Μελέτες 

Σύγκριση Προγραμμάτων Σπουδών (2004) 

 

1.2. Οι τύποι των Προγραμμάτων Σπουδών

Γενικώς, τα σχολικά ΠΣ με κριτήριο τον προσανατολισμό τους διακρίνονται σε υλικοκεντρικά και σε στοχοκεντρικά[6]. Σύμφωνα με τους Δενδρινού και Ξωχέλλη, «ένα υλικοκεντρικό πρόγραμμα αποτελεί έναν τύπο καταλόγου ο οποίος περιέχει τα στοιχεία της ύλης που πρέπει να καλυφθεί στην τάξη, ενώ τα στοχοκεντρικά χαρακτηρίζονται από τη συστηματοποίηση στόχων που πρέπει να επιτευχθούν ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας ή της μάθησης» (1999: 81-2).

Ακολουθώντας τη γενικότερη στροφή από το σχεδιασμό υλικοκεντρικών στο σχεδιασμό στοχοκεντρικών προγραμμάτων, η βασική εξέλιξη που παρατηρείται στα ΠΣ του σχολείου που συγκροτήθηκαν το 2001 είναι ο στοχοκεντρικός προσανατολισμός τους. Σύμφωνα με τους συντάκτες τους, αυτό που ενδιαφέρει είναι η λειτουργία του συστήματος, η ανάπτυξη του γλωσσικού γραμματισμού, το πώς θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ο μαθητής/η μαθήτρια[7] όσο γίνεται καλύτερα τη γλώσσα για την επικοινωνία του και τη σχολική, επαγγελματική και κοινωνική του πρόοδο. Έμφαση δίνεται λοιπόν στην ανάλυση των φαινομένων και στις διδακτικές ή ερευνητικές δραστηριότητες [πρβλ. Ο μαθητής αξιοποιεί τους Η/Υ και το διαδίκτυο, για να επικοινωνεί και για να παίρνει πληροφορίες για το θέμα που τον ενδιαφέρει. Επίσης χρησιμοποιεί τη βιβλιοθήκη του σχολείου ή της περιοχής. ΠΣ Γυμνασίου]. Οι στόχοι που αναφέρονται ανήκουν σε τρεις κατηγορίες[8]. Αφορούν α) την ανάπτυξη γνωστικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων [πρβλ. Tα παιδιά μαθαίνουν να διακρίνουν καταφατικές προτάσεις κρίσης, επιθυμίας και να τις μετατρέπουν σε ερωτηματικές ή αρνητικές και το αντίστροφο και Τα παιδιά πρέπει να κατανοούν τις φραστικές επιλογές του ομιλητή, οι οποίες καθορίζονται από την περίσταση επικοινωνίας (ΠΣ Γ΄ - Δ΄ τάξεων Δημοτικού), β) την εμπέδωση διαδραστικών συμπεριφορών (δηλ. τι πρέπει να μπορούν να κάνουν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία) [πρβλ. Ο μαθητής πρέπει να παίρνει θέση σε απαιτητικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος και η ειρήνη, το οικολογικό πρόβλημα κτλ., να σχεδιάζει, να γράφει συνθετικές ερευνητικές εργασίες αξιολογώντας τις κατάλληλες πηγές (ΠΣ Γυμνασίου)] και γ) τη γλωσσική επίγνωση[9] των μαθητών [πρβλ. Τα παιδιά πρέπει να αποτιμούν και να θέτουν σε κριτικό έλεγχο αυτά που ακούν (ΠΣ Ε΄ - Στ΄ τάξεων Δημοτικού)].

Από την άλλη πλευρά το ΑΠΠΕ λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, είναι συγχρόνως στοχοκεντρικό και υλικοκεντρικό. Χαρακτηρίζεται δηλαδή τόσο από τη συστηματοποίηση των διδακτικών και μαθησιακών στόχων, όσο και από την απαρίθμηση των στοιχείων του γλωσσικού συστήματος που πρέπει να διδαχτούν σε κάθε επίπεδο.

Επειδή το ΠΣ του 1982 για το Δημοτικό ήταν υλικοκεντρικό, δηλαδή εκτός από τις γλωσσικές πράξεις και τις έννοιες που ανέφερε ότι έπρεπε να κατακτήσει ο μαθητής, το μεγαλύτερο μέρος του ήταν ένας κατάλογος των γλωσσικών στοιχείων που έπρεπε να διδαχτούν ανά τάξη, διατηρήθηκε η σύγκριση που είχε ήδη ολοκληρωθεί με τα δύο πρώτα επίπεδα ελληνομάθειας, γιατί μας έδινε την ευκαιρία να αντιστοιχίσουμε τα επιμέρους γλωσσικά στοιχεία. Όταν δημοσιεύτηκε το νέο ΠΣ, προστέθηκαν στην ήδη υπάρχουσα σύγκριση τα νέα στοιχεία που περιείχε το πρόγραμμα.

Λόγω του στοχοκεντρικού προσανατολισμού των προγραμμάτων του Γυμνασίου και του Λυκείου, η σύγκρισή τους με τα αντίστοιχα επίπεδα του ΠΣ ελληνομάθειας επικεντρώθηκε στους στόχους.

6 «H ευρωπαϊκή παράδοση περιέλαβε στους στόχους στα γλωσσικά προγράμματα μετά το 1975, δηλαδή μετά την εξάπλωση και αποδοχή της επικοινωνιακής προσέγγισης» (Tσοπάνογλου 2000: 101).

7 Στο εξής, για λόγους οικονομίας, θα χρησιμοποιούμε το αρσενικό γένος δηλώνοντας και το θηλυκό σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις.

8 Βλ. Δενδρινού & Ξωχέλλη 1999: 83.

9 Το κίνημα της γλωσσικής επίγνωσης (language awareness) ξεκίνησε τη δεκαετία του '80 σε αγγλόφωνες κυρίως χώρες. «Η λογική στην οποία στηρίζεται το κίνημα αυτό είναι ότι για να έχουμε οι άνθρωποι το μερίδιο που μας αναλογεί στον καταμερισμό της κοινωνικής δύναμης, πρέπει να γνωρίζουμε πώς λειτουργεί η γλώσσα - η χρήση της οποίας, ως γνωστό δεν είναι διόλου ιδεολογικά αθώα… Εννοείται, βεβαίως, ότι εφόσον μιλάμε για την κοινωνική λειτουργία της γλώσσας, η γνώση που πρέπει να αποκτήσουμε δεν αφορά στη μορφή των λέξεων και στη σύνταξη των προτάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες των παραδοσιακών γραμματικών, αλλά στη δόμηση της γλώσσας ως κοινωνιοσημειωτικού συστήματος.
Αυτή είναι η γνώση για τη γλώσσα που υποστηρίζει ο Halliday πως πρέπει να προσφέρει η σχολική εκπαίδευση. Μάλιστα, στη σύγχρονη βιβλιογραφία, η γνώση αυτή συχνά αποκαλείται… κριτική γλωσσική συνειδητότητα (critical language awareness) για να είναι διακριτή από άλλου τύπου γνώσεις για τη γλώσσα» (σημείωση 1 της Δενδρινού στον Halliday 2000: 55).

Τελευταία Ενημέρωση: 15 Ιούν 2010, 14:04