ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ταγκόπουλος, Δημήτριος

Χρυσαυγή

ΧΡΥΣΑΥΓΗ

Ἔτσι λοιπὸν ποὺ λές, φίλε μου. Πάνου ἀπὸ τρία χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴ βραδιὰ ποὺ μὲ μιὰ κλωτσιὰ γκρέμισα τὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας μου, κι ὅμως στιγμὴ δὲ μοῦ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ μου ἡ Χρυσαυγή. Πάντα τὴ θυμάμαι. Πάντα, καὶ τώρα ὅπως καὶ τότες, ἔρχεται ἀνάλαφρη σὰ δροσιὰ καὶ σὰ μενεξὲς εὐωδάτος νἀπαλοχαδέψει τὴν ψυχή μου, νὰ διώξει τὸ κακὰ σβραχνᾶ ἀπὸ πάνου της. Ἡ καλή μου! Στιγμὴ δὲ μἀφήνει νὰ στενοχωρηθῶ.

Τὴ νύχτα ποὺ κάθησα νὰν τῆς γράψω τὸ στερνό μου τὸ γράμμα καὶ νὰν τῆς πῶ − ἄχ, γιὰ νὰ κάνω αὐτὴ τὴ σκληρὴ ἀπόφαση, ἐγὼ ξέρω πόσο πάλεψα μὲ τὸν ἑαυτό μου! − πὼς ἐδὼ κι ὀμπρὸς οὔτε θὰν τὴν ξαναδῶ οὔτε θὰν τῆς ξαναγράψω, ὅλες οἱ πανέμορφες ζουγραφιὲς ἦρθαν κι ἁπλωθήκανε μπρὸς στὰ μάτια μου.

Τὄγραψα στὸ νησί μας, στὄμορφο καὶ στὸ χαριτωμένο, ποὺ τὸ φιλοῦσε ὁλόγυρα ἡ θάλασσα καὶ ποὺ τὰ πεῦκα καὶ τἀμπέλια τὸ στεφάνωναν. Καὶ θαρροῦσα πὼς τἄβλεπα ὅλα τὴ στιγμὴ ποὺ τὄγραφα κ' ἔλεγα: Νά, κ' ἡ ἀμμουδιὰ ποὺ τὴν πρωτόειδα νὰ παίζει μικρὴ παιδούλα μὲ τὰ κοντά της φουστανάκια καὶ μὲ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά της τὰ ξέπλεχτα. Νά, κ' ἡ ἀμυγδαλιά, μέσα στ' ἀμπέλι μας, ποὺ δέναμε τὴν κούνια τὰ δειλινὰ καὶ παίζαμε. Νά, καὶ τὸ κάτασπρο ρημοκλήσι στὰ ριζὰ τοῦ πευκοντυμένου βουνοῦ ποὺ ἀπὸ κεῖ μέσα νυφούλα βγῆκε, ὕστερ' ἀπὸ χρόνια, καμαρωτὴ καὶ περήφανη.

Τὴν καημένη τὴ Χρυσαυγούλα! Σὰν ἀδερφή μου μικρούλα τὴν ἀγαποῦσα, σὰν Ἀνεράϊδα τὴ φανταζόμουνα, σὰν εἴμουνα μακριά της, καὶ ποτὲς ἀπὸ τὸ νοῦ μου δὲν πέρασε πὼς εἴτανε γυναίκα κι αὐτή, καὶ γυναίκα λαχταριστὴ καὶ ὄμορφη.

Κρυφὰ δὲν εἶχε ἀπὸ μένα. Μἄνοιγε τὴν καρδιά της κι ὅλα μοῦ τἄλεγε. Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο. Ὅ,τι σκεφτόμουνα, ἤθελα νὰν τὸ ξέρει κ' ἡ Χρυσαυγὴ καὶ θαρροῦσα πὼς ἔκανα ἔγκλημα ὅταν τῆς ἔκρυβα καμιὰ σκέψη μου.

Ἔτσι τὸ θαρροῦσα, ἔτσι ὅπως σοῦ τὸ λέω, ἔγκλημα. Νὰ μὲ πιστέψεις, φίλε μου. Μοῦ τἄλεγε ὅμως κι αὐτὴ ὅλα τὰ κρυφά της; Τὸ θαρροῦσε ἔγκλημα νὰ μοῦ κρύβει κανένα; Δὲν ξέρω. Μὰ καὶ δὲ μ' ἔννοιαζε. Τί θὰ κάνω ἐγὼ κοίταζα, πῶς θὰ φερθῶ ἐγώ. Ἡ Χρυσαυγὴ πάλε ἂς φρόντιζε γιὰ λόγου της.

Ἔτσι σιγὰ σιγὰ, ποὺ λὲς, δίχως νὰν τὸ νιώθω, ἄρχιζα νὰ τῆς κρύβω τὰ μυστικά μου ἢ κάλλιο νὰ τῆς κρύβω ἕνα μεγάλο μυστικό. Ἄρχισα νὰ τὴν ἀγαπάω, ὄχι πιὰ σὰν ἀδερφούλα, τὴ Χρυσαυγή. Νά, τὸ μυστικό μου. Νά, ἐκεῖνο ποὺ τῆς ἔκρυβα. Σὰν τὸ συλλογίστηκα, σὰ συλλογίστηκα πὼς εἶχα κάτι μέσα στὴν ψυχή μου ποὺ δὲν μποροῦσα νὰν τῆς τὸ πῶ, τρόμαξα.

Κρύφὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή; Κι αὐτὴ νὰ μοῦ φέρνεται, καὶ παντρεμένη ἀκόμα ποὖναι, σὰν νἄχει νὰ κάνει μ' ἀδερφό της; Δὲ γίνεται. Σὰν κρατάω μυστικὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή, ἀδερφή μου πιὰ δὲν εἶναι. Καὶ γὼ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἀδερφή. Τέτια ἀγάπη, ἀδερφικὴ ἀγάπη, μοῦ λείπει. Ἡ ἐρημιὰ τῆς ζωῆς μου αὐτὴ τὴν ἀγάπη χρειάζεται. Καὶ νά, τώρα, αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοῦ φεύγει, δίχως νὰν τὸ θελήσω, ναί, δίχως νὰν τὸ θελήσω, δίχως νὰν τὴ διώξω. Μοῦ φεύγει, τὴ διώχνει ἡ Φύση ποὺ δὲ θέλει μιὰ γυναίκα ὄμορφη κ' ἕνας ἄντρας, νιὸς ἀκόμα, νἀγαπιοῦνται μονάχα ἀδερφικά. Ἀταίριαστο πρᾶμα, καὶ τἀταίριαστα τὰ διώχνει ἡ Φύση ποὺ τἄχει ὅλα τόσο ταιριασμένα γύρω μας.

Ἔσβηνε τὸ καλοκαίρι καὶ σὲ λίγες μέρες εἴτανε νἀφήσω τὸ νησί μας καὶ νὰ γυρίσω στὴν Ἀθήνα. Τρεῖς μῆνες ἔλειπα, κ' οἱ τρεῖς μῆνες περάσανε σὰ νερό. Κάθε μέρα μὲ τὴ Χρυσαυγή. Πότε σπίτι της, πότε στὰ κυματοδαρμένα βράχια, πότε μὲ τὴ βάρκα, πότε στοῦ κήπου της τὶς ἀνθοσπαρμένες βραγιές. Μέρα δὲν περνοῦσε ποὺ νὰ μὴν τὴ δῶ καὶ στιγμὴ ποὺ νὰ μὴ λουστῶ στὴν καλοσύνη της. Ἄν τύχαινε καμιὰ μέρα νὰ μὴν πάω, θὰ μοὔγραφε, θὰ μὲ ζητοῦσε. Τῆς ἄρεσε, λέει, ἡ συντροφιά μου, τὴν εἶχε συνηθίσει, σὰ δὲ μ' ἔβλεπε, λέει, κάτι τῆς ἔλειπε. Καὶ μοῦ τὄγραφε μὲ τόση χάρη, μὲ τόση γλύκα, ποὺ κι ἀπόφαση νὰ εἶχα κάνει νὰ μὴν πάω τὴν ἄλλη μέρα, τὴν πατοῦσα ἐφτὺς τὴν ἀπόφασή μου, ἄφηνα νὰ μὲ τραβάει ἡ θέλησή της σὰ μωρὸ παιδί.

Θέληση ἐγὼ δὲν εἶχα σιμά της. Τὄβλεπα. Μἄβλεπα καὶ τἄλλο. Ἔβλεπα πὼς ἔπρεπε νἀποχτήσω κεῖνο ποὺ μοὔλειπε, νἀποχτήσω τὴ θέληση καὶ νὰ κόψω τὸ σκοινί. Αὐτὸ τὸ πρᾶμα δὲν μποροῦσε νὰ τραβήξει σὲ μάκρος. Ὁ κόσμος ποὺ δὲν βλέπει μὲ καλὸ μάτι, γιατὶ δὲν τὶς πολυκαταλαβαίνει, τέτιες συντροφιὲς ἁγνὲς κι ἄδολες, κάτι θἄβαζε μὲ τὸ νοῦ του, κάτι κακὸ θἄλεγε. Μὰ κι ὁ ἄντρας της, ποὺ δὲ φαινότανε νἄδινε κακιὰ ἐξήγηση στὴ φιλία μας, μποροῦσε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ κόσμου, ἢ κι ὁ ἴδιος, δίχως νὰν τοῦ πεῖ κανένας τίποτα, κάτι νὰ ὑποψιαστεῖ. Καὶ ἡ Χρυσαυγή, ποιός τὸ ξέρει μήπως κι αὐτή, δίχως νὰν τὸ νιώσει καὶ δίχως νὰν τὸ θελήσει, πάψει πιὰ νὰ βλέπει σὲ μένανε ἀδερφό της κι ἀρχινήσει νὰ βλέπει ἐρωμένο της;

Ἔπρεπε λοιπὸν τὸ σκοινὶ νὰ κοπεῖ μιὰ καὶ καλή. Νὰ στενοχωρηθεῖ, νὰ κακοπάθει ἡ Χρυσαυγὴ γιὰ χάρη μου; Δὲ γίνεται. Κάλλιο ἐγὼ νὰ στενοχωρηθῶ, νὰ κακοπάθω. Ἡ ἀγάπη μου, ἔνιωθα, εἴτανε τόσο τρανὴ ποὺ ἤθελα ἡ Χρυσαυγή μου νὰ μὴ μἀγαπήσει, γιὰ νὰ μὴ νιώσει οὔτε τὴν παραμικρὴ στενοχώρια ἀπὸ τὴν ἀγάπη της.

Δὲ σὲ γελάω, φίλε μου. Ὅλη τὴν καρδιά μου σἀνοίγω αὐτὴ ἐδὼ τὴ στιγμή. Τίποτα δὲ σοῦ κρύφτω, τίποτα δὲ σοῦ παραφουσκώνω. Σ' τὰ λέω τὰ πράματα ὅπως συνέβηκαν κι ὅπως τὰ αἰσθάνθηκα, γιατὶ ἔτσι μονάχα ξαλαφρώνω, ἔτσι μονάχα βγάζω τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ πάνω μου.

Λοιπὸν ποὺ λές, φίλε μου, ἔσβηνε τὸ καλοκαίρι καὶ σὲ τρεῖς τέσσερες μέρες θἄφευγα γιὰ τὴν Ἀθήνα. Εἶχε πεῖ ὁ Ἀποστόλης, ὁ ἄντρας τῆς Χρυσαυγῆς, πὼς μπορούσανε νἀρθοῦν κι αὐτοὶ τὸ χυνόπωρο στὴν Ἀθήνα, γιὰ λίγες μέρες, γιὰ κάτι δουλιές τους. Φαντάζεσαι πιὰ τὴ χαρὰ τῆς Χρυσαυγῆς. Ἄλλη φορὰ καὶ γὼ θὰ χαιρόμουνα, μὰ τώρα ἄρχισα νὰ στενοχωριέμαι. Στὴν Ἀθήνα ἡ Χρυσαυγή; Ὁ ἄντρας της θὰ κοίταζε τὶς δουλιές του, οἱ δύο μας λοιπὸν ὅλη μέρα μοναχοί μας θὰ γυρίζαμε. Σὰ μοῦ τὸ εἶπαν κατζούφιασα. Ἡ Χρυσαυγὴ τὸ πρόσεξε. "Καὶ γὼ ἔλεγα πὼς θὰ χαρεῖς!" μοὖπε σιγὰ σιγὰ καὶ μὲ παράπονο.

Μοῦ τὸ εἶπε αὐτὸ στὸν κῆπο της. Εἴτανε Κυριακὴ βράδι κ' ἔφαγα σπίτι τους. Ἀφοῦ ἀποφάγαμε, κατεβήκαμε στὸν κῆπο νὰ πιοῦμε τὸν καφέ μας στὸ δροσό. Αὐγουστιάτικη νύχτα, φεγγάρι σὰ μέρα, νυχτομπάτης δροσερώτατος. Ὁ Ἀποστόλης μιλοῦσε μὲ τὸν περβολάρη ποὺ μὲ τὸ τσαπὶ στὸ χέρι ἀπόσωνε τὸ πότισμα, ποὺ τὄχε ἀρχίσει ἀπὸ νωρίς· ἡ Χρυσαυγὴ καὶ γὼ καθισμένοι στὸ πεζούλι ἀντικρὺ στὸ μάγγανο, κοιτούσαμε τὸ νερὸ ποὺ τἀνέβαζαν πάνω τὰ συκλιὰ καὶ τἀδειάζανε στ' αὐλάκι καὶ στὴ στέρνα ὕστερα. Κ' ἔπειτα τὸ βλέπαμε νὰ φεύγει ἀπὸ τὴ στέρνα, νὰ χύνεται μὲς στὶς γράνες, νὰ πλημμυρίζει τὶς βραγιές, ἤρεμο, σιγοτρεχούμενο κι ἀσημωμένο ἀπὸ τὶς ἀχτίδες τοῦ φεγγαριοῦ.

Στεκούμαστε κεῖ ὥρα καὶ δὲν ἀνοίγαμε τὸ στόμα μας νὰ ποῦμε λέξη. Ἐμένα μὲ κόμπωνε ἡ ἰδέα τοῦ γλήγορου χωρισμοῦ. Ἡ Χρυσαυγή, ποιός ξέρει τί νὰ σκεφτότανε.

− Μᾶς φεύγεις λοιπὸν τὴν Τετράδη; μὲ ρωτάει ἔτσι ξαφνικά.

− Ναί! τῆς ἀπαντάω ξερὰ ξερὰ χωρὶς νὰ τὴν κοιτάξω καθόλου, θωρώντας ὁλοένα τὰ συκλιὰ πἀνεβαίνανε γιομάτα νερό.

− Κρῖμα! κάνει χωρὶς νὰ μὲ ξανακοιτάξει κι αὐτὴ κ' ἔπειτα λέει σιγά, σὰ νὰ κουβέντιαζε μοναχή της. "Γλήγορα πέρασαν τρεῖς μῆνες ἁλάκεροι… σὰ νερό… Τὴν Τετράδη βράδι λοιπὸν περνάει τὸ βαπόρι… Ἡ Ἀθήνα ἔχει τόσες διασκέδασες… ποῦ νὰ θυμηθεῖ κανένας τοὺς φίλους τους ἐκεῖ!…"

− Στὶς κακιές σου εἶσαι ἀπόψε, Χρυσαυγή! τῆς κάνω.

− Δὲν ξέρω γιατί θέλεις νἄμαι στὶς καλές μου! μοῦ λέει καὶ φεύγει θυμωμένη κατὰ τὸ μέρος ποὺ εἴταν ὁ Ἀποστόλης μὲ τὸν περβολάρη.

Ἔμεινα μοναχός μου ἐκεῖ, ἀποσβολωμένος, κάμποση ὥρα. Τί σκέψες πέρασαν ἀπὸ τὸ νοῦ μου ἐκείνη τὴν ὥρα, ποῦ νὰ σ' τὶς πῶ. Σὲ λίγο μὲ φώναξε ὁ Ἀποστόλης. Πῆγα σιμά τους. Ἡ Χρυσαυγὴ μελαχολικιά. Βαρετὰ ἄνοιγε τὸ στόμα της νὰ πεῖ καμιὰ λέξη, ὄχι σὲ μένα, στὸν ἄντρα της καὶ στὸν περβολάρη. Ἐμένα μοῦ κουβέντιαζε μὲ τὶς ματιές της ποὺ μοὔρηχνε ποῦ καὶ ποῦ, γιομάτες πόνο καὶ παράπονο.

Σὰν εἴτανε νὰ φύγω, μοὔσφιξε δυνατὰ τὸ χέρι καὶ μοὖπε σιγανὰ καὶ γλήγορα:

− Αὔριο τὸ πρωῒ νἀρθεῖς δίχως ἄλλο σπίτι. Θἄμαι μοναχή μου. Ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι σπουδαῖο!…

Τῆς τὸ ὑποσχέθηκα, μὰ ὁ τρόπος ποὺ μοῦ τὸ εἶπε μὲ τρόμαξε. Ἐκεῖνο μάλιστα τὸ "Θἄμαι μοναχή μου" τὸ εἶπε ἀργὰ ἀργά, συλλαβιστά, νὰ πεῖς, ἔτσι γιὰ νὰν τὸ προσέξω, γιὰ νὰ μοῦ κάνει ἐντύπωση.

Σ' ὅλο τὸ δρόμο, ὅσο νὰ πάω σπίτι μου, τὰ λόγι' αὐτὰ κουδουνίζανε στ' αὐτιά μου· "θἄμαι μοναχή μου. Ἔχω νὰ σου πῶ κάτι σπουδαῖο"… Μὰ τί νἄναι αὐτὸ τὸ σπουδαῖο; θαρρῶ πὼς τὸ ξέρω. Καλύτερα ὅμως νὰ μὴ μοῦ τὸ πεῖς, καλύτερα νὰ μὴν τἀκούσω ἀπὸ τὸ στόμα σου. Καλύτερα νὰ μένει θαμμένο στὴν καρδιά σου, ὅπως μένει καὶ στὴ δική μου, καιρὸ τώρα.

Ποῦ νὰ κοιμηθῶ! Ἡ κάμαρά μου μὲ στενοχωροῦσε. Ἄνοιξα διάπλατα τὸ παράθυρο. Ἦρθε ἡ δροσιὰ τῆς θάλασσας κ' οἱ ἀχτίδες τοῦ φεγγαριοῦ νὰ μὲ συντροφέψουνε. Μὲ στενοχωροῦσαν κι αὐτές. Δὲν ἤθελα συντροφιά. Ἤθελα μοναξιὰ κείνη τὴ νύχτα.

Πῆγα νὰ ξανακλείσω τὸ παράθυρο. Κοίταξα κάτω στὸ λιμάνι. Εἶδα τὴν μπρατσέρα τοῦ Πέτρου Ντούνια ποὺ θἄφευγε τὰ ξημερώματα γιὰ τὸ Περαία. Εἴτανε φίλος μου ὁ καπετὰν Πέτρος κι ἂν τοὔλεγα, μὲ χαρὰ θὰ μ' ἔπαιρνε μαζί του. Δὲν τὸ πολυσκέφτηκα. Τἀποφάσισα στὴ στιγμή. Τὸ μωρὸ παιδὶ ἔγινε ἄντρας, ἀπόχτησε θέληση. Ναί, θὰ φύγω τὸ πρωῒ μὲ τὴν μπρατσέρα τοῦ Ντούνια δίχως νὰ μὲ νιώσει κανένας, φώναξα.

Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυχτα. Ἔκλεισα τὰ παραθύρια, ἄναψα τὸ κερὶ καὶ κάθισα στὸ μικρό μου τραπεζάκι νὰ γράψω. Κόλλες καὶ κόλλες χαρτὶ χάλασα καὶ στὸ τέλος, ὕστερ' ἀπὸ ὥρα, εἶδα κ' ἔπαθα νὰ γράψω τὰ λίγ' αὐτὰ λόγια σ' ἕνα φύλλο χαρτί, τὸ τελευταῖο:

"Χρυσαυγή μου,

"Ἡ χτεσινὴ βραδιὰ εἴταν ἡ τελευταία εὐτυχισμένη βραδιὰ ποὺ πέρασα μαζί σου. Ἐδὼ κι ὀμπρὸς θὰ πασχίσω νὰ μὴ σὲ ξαναδῶ καὶ νὰ μὴ σοῦ ξαναγράψω. Μὴ μοῦ ζητήσεις τὸ λόγο. Δὲ θὰ σ' τὸν πῶ. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει κ' ἔτσι γίνεται".

Τίποτ' ἄλλο. Πῆγα καὶ ξύπνησα τὴ μάννα μου. Ξέρεις, μάννα, θὰ φύγω σὲ μιὰ δυὸ ὥρες γιὰ τὸν Περαία μὲ τὴν μπρατσέρα τοῦ Ντούνια. Ξαφνιάστηκε ἡ γριά. Δὲν ἤθελε νὰν τὸ πιστέψει. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τῆς δικιολόγησα ὅπως μπόρεσα τὸ φέρσιμό μου, τὸ παραδέχτηκε. Τί νὰ κάνει; Τῆς εἶπα νὰ δώσει κι αὐτὸ τὸ γραμματάκι τὸ πουρνὸ στὴ Χρυσαυγή, στὰ χέρια της. Ξέρεις, μάννα, μιὰ παραγγελιὰ μοὔδωκε ψὲς βράδι γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ δὲ θελει νὰν τὸ μάθει ὁ ἄντρας της. Ἡ καψερούλα ἡ γριὰ τὸ δέχτηκε κι αὐτό. Ἀφοῦ τῆς τὄλεγε ὁ γιόκας της, ἔτσι θἄτανε.

Πρὶν καλοξημερώσει, ἡ μπρατσέρα τοῦ Πέτρου Ντούνια σαλπάρισε, ἔκανε παννιά, καὶ γὼ μέσα. Γειά σου, Χρυσαυγή μου, καὶ νὰ μὴ μ' ἀλησμονᾶς! εἶπα σιγανά, ἀπὸ μέσα μου, τὴν ὥρα ποὺ κινούσαμε, κοιτάζοντας κατὰ τὸ μέρος ποὔπεφτε τὸ σπίτι της.

Τἀγεράκι στὴν ἀρχὴ μᾶς βοήθησε καὶ βγήκαμε μιὰ χαρὰ ἀπ' τὸ λιμάνι. Πιὸ ὄξω πέσαμε στὴν μπουνάτσα. Πήχτρα ἡ θάλασσα καὶ πιάσαμε τὰ κουπιά.

− Μ' αὐτὸ τὸν καιρό, εἶπε ὁ καπετὰν Πέτρος παρατώντας τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ χέρια του, πέντε μέρες θὰ κάνουμε νὰ δοῦμε Περαία!

Ἡ μπουνάτσα δὲ βάσταξε. Φύσηξε. Καλύτερα νὰ μὴ φυσοῦσε, γιατὶ ὁ καιρὸς γύρισε κόντρα, πουνέντης λυσσασμένος, καὶ μᾶς ἀνάγκαζε νὰ βολτατζάρουμε, νὰ ὀργώνουμε τὴ θάλασσα, καταπῶς ἔλεγαν κ' οἱ ναῦτες.

Τὸ κακὸ ὅσο πήγαινε καὶ δυνάμωνε. Φουρτούνα φοβερή, βουνὰ τὰ κύματα, ὅσο ποὺ ἀναγκαστήκαμε νὰ ποδίσουμε κι ἀντὶς νὰ τραβήξουμε γιὰ τὸν Περαία, νὰ γυρίσουμε πλώρη νὰ τοῦ δώσουμε γιὰ κεῖ ποὺ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ ἀγέρας καὶ τὰ κύματα.

Νὰ μὴ σ' τὰ πολυλογάω, ὀχτὼ μερόνυχτα θαλασσοδαρθήκαμε καὶ στὶς ἐννιὰ πιάσαμε στὸν Περαία, ποὺ μὲ καλὸ καιρὸ δυὸ μέρες μᾶς φτάνανε.

Σ' ὅλο τὸ ταξίδι, ποὺ λές, τὴ Χρυσαυγὴ συλλογιζόμουν. Τί θά εἰπε σὰν τῆς ἔδωσε ἡ μάννα τὸ γράμμα καὶ τὸ διάβασε; θἄκανε τὸ σταυρό της, δίχως ἄλλο, θὰν τἄχασε, θὰ μὲ πῆρε γιὰ τρελλό. Σὰ φτάσω στὴν Ἀθήνα θὰ βρῶ γράμμα της. Θὰ μὲ μαλλώνει, θὰ μοῦ ζητάει ἐξήγησες γιὰ τὸ παράξενο φέρσιμό μου, ἴσως καὶ θὰ μοῦ γράφει πὼς δὲ φέρθηκα καλὰ καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ μείνω σιμά της σὰν τῆς ἔγραψα τέτιο γράμμα καὶ νὰ μὴ φύγω σὰν παλαβὸς τὴν ἴδια νύχτα ποὺ τὄγραψα!…

Κἄπως νὰν τὄθελα τὸ τελευταῖο, γιατί, ἀλήθεια, εἴμουνα μετανοιωμένος μὲ κεῖνο ποὔκανα. Τί διάολο μοὖρθε; Δὲν ἄφηνα τὸ πρᾶμα νὰ τραβήξει ἥσυχα τὸ δρόμο του; Τρελλὸ τὸ κάμωμά μου. Τὄβλεπα. Πῆγα καὶ γκρέμισα μιὰ εὐτυχία μου, τὴ μόνη δά, ποὔκανε χρόνια καὶ χρόνια νὰ χτιστεῖ. Καὶ τώρα ἐρημιὰ τριγύρω μου, κανένα χρυσὸ νῆμα δὲ μὲ κρατάει, καθὼς πρῶτα, στὴ ζωή. Ἕνα γραμματάκι της κι ὅλα ἀλλάζουν στὴ στιγμή.

Ἀνέβηκα στὴν Ἀθήνα, ἔτρεξα σὰν τρελλὸς σπίτι μου, δὲ βρῆκα γράμμα της. Ἄρχισα νὰ θυμώνω μαζί της ποὺ ἄργησε νὰ μοῦ γράψει. Μπᾶ! ἐννιὰ μέρες λείπω ἀπὸ τὴν πατρίδα κι ἂν τὄστελνε τὴν Τετράδη μὲ τὸ βαπόρι, θἄτανε ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ πρωῒ ἐδώ. Καὶ σήμερα ἔχουμε Τρίτη. Ποιός ξέρει, ἴσως νὰ μὴν πρόφτασε καὶ τὸν πόστα! Περίμενα. Ἡ μάννα μονάχα μοὔγραψε πὼς τὴν ἀντάμωσε τὴ Χρυσαυγὴ μιὰ Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησιὰ κι οὔτε τὴ ρώτησε γιὰ μένα. Τί τρέχει, παιδί μου; Τὰ χαλάσατε; Δὲν τῆς ἔκανες τὴν παραγγελιὰ ποὺ σοὔδωσε; Αὐτὰ κι ἄλλα μοὔγραφε ἡ γριούλα. Πειράχτηκα στὴν ἀρχή. Ὕστερα ὅμως σκέφτηκα. "Κρῖμα! Γυναίκα κ' ἡ Χρυσαυγὴ καθὼς κ' οἱ ἄλλες. Καὶ γὼ τὴν πίστεψα ἀλλιώτικη!…" Καὶ ξαλάφρωσα. Δὲ μοὔγραψε; Δὲ ρώτησε γιὰ μένα; Καλύτερα. Ἂς μὴ μὲ θυμάται, ἂς μὴ μὲ λογαιράζει αὐτή. Κάτι τέτιο ζήτησα καὶ νά, ποὺ τἀπόχτησα. Μὰ γὼ θὰν τὴ θυμάμαι, δὲ θὰν τὴν ξεχάσω ποτὲ τὴν ἀδερφούλα μου. Καὶ τὴ φέρνω μπροστά μου, σὰν ἀνοίξω τὸ συρτάρι μου καὶ φιλήσω μὲ λαχτάρα τὰ λίγα μαραμένα λουλούδια ποὺ κάπιο βράδι μοὔδωσε.

Τέτια κ' ἡ ἀγάπη μου, λέω σὰν τὰ βλέπω. Μαραμένο λουλούδι κι αὐτή, μὰ τἄρωμά της ποτὲ δὲν θὰν τὸ χάσει, γιατὶ δὲ χάνεται ποτὲ κ' ἡ θύμηση.