των λοιπών «μικρών» γλωσσών, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, τόσο έναντι του γλωσσικού ιμπεριαλισμού όσο και έναντι του τυχόν διαφαινόμενου εθνικισμού, είναι η μετάφραση αφενός των ξενόγλωσσων κειμένων προς την εθνική γλώσσα του κάθε λαού (την ελληνική), διότι έτσι διατηρείται εναργής, οξύνεται και καλλιεργείται μια γλώσσα, και αφετέρου των εθνικών κειμένων (της μητρικής εθνικής γλώσσας: της ελληνικής) προς τις μεγάλες ξένες γλώσσες, ούτως ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστή η ταυτότητα της δεδομένης γλωσσικής κοινότητας έτσι όπως πράγματι είναι και όχι έτσι όπως, πιθανόν, τη μεταφέρει μια ιδεολογικά φορτισμένη προπαγάνδα.

Η μετάφραση παρέχει στους λαούς, γενικότερα, και τα άτομα, ειδικότερα, το απαιτούμενο μέσον προκειμένου να επικοινωνήσουν, να δια-κοινωνήσουν τη φύση τους, τα πιστεύω τους, τα ιδανικά τους έτσι ώστε, αφότου κατανοήσουν και αποδεχθούν οι λαοί αλλήλους, να είναι, πολύ αργότερα φυσικά, εφικτή η ισότιμη, πλέον, διατηρώντας ο καθένας το χαρακτήρα του, σύγκλιση επιδιώξεων και ενδιαφερόντων των λαών της Ευρώπης.[8]

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. BACKENIERS, E. 1995. L'élargissement: Un nouveau défi pour le multiliguisme. Στο ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1993, 55-63.
  2. BERMAN, A. 1984. L'Épreuve de l'étranger. Παρίσι: Gallimard.
  3. COULMAS, F., επιμ.1991. ΑLanguage Policy for the European Community. Βερολίνο: CLS· Νέα Υόρκη: Mouton De Gruyter.
  4. ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. Θ. 1987. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Ίκαρος.
  5. EDWARDS, J. 1995. Multi1ingualism. Λονδίνο: Penguin Books.
  6. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. 1993. Ελληνική γλώσσα και μετάφραση στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση (Πρακτικά Συνεδρίου, 24-25.11.1994). Αθήνα: Μεταφραστικό Παράρτημα.
  7. ΚΑΣΙΝΗΣ, Κ. 1993. Οι ελληνικές μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων. Η περίπτωση του γαλλικού μυθιστορήματος (ΙΘ' αι.). Ανακοίνωση στο Συνέδριο «Η Μετάφραση μέσον δημιουργίας και επικοινωνίας», Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ΤΞΓΜΔ, Κέρκυρα.
  8. ΚΟΡΑΗΣ, Α. 1979. Αλληλογραφία. Αθήνα: Ο.Μ.Ε.Δ
  9. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, Δ. 1995. Ελληνική γλώσσα και μετάφραση ή ελληνική γλώσσα για μετάφραση; Στο ευρωπαϊκή επιτροπή 1993, 149-157.
  10. LEFEVERE, A., επιμ. 1992. Translation, History, Culture. Λονδίνο: Routledge.
  11. ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ, Ε. & Ι. ΒΑΛΛΕΡΣΤΑΪΝ. 1991. Φυλή, έθνος, τάξη. Μτφρ. Α. Ελεφάντης & Ε. Καλαφάτη. Αθήνα: Ο Πολίτης.
  12. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. 1994α. Ελληνική γλώσσα: παρελθόν, παρόν, μέλλον. Αθήνα: Gutenberg.
  13. ―――. 1994β. Η γλώσσα ως αξία. Αθήνα: Gutenberg.
  14. ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ, Φ. & Ε.ΣΕΛΛΑ-ΜΑΖΗ. 1994. Γλωσσολογική προσέγγιση στη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης. Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
  15. ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Π. 1995. Ο κινδυνώδης πόθος της μετάφρασης. Στο ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1993, 181-189.
  16. NIDA, E. & C. TABER. 1969. The Theory and Practice οfTranslation. Λάιντεν: United Bible Societies.
  17. ΠΟΛΙΤΟΥ-ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ, Ε. 1995. Το ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης. Στο ευρωπαϊκη επιτροπη 1993, 189-201.
  18. ΡΗΓΑΣ. 1988. Σχολείον των ντελικάτων εραστών. Αθήνα: Ερμής.
  19. ΡΟΪΔΗΣ, Ε. 1986. Σκαλαθύρματα. Αθήνα: Ερμής.
  20. ΣΕΦΕΡΗΣ, Γ. 1980. Μεταγραφές. Αθήνα: Λέσχη.
  21. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ε. Λ. 1986. Βιβλιογραφία μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου.
  22. SAUSSURE, F. de. 1979. Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Αποστολόπουλος. Αθήνα: Παπαζήση.
  23. STEINER, G. 1978. AprèsBabel. Παρίσι: Α. Michel.
  24. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ. Μ. 1981. Άπαντα. 8 τόμ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη
  25. VENUTI, L. 1995. The Translator's Invisibility. Λονδίνο: Routledge.
  26. VINAY, J. P. & J. DARBELNET. 1958. Stylistique comparée du français et de l'anglais. Παρίσι: Didier.
  27. VITTI, M. 1987. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας.

1 'Όπως συνέβη στις αρχές του 19ου αι. με τη γερμανική κουλτούρα η οποία συγκροτήθηκε με τη συμβολή μιας σειράς μεταφράσεων σημαντικών έργων από την ελληνική, την ισπανική, την ιταλική, την αγγλική, πορτογαλική κ.ά. γλώσσες, από επίλεκτους μεταφραστές: Novalis, Schlegel, Schleirmacher, Herder, Goethe, Humboldt, Hölderlin, κ.ά. (Bennan 1984, 25). Παράλληλη πορεία ακολούθησε και ο φωτισμός του ελληνικού γένους, για την επίτευξη του οποίου η μετάφραση, τόσο διαγλωσσική όσο και κυρίως ενδο-γλωσσική, χρησιμοποιείται ως το κατεξοχήν μέσον, λαμβάνοντας το χαρακτήρα «μετεκένωσης», όπως την ονόμασε ο Κοραής (βλ. και Κασίνης, 1993).

2 Βλέπε, λόγου χάριν, τις απόψεις του Α. Κοραή για τη «βάρβαρο ρίμα ήτις επροσκολλήθη και εις ημάς ως ψώρα» (1979, 3:500-503). Στα τέλη του 19ου αι., αρχές 20ού, τα δημοτικά και τα κλέφτικα τραγούδια χρησιμοποιούνται ως πρότυπο για τη μετάφραση των ομηρικών επών, βλ. τις μεταφραστικές προσπάθειες του Α. Πάλλη (Δημαράς 1987, 368). Βλ. επίσης, μεταγενέστερα, τις απόψεις του Γ. Σεφέρη σχετικά με την ενδογλωσσική μετάφραση και το πρωταρχικό του μέλημα για τη σμίλευση μιας «αυτοδύναμης» νεοελληνικής έκφρασης (1980, 274).

3 Βλ. τις απόψεις του Ρήγα υπέρ μιας «μόνον κατά νόημα (επρόσθεσα και μερικά)» μετάφρασης (1988, 1) τις οποίες συμμερίζεται και ο Ροΐδης στη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου (1986, 5-6).

4 Βλ. επίσης την επιστολή του με τίτλο «Το δίκιο του μεταφραστή» επ' ευκαιρία της μετάφρασης της Ορέστειας (Τριανταφυλλίδης 1981, 8:513).

5 Οι (άφθονοι) ιστορικοί συνειρμοί και οραματισμοί, η λυρική του έμπνευση, η ιδιότυπη μορφή της γλώσσας του Καβάφη, κράμα λογίας και δημοτικής, η προσωδιακή, προφορική του γραφή, η πλουσιότητα των τόνων της φωνής δεν συνιστούν, άραγε, ειδικό συνειρμικό βάρος;

6 Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει με διαφορετικό τρόπο την μεταφραστική απήχηση του Καζαντζάκη: Κατά την άποψή μας, το παράδειγμα του έργου του Καζαντζάκη με όλες του τις γλωσσικές ιδιομορφίες, νεολογισμούς και ιδιωματισμούς, αποδεικνύει περιτράνως ότι ο συνδυασμός, ακριβώς, έντεχνης γλωσσικής μορφής και καθολικής αξίας περιεχομένου, δίνει το καλύτερο δείγμα ενός προς μετάφραση έργου, δηλαδή, ενός έργου με απήχηση τόσο στους αναγνώστες του έργου συνταγμένου στη γλώσσα-πηγή όσο και στους αναγνώστες του έργου συνταγμένου στη γλώσσα-στόχο.

7 Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Vinay & Darbelnet (1958, 53) είχαν από νωρίς εντοπίσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο πνευματικό, πολιτιστικό και γλωσσικό επίπεδο μιας γλωσσικής κοινότητας η επί μακρόν δημοσίευση και κυκλοφορία σημαντικών εγγράφων των διεθνών οργανισμών τα οποία στη συνέχεια μεταφράζονται βιαστικά στις διάφορες γλώσσες του κόσμου.

8 Συνοψίζοντας και προβάλλοντας στο μέλλον τα σημερινά μας δεδομένα, επανερχόμεθα στη διασύνδεση μετάφρασης και εθνικής ταυτότητας, την οποία αναλύσαμε ανωτέρω, συσχετίζοντάς την με την επιχειρούμενη «ευρωπαϊκή ενοποίηση»: πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η Ε.Ε. δεν έχει ακόμη αποσαφηνίσει, εμπράκτως, εάν η λεγόμενη «πολιτισμική σύγκλιση» θα προσανατολισθεί περισσότερο προς την κατεύθυνση μιας γλωσσικής συλλειτουργίας των ευρωπαϊκών γλωσσών ή εάν θα πάρει το δρόμο προς την εξιδανίκευση της «ευρωπαϊκής δημογραφικής ταυτότητας», εννοούμενης κατ' αντιδιαστολή προς τους «πληθυσμούς του Νότου» (Άραβες, Τούρκους, Αφρικανούς). Και καταλήγουμε σε ένα κρίσιμης σημασίας ερώτημα: όταν διευρυνθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και συμπεριλάβει και την Τουρκία και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής ή της Βορείου Aφρικής, θα αποδεχθεί τις αντίστοιχες γλώσσες των χωρών αυτών ως ισότιμες, ως επίσημες γλώσσες της Ε.Ε., και θα τις χρησιμοποιήσει στον διοικητικό και εκπαιδευτικό της μηχανισμό ή θα τις θεωρήσει «μικρές», «ασθενείς», «μειονοτικές» ή «ξένες»;

Τελευταία Ενημέρωση: 02 Δεκ 2008, 11:48