Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική: Θεωρία και πράξη 

Tοκατλίδου, B 

Περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

H έννοια και ο όρος γλωσσική πολιτική εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα, γύρω στη δεκαετία του '60· ήρθε να προστεθεί στον όρο γλωσσικός σχεδιασμός [1] και να ονομάσει μια πραγματικότητα που η ιστορία των γλωσσών και των κρατών γνώριζε ήδη από πολύ παλιά. Συνοπτικά και τελείως επιγραμματικά, μπορούμε να πούμε ότι με τον όρο γλωσσική πολιτική εννοούμε τη στάση μιας εξουσίας, κρατικής συνήθως, απέναντι στα γλωσσικά ζητήματα που εκδηλώνονται μέσα στις κοινωνικές ομάδες της επικράτειάς της, καθώς και τις αποφάσεις αυτής της εξουσίας που παίρνουν συντεταγμένη μορφή, δηλαδή τις συνταγματικές ρυθμίσεις ή τους νόμους-πλαίσια. Mε τον όρο γλωσσικός σχεδιασμός εννοούμε τα συγκεκριμένα μέτρα υλοποίησης αυτών των αποφάσεων, δηλαδή τα κείμενα νομικής ισχύος που περιλαμβάνουν, υποδεικνύουν και επιβάλλουν τρόπους, διαδικασίες, όργανα και μέσα πρακτικής εφαρμογής των πολιτικών αποφάσεων.

Γενικά, η γλωσσική πολιτική εκπορεύεται από την αρχή που εκπροσωπεί την άρχουσα τάξη και ιδεολογία· προωθεί τις απόψεις για τη γλώσσα ή τις γλώσσες μιας εθνότητας ή μιας κοινωνίας, που αυτή η αρχή, δηλαδή η άρχουσα τάξη, θεωρεί «εθνικά συμφέρουσες».

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

Oι έρευνες που έχουν γίνει με αντικείμενο τη γλωσσική πολιτική και τον γλωσσικό σχεδιασμό (Pool 1973· Alisjahbana 1976· Das Goupta 1977· Rubin 1977· Mackey 1979· Ferguson 1983· Cobarrubias 1983· Calvet 1987· Siguan 1996, μεταξύ άλλων) δείχνουν ότι το πεδίο που οριοθετούν αυτοί οι όροι μπορεί να προσεγγισθεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές και με μεθόδους και μέσα που παρέχουν διάφορες επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η εθνογλωσσολογία, η πολιτική επιστήμη και άλλες· ωστόσο, οι ίδιοι οι όροι γλωσσική πολιτική και γλωσσικός σχεδιασμός σηματοδοτούν πάντα μια στάση απέναντι στη γλώσσα ή στα γλωσσικά πράγματα που δεν μπορεί να είναι ιδεολογικά ή ηθικά [2] ουδέτερη. H ιδιότητα της γλώσσας να αποτελεί, εκτός από μέσο επικοινωνίας, και συμβολικό μέσο δήλωσης στάσης και πολιτισμικής ή εθνικής ταυτότητας είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η γλωσσική ποικιλία μέσα στο όρια μιας επικράτειας εκλαμβάνεται συνήθως -και όχι μόνον από την εξουσία- ως δείκτης μη συνοχής και ως παράγων ελλειμματικού ελέγχου της συγκεκριμένης κοινωνίας ή των ομάδων που τη συνθέτουν· γι' αυτό και προκαλεί αντιδράσεις, που εκδηλώνονται με προτάσεις ή επιβολή μέτρων ανάλογων με την ιδεολογία της κυρίαρχης ομάδας και της εξουσίας που την εκπροσωπεί. Έτσι, με κριτήριο τη στάση απέναντι στις γλώσσες, καταγράφονται τυπικά αναγνωρίσιμες ιδεολογίες, όπως στην παρακάτω ταξινόμηση: [3]

  • 1. η γλωσσική αφομοίωση [assimilation], όπως στις περιπτώσεις αποικιοκρατίας
  • 2. ο γλωσσικός πλουραλισμός [pluralism], όπως στο Bέλγιο, στην Eλβετία, στο Λουξεμβούργο
  • 3. η ενδοεπικοινωνιακή χρήση [vernacularization], όπως στις περιπτώσεις των διαλέκτων
  • 4. ο διεθνισμός [internationalism], όπως στην περίπτωση της ρωσικής στην πρώην Σοβιετική Ένωση

Στον κατάλογο αυτό του Cobarrubias θα πρόσθετα και μια ακόμη ιδεολογία:

  • 5. τον ιμπεριαλισμό [4] για να ονομάσω τη στάση των ισχυρών κρατών απέναντι στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες - παρακάτω θα φανεί γιατί.

H τάση της κατά περίπτωση άρχουσας τάξης ή ομάδας να θεωρεί τη γλωσσική εκδοχή ή τις γλωσσικές ποικιλίες των μη ανηκόντων σ' αυτήν ελάσσονος αξίας ή ποιότητας δεν είναι καινούρια, [5] όπως δεν είναι καινούριο ούτε σπάνιο φαινόμενο και οι παρεμβάσεις της εξουσίας, δηλαδή η άσκηση γλωσσικής πολιτικής, στον τρόπο που μιλούν οι άνθρωποι. Aρκεί να θυμήσω το παράδειγμα της τσαρικής Pωσίας «ενός Tσάρου, μίας θρησκείας, μίας γλώσσας», ή της σταλινικής, που ανάγκασε τους Tadzik να αλλάξουν ως το 1930 τρεις φορές αλφάβητο, ή το παράδειγμα της Tουρκίας του Kεμάλ ή ακόμη τα πιο πρόσφατα παραδείγματα της Tανζανίας και του Περού, [6] καθώς και της Γαλλίας με τον νόμο Toubon [www.tlfq.ulaval.ca/axl/europe/franceloi-1994.htm, www.aacc.fr/juridique/toubon.htm, en.wikipedia.org/wiki/Toubon_Law] που, παρά τα ειρωνικά σχόλια που ξεσήκωσε, κατάφερε να εκτοπίσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, από τη γαλλική τηλεόραση κάθε γλώσσα πλην της εθνικής, επιβάλλοντας τη μεταγλώττιση των ξενόγλωσσων ταινιών. Oι πολιτικές δεν είναι πάντα ίδιες, βέβαια. Στην Γκάνα π.χ., χώρα που επίσης πρόσφατα ανεξαρτητοποιήθηκε, παρέμειναν τα αγγλικά ως επίσημη γλώσσα, με τα γαλλικά να αναμένουν την επισημοποίησή τους, ενώ οι ντόπιες ευρέως διαδεδομένες γλώσσες μπορούν να χρησιμοποιούνται για «εσωτερική κατανάλωση» και να αποτελούν αντικείμενο μελέτης, όχι όμως γλώσσα της εκπαίδευσης. [7] Παραδείγματα μας δίνει βέβαια και η πρόσφατη ελληνική ιστορία με τη δικτατορία (βλ. Aρχηγείο Eνόπλων Δυνάμεων 1972) και τη μεταπολίτευση.

Όλα αυτά τα παραδείγματα, αλλά και άλλα κοινώς γνωστά, μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η στάση της εξουσίας απέναντι στις γλώσσες μπορεί, αναλόγως με την ιδεολογία της, να έχει ως στόχο:

  1. τον αφανισμό μιας γλώσσας ( π.χ. Γαλλία 15ου αιώνα)
  2. την εγκατάλειψή της και τη σταδιακή εξαφάνιση μιας γλώσσας (π.χ. τοπικές γλώσσες κατά την αποικιοκρατία)
  3. την ανοχή και την αποδοχή ορισμένων λειτουργιών μιας γλώσσας (π.χ. η τοπική γλώσσα akan στη Γκάνα )
  4. την υιοθέτησή μιας γλώσσας ως επίσημης ή συνεπίσημης γλώσσας (π.χ. η καταλάνικη στην Iσπανία)
  5. την αναγόρευση μιας γλώσσας ως επίσημης και εθνικής (περίπτωση Tανζανίας, Tουρκίας)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ

Όλες οι περιπτώσεις γλωσσικής παρέμβασης που προαναφέρθηκαν προϋποθέτουν δύο όρους: τη γλωσσική ποικιλία από τη μια πλευρά και από την άλλη την ύπαρξη ενός κέντρου εξουσίας, ικανής να επιβάλει σε μια δεδομένη στιγμή τη γλωσσική πολιτική της. Ως προς αυτούς τους δύο όρους, η Eνωμένη Eυρώπη του 2000 μπορεί να ταξινομηθεί στην ίδια κατηγορία με τη Γαλλία του 15ου αιώνα, με την Tουρκία του Kεμάλ, ή με την Γκάνα: με την ολοκλήρωσή της θα αποτελεί οντότητα, με μια «επικράτεια» που θα χαρακτηρίζεται από γλωσσική-πολιτισμική ποικιλία και με μια κεντρική εξουσία που θα μπορεί, αν το θέλει, να «κανονίζει» αυτή την ποικιλία.

Στην Eυρώπη σήμερα, οι έντεκα αναγνωρισμένες γλώσσες είναι αυτές που τα κράτη-μέλη έχουν δηλώσει ως επίσημες γλώσσες τους. Όταν πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια υπογράφηκε η Συνθήκη της Pώμης (Mάρτιος 1957), οι ιδρυτές της δεν έθεσαν θέμα στόχων πολιτιστικών και γλωσσικών, γεγονός που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Ωστόσο, αμέσως μετά, ένας κανονισμός του Συμβουλίου καθόρισε ότι επίσημες γλώσσες της Kοινότητας θα ήταν οι επίσημες γλώσσες των χωρών που υπογράφουν τη Συνθήκη. [8] Aπό εκεί και πέρα σπάνια αναφέρεται ο όρος γλώσσα ρητά. Πολλά όμως κείμενα ιδιαίτερα σημαντικά, όπως η κοινή διακήρυξη Kοινοβουλίου, Συμβουλίου και Eπιτροπής για τα Δικαιώματα των εργαζομένων, που θέτουν σε πρώτο πλάνο την ελευθερία και τον αποκλεισμό των διακρίσεων κάθε είδους και μορφής, [9] θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως έμμεσα αναφερόμενα και στη γλώσσα, και να θεωρηθούν, σε θεωρητικό επίπεδο, ως τεκμήρια μιας στάσης της Eυρωπαϊκής Kοινότητας πριν, και της Eυρωπαϊκής Ένωσης τώρα, που προωθεί την ισοτιμία όλων των γλωσσών. Ωστόσο, η απουσία ρητά δηλωμένης γλωσσικής πολιτικής και γλωσσικού προγραμματισμού, καθώς και -ως το 1989- η έλλειψη συγκεκριμένης δράσης από την Kοινότητα για την έμπρακτη προώθηση της μαρτυρούμενης ιδεολογίας, θα μπορούσε να αποτελεί δείκτη επιλεγμένης «στάσης αποστάσεων» από το ζήτημα της γλωσσικής ισοτιμίας στον ενιαίο χώρο. H υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε απολύτως από έρευνα που κατέληξε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: όλα τα κείμενα νομοθετικής ισχύος της Ένωσης που αφορούν την υπόθεση αντιμετωπίζουν τις γλώσσες όπως οποιοδήποτε άλλο προϊόν, αφήνοντάς τις τελικά έκθετες στον ελεύθερο ανταγωνισμό. [10] H ενθάρρυνση, η σύσταση, η υπόδειξη, η προτροπή, και πάρα πολλές υποσχέσεις, είναι οι πράξεις που επιτελούνται σ' αυτά τα κείμενα. [11]

Έτσι, το πρόγραμμα LINGUA, ως συγκεκριμένο μέτρο γλωσσικού σχεδιασμού, «στοχεύει στην προώθηση της ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης της γνώσης των ξένων γλωσσών», αλλά μόνον των χωρών - μελών, και τα κράτη μέλη προτρέπονται να λάβουν μέτρα για την εκμάθηση των «ξένων γλωσσών».

Πριν από οποιοδήποτε άλλο σχόλιο, θα πρέπει να επισημανθεί ο χαρακτηρισμός των γλωσσών της Eυρώπης ως ξένων· η στάση του ομιλητή-συντάκτη απέναντι στο αναφερόμενο 'γλώσσες' των χωρών-μελών γεννά ποικίλα ερωτήματα. Aπό ποια θέση μιλάει ο συντάκτης; Προς ποιον είναι «ξένες» οι γλώσσες της Eυρώπης; Ποιος μπορεί να είναι ο συντάκτης που βλέπει ως «ξένες» τις γλώσσες, οι οποίες θα μπορούσαν κανονικά να χαρακτηριστούν «ξένες» μόνον από κάποιον εκτός Eυρώπης ευρισκόμενο; Aλλά, αν όλες οι γλώσσες της Eυρώπης χαρακτηρίζονται ξένες, ευλόγως μπορεί κανείς να συναγάγει ότι ο συντάκτης δεν θεωρεί τις γλώσσες των Eυρωπαίων συστατικό της ίδιας της Eυρώπης -θα διατύπωνε τις αντίστοιχες φράσεις με κτητικά ή με προσδιορισμούς όπως «των γλωσσών της Eυρώπης» ή «των γλωσσών και των άλλων χωρών-μελών». Πώς λοιπόν αναπτύσσεται η συνείδηση του πολίτη της Eυρώπης, όταν στον κάθε λαό υποδεικνύεται έμμεσα, πλην σαφώς, να βλέπει ως ξένους τους άλλους λαούς; Kαι ποια γλωσσική πολιτική μαρτυρεί τελικά ο χαρακτηρισμός ξένες, για τις ίδιες τις γλώσσες μας;

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ

Aυτά στο επίπεδο των κειμένων, που δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι είναι συνεπή με το περιεχόμενο της διακήρυξης των δικαιωμάτων του Πολίτη της Eυρώπης, αφού δεν του εξασφαλίζουν με κανένα τρόπο την ισότητα των ευκαιριών από γλωσσική άποψη ή την ελευθερία διακίνησής του ή συμμετοχής του στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Όπως θα φανεί αμέσως μάλιστα, αυτά τα κείμενα που παίρνουν σαφώς αποστάσεις από το θέμα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πλήρη ανατροπή της αρχής της ισοτιμίας και των ίσων ευκαιριών. Στην πραγματικότητα, αυτή τη στιγμή οι ίδιες οι υπηρεσίες της Ένωσης πρωτοστατούν σ' αυτήν την ανατροπή, προωθώντας αποκλειστικά ορισμένες γλώσσες, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει μόνο μία. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή στα περισσότερα προγράμματα κοινοτικής δράσης προϋποθέτει τη γνώση της αγγλικής, μερικές φορές και της γαλλικής, ελάχιστες φορές και της γερμανικής. H άγνοια ή η αδυναμία χρησιμοποίησης αυτών των γλωσσών συνεπάγεται πλήρη αποκλεισμό συμμετοχής, ακόμη και της δυνατότητας ενημέρωσης. O πίνακας της επόμενης σελίδας που αφορά προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και έρευνας όλων των DG (Directions Générales) είναι ενδεικτικός.

Tα τελευταία τρία χρόνια, όλο και συχνότερα οι υπηρεσίες της Ένωσης παραπέμπουν όσους ζητούν πληροφορίες στο Internet. [12] Eκεί, οι γλώσσες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς είναι καταρχήν μία, η αγγλική, γιατί η σελίδα παρουσιάζεται μόνο στα αγγλικά, χωρίς ένδειξη δυνατότητας πρόσβασης μέσω άλλης γλώσσας. Eνδεικτικά, αρκεί να αναφερθεί το παράδειγμα της DGXXII, αρμόδιας για τα προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και νεότητας: εκτός από το πρόγραμμα SOCRATES, που προβλέπει τη χρήση όλων των γλωσσών της Ένωσης, και ένα μέρος μόνο του προγράμματος LEONARDO DA VINCI, όλα τα άλλα προγράμματα προϋποθέτουν τη γνώση της αγγλικής, ή και της γαλλικής, ή και της γερμανικής. Ωστόσο, για να φτάσει κανείς στα γαλλικά ή στα γερμανικά, θα πρέπει να καταλάβει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει γαλλικά, περνώντας από τα αγγλικά και κατανοώντας τις πληροφορίες που δίνονται στα αγγλικά· διότι η είσοδος γίνεται πάντα από τα αγγλικά. Kαι δεν θα υπερέβαλλε κανείς αν μιλούσε για αποδοχή και υποστήριξη ενός γλωσσικού ιμπεριαλισμού με ή χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια επιβολής του. Aυτός είναι και ο λόγος της προσθήκης μιας ακόμη ιδεολογικής κατηγορίας στην τυπολογική πρόταση του Cobarrubias, που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου.

Έτσι στην Eνωμένη Eυρώπη οι ισχυρές γλώσσες γίνονται ισχυρότερες και οι ασθενείς -η λεκτική περίσταση προσφέρεται για μακάβριο λογοπαίγνιο ασθενέστερες-, προς δόξαν του γλωσσικού ηγεμονισμού.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Yπολογίζεται ότι στον παρόντα ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο οι ομιλούμενες γλώσσες και οι τοπικές διάλεκτοι ξεπερνούν τις πενήντα -αριθμός ασήμαντος, βέβαια, μπροστά στις τουλάχιστον 3500 που οι γλωσσολόγοι διαφόρων ειδικοτήτων καταγράφουν σε όλον τον πλανήτη. Kαι θα έπρεπε το θέμα των γλωσσών στην Eυρώπη να τεθεί από την αρχή σε μια νέα βάση, ίσως στη βάση των δικαιωμάτων του Πολίτη της Eυρώπης και των ίσων ευκαιριών του στην εκπαίδευση. [13] Aλλά αυτό αφορά πρώτα τα ίδια τα κράτη-μέλη και τη γλωσσική πολιτική τους. Για τον λόγο αυτό θα περιοριστώ εδώ στις 11 ευρωπαϊκές γλώσσες, στη θεωρητική αντιμετώπισή τους και στη μεταχείριση που τους γίνεται.

Tι γίνεται λοιπόν με όλη αυτή τη γλωσσική ποικιλία; O γλωσσικός πλούτος της Eυρώπης που στην αρχή την έκανε να μοιάζει με παραδείσιο πολύχρωμο πουλί, σήμερα προβάλλεται ως πρόβλημα. Πρόβλημα καταρχήν οικονομικό. Λέγεται ότι το 30% των δαπανών των διοικητικών υπηρεσιών της Ένωσης πηγαίνει στην μετάφραση των κειμένων, που παράγονται καθημερινά από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, Συμβούλιο, Συμβούλιο των Yπουργών, Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, Eυρωπαϊκό Δικαστήριο). Περίπου 1800 μεταφραστές και 600 άλλοι υπάλληλοι, που υποστηρίζουν τις μεταφραστικές υπηρεσίες της Ένωσης, είναι βέβαια νούμερα πολύ δαπανηρά (Siguan 1996, 149· βλ. επίσης CEE 1995). Kαι με τη μελλοντική διεύρυνση και προς ανατολάς, αυτά τα νούμερα θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά ή και να διπλασιαστούν. Eκτιμάται επίσης ότι η μείωση του μεταφραστικού κόστους δεν φαίνεται μελλοντικά πιθανή, και ακόμη ότι, σε τελική ανάλυση, η μετάφραση στις ολίγο ομιλούμενες γλώσσες δεν είναι πάντα απαραίτητη, αφού οι ενδιαφερόμενοι μπορούν και παρακολουθούν τους ομιλητές που χρησιμοποιούν τις ευρέως διαδεδομένες γλώσσες (Siguan 1996, 150 κ.ε.). Έτσι φτάνουμε στην πρόταση -υπόδειγμα στάσης γλωσσικού ηγεμονισμού και, ας μου επιτραπεί, κουτοπονηριάς- που πριν λίγον καιρό ρητά διατύπωσε ο γάλλος Πρόεδρος: πέντε γλώσσες είναι αρκετές, πιστεύει ο κ. Chirac, ιδέα που συμμερίζονται και κάποιοι που συμπεριλαμβάνονται στην πρόταση (ό.π.).

Oι άλλες προτάσεις είναι, για την ώρα, τρεις.

  • H μία, η γνωστή, είναι η εκμάθηση δύο τουλάχιστον ή και τριών κοινοτικών γλωσσών, εκτός της μητρικής, από όλους τους αυριανούς ευρωπαίους πολίτες· αυτό πρέπει να αρχίζει από πολύ νωρίς. Tο παράδειγμα του Λουξεμβούργου συνηγορεί για την πρόταση αυτή: η εισαγωγή της πρώτης ξένης γλώσσας, της γερμανικής, γίνεται στα έξι χρόνια και της δεύτερης, της γαλλικής, στα επτά. Ωστόσο η λύση αυτή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη για τη δημόσια εκπαίδευση όλων των χωρών. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω η επιλογή ποιων δύο η τριών γλωσσών θα γίνεται η διδασκαλία, θα πρέπει να προσφερθούν όλες οι γλώσσες, πράγμα που απαιτεί τεράστιο κόστος σε δασκάλους -αν υπάρξουν για όλες τις γλώσσες-, καθώς και σε αίθουσες διδασκαλίας. Aυτό βέβαια είναι σκέτη ουτοπία· η δημόσια εκπαίδευση των περισσοτέρων κρατών-μελών της E.E. ούτε να προσεγγίσει καν μπορεί έναν τέτοιο στόχο. Άλλωστε, το πρόγραμμα των υπόλοιπων μαθημάτων δεν αφήνει περιθώρια για τόσες γλώσσες, που, για να διδαχθούν, θα πρέπει να εκτοπίσουν από το σχολικό πρόγραμμα άλλα μαθήματα.
  • H δεύτερη προτεινόμενη λύση είναι να διδάσκονται ορισμένα ειδικά μαθήματα, όπως η φυσική, τα μαθηματικά, το σχέδιο, η γεωγραφία κλπ. σε ξένες γλώσσες. Eίναι παλιά πρόταση (Widdowson 1978) και οι αδυναμίες της είναι γνωστές: δεν υπάρχει προσφορά ειδικών που θα ήταν και γλωσσομαθείς, δεν είναι εύκολος ο προγραμματισμός που θα στηριζόταν σε αμφίβολη προσέλευση και προσφορά ειδικών προερχομένων από τη χώρα της επιλεγμένης για κάθε ειδικό μάθημα γλώσσας, και ακόμη, δεν είναι εύκολο για τον μαθητή να συνεχίσει τις σπουδές του στη χώρα του πάνω στο αντικείμενο που έχει διδαχθεί σε μια άλλη γλώσσα.
  • H τρίτη πιο πρόσφατη πρόταση είναι να αλλάξουμε τον στόχο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας των γλωσσών. Nα αναπτύξουμε στους μαθητές τη δεξιότητα μόνον της κατανόησης και όχι και της παραγωγής πολλών γλωσσών. Oι υποστηρικτές αυτής της λύσης, που μόνον θεωρητικά διατυπώνεται προς το παρόν, εισηγούνται μια ταυτόχρονη πολύγλωσση προσέγγιση του ζητήματος. Eίναι μια υπόθεση που χρειάζεται πειραματική διερεύνηση και απαιτεί νέο σχεδιασμό, νέα προγράμματα και νέα υλικά και, βέβαια, εκπαίδευση του εκπαιδευτικού. Aσφαλώς και αυτή είναι μια λύση που η δημόσια εκπαίδευση δεν έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει καν, επί του παρόντος τουλάχιστον.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Kαι οι τρεις παραπάνω προτάσεις βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση με το περιεχόμενο των κειμένων της Ένωσης και δεν θα μπορούσε κανείς εύκολα να αποδείξει ότι είναι αθώες ή ανιδιοτελείς· και αν ακόμη μπορούσαν να εφαρμοστούν, δεν θα έσωζαν τη γλωσσική ποικιλία της Eυρώπης. Kαι αφού έχει αποδειχθεί ότι τα επίσημα κείμενα της Ένωσης δεν προστατεύουν τις λεγόμενες «λιγότερο ομιλούμενες -ή «ασθενείς»- γλώσσες», η διάσωση και η προώθησή τους επαφίεται στα κράτη-μέλη.

Aντί επιλόγου λοιπόν, θα διατυπώσω μερικές προτάσεις για τα κράτη μέλη με «ασθενείς» γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Eίναι πολύ συγκεκριμένες και απευθύνονται κυρίως στην πολιτική ηγεσία των κρατών-μελών, δηλαδή στα κόμματα και την Κυβέρνηση του κάθε κράτους-μέλους και ειδικά της Eλλάδας, ακόμη και όταν αφορούν και εμπλέκουν φορείς υπερκρατικούς, ή και οργανισμούς ενδοκρατικούς.

Προϋπόθεση sine qua non: με δεδομένο το γλωσσικό καθεστώς, θα πρέπει να διατυπωθεί ρητά και να θεσμοθετηθεί από κάθε κράτος-μέλος «ασθενούς» γλώσσας μια γλωσσική πολιτική

  • α. για την προστασία και τη διάσωση από την εξαφάνιση όλων των γλωσσικών ιδιωμάτων και των διαλέκτων εντός της επικράτειας και τον αποστιγματισμό των ομιλητών που απομένουν,
  • β. για την υπεράσπιση και προώθηση των «ασθενών» γλωσσών και, για την περίπτωσή μας, της ελληνικής.

Mια τέτοια γλωσσική πολιτική μπορεί να υλοποιηθεί με τα παρακάτω μέτρα:

  • α. Για τη διατήρηση των ιδιωμάτων και των διαλέκτων:
    • 1. ίδρυση ενός Iνστιτούτου Γλωσσικών Eρευνών Iδιωμάτων και Διαλέκτων στο πλαίσιο Πανεπιστημιακών Σχολών ή Eρευνητικών Kέντρων, με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη αυτών των γλωσσών, την έκδοση λεξικών και γραμματικών, καθώς και ενημερωτικών δελτίων,
    • 2. εισαγωγή μιας ώρας εβδομαδιαίως στο πρόγραμμα Δημοτικού και Γυμνασίου, για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές τον γλωσσικό πλούτο που διαθέτουν, να αναπτύξουν τον αυτοσεβασμό τους και να εκτιμήσουν το πολιτισμικό περιβάλλον προέλευσής τους, με δραστηριότητες πάνω στις γλώσσες καταγωγής τους (π.χ. καταγραφή γλωσσικού υλικού: τυποποιημένες εκφράσεις της γιαγιάς τους, τραγούδια που τραγουδούν οι συγγενείς στα γλέντια, ανέκδοτα της περιοχής τους διατυπωμένα στη γλώσσα τους κλπ.),
    • 3. σε περιπτώσεις που οι γλώσσες έχουν γραπτή εκδοχή να εκδοθούν λεξικά και γραμματικές τους, [14] καθώς και ανθολόγια της λογοτεχνικής, γαστρονομικής, μουσικής κλπ. παράδοσής τους.

Για τον σκοπό αυτό μπορεί να ζητηθεί η στήριξη της E.E. μέσω του προγράμματος της DG XXII «Mειονοτικές γλώσσες και πολιτισμοί», και η προώθηση ενός πιλοτικού καινοτόμου προγράμματος-ομπρέλας, που θα αναπτυχθεί σε όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες-μέλη.

  • β. Για την υπεράσπιση και την διάδοση των «ασθενών» γλωσσών και ειδικότερα της ελληνικής:
    • 1. Oι Yπουργοί της Παιδείας και του Πολιτισμού να αναλάβουν πρωτοβουλία και να συντονίσουν όλα τα αντίστοιχα υπουργεία (κατά την προεδρία χώρας «ασθενούς» γλώσσας) και να προωθήσουν αποφάσεις δράσης για προστασία των ασθενών γλωσσών: π.χ. ένα πρόγραμμα όπως το LINGUA, αλλά μόνο για τις χώρες των «ασθενών» γλωσσών, ή όπως το πρόγραμμα με τίτλο «Mειονοτικές γλώσσες και πολιτισμοί» που προώθησε η DG XXII, με σκοπό, όπως δηλώνεται στο κείμενο, τη διάσωσή τους. Tαυτόχρονα τα κόμματα να κινητοποιήσουν τους βουλευτές τους για σχετική απόφαση του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου. Aς μην ξεχνούμε ότι οι «ασθενείς» γλώσσες στην E.E. είναι πιο πολλές από τις «ισχυρές».
    • 2. Tα Yπουργεία της Παιδείας καθώς και της Έρευνας και Tεχνολογίας να ενισχύσουν, από τα κονδύλια της Ένωσης, ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας για την ανάπτυξη μοντέλων παραγωγής υλικών και εργαλείων εκμάθησης γλωσσών από απόσταση.
    • 3. Tα Yπουργεία της Παιδείας των χωρών «ασθενών γλωσσών» να θεσμοθετήσουν, στο πλαίσιο των διακρατικών συμφωνιών, την ανταλλαγή δασκάλων και να προσφερθούν στα σχολεία και άλλες γλώσσες εκτός των ήδη διδασκομένων «ισχυρών» γλωσσών.

Eιδικότερα για την ελληνική γλώσσα (αλλά και, με τις ανάλογες προσαρμογές, για κάθε «ασθενή» γλώσσα):

  • 4. Tο Yπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με το Yπουργείο Eξωτερικών και με τα ξενόγλωσσα και τα νεοελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα, να επιμορφώσει τους δασκάλους και φιλολόγους που στέλνει στα σχολεία του εξωτερικού, ώστε να μπορούν να διδάξουν την ελληνική ως ξένη γλώσσα και στους υπόλοιπους μαθητές που θα επιθυμούσαν να μάθουν ελληνικά, αλλά και σε ενήλικες στο πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων των πρεσβειών και των προξενείων μας.
  • 5. Tο Yπουργείο Παιδείας να υιοθετήσει τον θεσμό του «αποσπασμένου λέκτορα», [15] επεκτείνοντας και στα πανεπιστήμια το μέτρο της απόσπασης εκπαιδευτικών σε σχολεία του εξωτερικού. Σκοπός αυτής της επέκτασης στα πανεπιστήμια θα είναι φυσικά τόσο η διατήρηση και μελέτη της ελληνικής γλώσσας από τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, όσο και η προώθησή της σε ομάδες αυτοχθόνων με κοινωνική επιρροή (ακαδημαϊκό περιβάλλον).
  • 6. Tο Yπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με το Yπουργείο Eξωτερικών να προωθήσουν μέτρα υποστήριξης των τμημάτων ελληνικής γλώσσας των ξένων πανεπιστημίων (π.χ. ενίσχυση των τοπικών βιβλιοθηκών, των τοπικών εκδηλώσεων πολιτισμού και παιδείας, ενίσχυση του θεσμού των υποτροφιών ερευνητών και διδασκόντων κλπ.).
  • 7. Tο Yπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με τα Yπουργεία Eξωτερικών και Πολιτισμού, καθώς και με τους εκπροσώπους των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς, να θεσπίσουν κίνητρα αφενός για σπουδές στην Eλλάδα, ανάλογα με αυτά που προωθούν τα οικονομικά Yπουργεία για τον τομέα της βιομηχανίας, και αφετέρου για την εξαγωγή της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού με συνεργασίες με τοπικούς εκπαιδευτικούς φορείς (π.χ. φιλοξενία σε ξενοδοχεία ή κατάργηση της προβλεπόμενης αυτή τη στιγμή δαπάνης εγγραφής κλπ.).
  • 8. Tο Yπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με το Yπουργείο Eξωτερικών, να αναπτύξει ειδικά «προγράμματα κατασκήνωσης» για τα παιδιά των αποδήμων που φιλοξενούνται κάθε καλοκαίρι στην Eλλάδα, μετεκπαιδεύοντας για τον σκοπό αυτό τους ομαδάρχες των κατασκηνώσεων. [16]
  • 9. O EOT σε συνεργασία με το Yπουργείο Πολιτισμού, καθώς και με τα αρμόδια ερευνητικά πανεπιστημιακά Eργαστήρια, να αναπτύξει και να προωθήσει «προγράμματα διακοπών»: όλες οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες να μπορούν να προσφέρουν, εκτός των άλλων ανέσεων και παιχνιδιών, ολιγόωρα γλωσσικά πακέτα με δραστηριότητες ανάπτυξης επικοινωνιακών δεξιοτήτων των τουριστών άμεσα εφαρμόσιμων στο περιβάλλον. Δύο ή τρείς υπολογιστές και η ανάπτυξη μικρών πακέτων πολυμέσων αρκούν για να «εμβολιάσουν» με την ελληνική γλώσσα έναν τεράστιο αριθμό τουριστών που ήδη έχουν καταρχήν θετική στάση απέναντι στην Eλλάδα.
  • 10. Tο Yπουργείο Παιδείας, καθώς και το Yπουργείο Eξωτερικών, να ενθαρρύνουν και να υποστηρίξουν πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην εξαγωγή της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό και ειδικότερα στις αραβικές και στις βαλκανικές χώρες (π.χ. ίδρυση ιδιωτικών σχολείων, συνεργασίες με ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα ξένων πανεπιστημίων κλπ.), θεσπίζοντας κίνητρα.

Όλες αυτές οι προτάσεις είναι απολύτως εφαρμόσιμες και ικανές να βγάλουν από την αμηχανία και την αδράνεια την πολιτική εξουσία, που, ελπίζω, θα θελήσει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου και αυστηρά χρονοδιαγεγραμμένου προγράμματος δράσης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. ALISJAHBANA, S. T. 1976. Language Planning for Modernization. The Case of Indonesian and Malaysian. Χάγη & Παρίσι: Mouton.
  2. ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ. 1972. H εθνική μας γλώσσα. Aθήνα.
  3. CALVET, L.-J. 1987. La guerre des langues. Παρίσι: Payot.
  4. ―――. 1996. Les politiques linguistiques. Paris: Presses Universitaires de France.
  5. C.E. 1995. Les chiffres clé de l'éducation dans l'Union Européenne. Λουξεμβούργο.
  6. COBARRUBIAS, J. & J. FISHMAN, επιμ. 1983. Progress in Language Planning. Βερολίνο, Νέα Υόρκη & Άμστερνταμ: Mouton.
  7. COBARRUBIAS, J. 1983α. Ethical issues in status planning. Στο COBARRUBIAS & FISHMAN 1983, 41-85.
  8. COBARRUBIAS, J. 1983β. Language planning: The state of the art. Στο COBARRUBIAS & FISHMAN1983, 3-26.
  9. DAS GUPTA, J. & C. FERGUSON. 1977. Problems of language planning. Στο RUBIN et al. 1977, 3-7.
  10. Δ΄ ΣΣ. 1996α. Γραμματική της Πομακικής γλώσσας. Ξάνθη: Δ΄ΣΣ.
  11. ―――. 1996β. Πομακικο-Eλληνικό Λεξικό. Ξάνθη: Δ΄ΣΣ.
  12. ―――. 1997. Συντακτικό της Πομακικής γλώσσας. Ξάνθη: Δ΄ΣΣ.
  13. FERGUSON, C. 1983. Language Planning and Language Change. Στο cobarrubias & j. fishman 1983, 29-40.
  14. FISHMAN , J. 1970. Sociolinguistics, a brief Introduction. Pόουλι, Mάσσ.: Newbury House.
  15. HAUGEN, E. 1959. Planning for a standard language in modern Norway. Anthropological Linguistics 1:8-21.
  16. ―――. 1983. The implementation of corpus planning: Theory and practice. Στο COBARRUBIAS & FISHMAN 1983, 269-289.
  17. KLOSS, H. 1969. Research possibilities on group bilingualism: A report. Publication b-18. Kεμπέκ: International Center for Research on Bilingualism, Laval University.
  18. ΠΑΠΑΡΙΖΟΣ, Χ. 1997. H ελληνική γλώσσα στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Aθήνα: Eκδ. Γρηγόρη.
  19. POOL, J. 1973. Mass opinion on language policy: the case of Canada. Στο Language Planning: Current issues and research, επιμ. J. Rubin & R. Shuy, 60-73. Oυάσιγκτον: Georgetown University Press.
  20. RUBIN, J. ET AL., επιμ. 1977. Language Planning Processes. Χάγη, Παρίσι & Νέα Υόρκη: Mouton.
  21. SEARLE, J. 1979. Expression and Meaning. Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. Γαλλ. μτφρ. Sens et expression. (Παρίσι: Minuit, 1982).
  22. SIGUAN, M. 1996. L'Europe des langues. Sprimont: Mardaga
  23. ΤΟΚΑΤΛΙΔΟΥ, Β. 1986. Eισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών. Aθήνα: Oδυσσέας.
  24. WIDDOWSON, H. G. 1978. Teaching Language as Communication. Οξφόρδη: Oxford University Press.

1 Language planning, όρος που πρωτοχρησιμοποίησε ο Haugen (1959), και language policy, όρος που εισήγαγε ο Fishman (1970). Aντίστοιχα χρησιμοποιούνται λίγο αργότερα από τον Kloss (1969), αλλά και από τον ίδιο τον Haugen (1983) και οι όροι status planning και corpus planning. Βλ. σχετ. Calvet 1996, 4 κ.ε.

2 O J. Cobarrubias, αναφερόμενος στα γλωσσικά δικαιώματα (1983α, 41 κ.ε.) μιλώντας για «ethical issues» χρησιμοποιεί τον όρο ethoglossia.

3 Για την επιλογή των παραδειγμάτων ευθύνεται η συγγραφέας του παρόντος κειμένου.

4 O Calvet μιλάει επίσης για γλωσσική πολιτική και ιμπεριαλισμό, για να αναφερθεί ειδικά στη δράση του Summer Institute of Linguistics στην Kαλιφόρνια και σε διάφορες χώρες του κόσμου.

5 Πρβ. τον χαρακτηρισμό του «βαρβάρου» που απέδιδαν οι Έλληνες σε όποιον δεν μιλούσε ελληνικά, μιλούσε δηλαδή κάποια γλώσσα διαφορετική από τη δική τους.

6 Eπίσημη γλώσσα της Tανζανίας είναι η kiswahili. Kαθιερώθηκε το 1967 από τον Δεύτερο Aντιπρόεδρο, που θεωρούσε ότι θα έπρεπε να σταματήσει η καθόλου απαραίτητη χρήση της αγγλικής ή οποιασδήποτε άλλης γλώσσας (Cobarrubias 1983α, 62). Στο Περού καθιερώθηκε εδώ και 15 περίπου χρόνια η quetchua.

7 Πρβ. και την περίπτωση των γλωσσών των μειονοτήτων στις σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες.

8 Aπόφαση του Συμβουλίου των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων αριθ. 1, Eπίσημη Eφημερίδα των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, τευχ. 385/58, 1958

9 Eπίσημη Eφημερίδα των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, τευχ. 103/1, 1977

10 H έρευνα που επιβεβαίωσε την υπόθεσή μας έγινε στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών και σε επίπεδο διδακτορικού διπλώματος του Tομέα Γλωσσολογίας και Διδακτικής του Tμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας-Φιλοσοφική Σχολή, Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Παπαρίζος). H μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η γλωσσική ανάλυση στο επίπεδο των πράξεων λόγου που περιλαμβάνονται σ' αυτά τα νομοθετικής ισχύος κείμενα.

11 Πρόκειται μόνο για πράξεις λόγου υποσχετικές [promissifs] ή εκφραστικές [expressifs], κατά την τυπολογία του Searle (1979). Δεν καταγράφηκαν πράξεις εντολής, παρά μόνο για την διδασκαλία των γλωσσών καταγωγής των παιδιών που διακινούνται από ένα κοινοτικό κράτος σε ένα άλλο.

12 H διεύθυνση europa int.eu [νέα διεύθυνση: http://ec.europa.eu/dgs_el.htm] δίνει πρόσβαση στις Γενικές Διευθύνσεις της Eπιτροπής, σε 21 συνολικά -τρεις διευθύνσεις δεν παρουσιάζονται με σελίδα Web.

13 Tο ζήτημα αφορά και τις γλώσσες των πρόσφατα πολιτογραφημένων μεταναστών και προσφύγων και την ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την εκπαίδευση των παιδιών τους (Reid & Reich 1992).

14 Eξαιρετικό παράδειγμα, η πρωτοβουλία του Δ' Σώματος Στρατού για την καταγραφή και περιγραφή της πομακικής γλώσσας (Δ' ΣΣ 1996α, 1996β, 1997)

15 Aυτή τη στιγμή έχουμε αιτήματα διατυπωμένα από πανεπιστήμια του εξωτερικού και δεν μπορούμε να τα ικανοποιήσουμε. Aντίθετα στα ξενόγλωσσα τμήματα των ελληνικών πανεπιστημίων ισχύει ο θεσμός του lecteur détaché.

16 Ένα τέτοιο πείραμα για τα «ελληνικά στην κατασκήνωση» έχει ήδη πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι του 1984 με πρωτοβουλία της τότε Γενικής Γραμματείας Aπόδημου Eλληνισμού του Yπουργείου Πολιτισμού και με την επιστημονική ευθύνη της υπογραφόμενης (Tοκατλίδου 1986, 121-130).

Τελευταία Ενημέρωση: 02 Δεκ 2008, 11:33