ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Ο πύργος του ακροπόταμου (απόσπασμα)

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Δ΄.

Οἱ ἀδερφάδες ξαναμείνανε μονάχες στὸν πύργο κ' ἡ ζωὴ ἐκεῖ μέσα ξαναβρῆκε τὸν παλιὸ ρυθμό της. Ὁ βρόντος τοῦ ἀργαλιοῦ δὲν εἶναι φόβος τώρα νὰ ταράξῃ τὴν ἡσυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ἀκατάπαυτα ἀπὸ τὴν αὐγὴ θαμπὰ ὥς βαθιὰ τὴ νύχτα, ἡ βελόνα τρυπᾷ, μουδιάζει τὰ δάχτυλα κ' ἡ Παναγιούλα ξανάπιασε τὰ τρεξίματα στὴν πόλη. Δὲ ντροπιάζει κανέναν τώρα. Ἡ γενιὰ τοῦ Κρανιᾶ δὲ θέλει νὰ ξέρῃ πιὰ ἀπὸ τὶς νυφάδες τῆς πόλης κοντὰ στὸν ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη καὶ πληγωμένη στοὺς ραγισμένους τοίχους τῆς κούλιας.

Μὰ κ' ἡ ζωὴ ἕνα γῦρο δὲν ἀλλάζει τὸ σκοπό της. Ὁ ἥλιος φέγγει ὅπως πρῶτα πάντα, ἡ ἄνοιξη ἔρχεται καὶ φουντώνει τὸν κάμπο κ' ἰσκιώνει τὸν ὄχτο τοῦ ἀκροπόταμου. Ὁ κόσμος παντρεύεται κι ἀρρεβωνιάζεται. Ἕνας ἀνθυπίατρος ἀπὸ τὸ κάστρο παντρεύτηκε μὲ τὴ δεύτερη τὴ Ζωριοπούλα, ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὸν τόπο ἀρρεβωνιάστηκε τὴν Εὐανθία Τελατίνη. Τὰ μηνύματα φτάνουνε σὰν περιγέλασμα στὴν κούλια.

Ἡ Φρόσω σκύβει τὸ κεφάλι καὶ δὲ μιλεῖ, ἡ Μαριὼ ὅμως δὲν τὸ βαστᾷ. Ἡ ὀργή της δὲν ξεσπᾷ μόνο φαρμάκι στὴ γειτονιά, δὲ γίνεται γκρίνια μόνο μέσα στὴν κούλια, μὰ σκορπίζεται κι ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο. Βουνὰ καὶ κάμπους, οὐρανὸ καὶ γίς· ὅσα βλέπει τὸ μάτι κι ὅσα φανταζεται ὁ νούς. Γυρεύει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μιὰν ἐκδίκηση κ' ἕνα σεισμὸ ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς γίς. Κι ὅσο δὲν τὰ λαβαίνει, ἡ ψυχή της διψᾷ νὰ πνίξῃ, νὰ ρημάξῃ, νὰ βουλιάξῃ ἡ ἴδια. Κι ὅσο δὲν τὸ μπορεῖ οὔτε αὐτό, ξεθυμαίνει στὴν ὀρφανὴ τῆς πλύστρας τοῦ πατέρα, ποὺ γυρίζει ἀδειανὴ ἀπὸ τοὺς δικούς, στὴν Κούλα, ποὺ τὰ παρμένα της δὲ δουλεύουνε γλήγορα, κι ἅμα δὲ βρίσκει ἄλλη καμιὰ ἀφορμή, σὲ κατάρες κι ἀναθέματα ἐκεῖνων, ποὺ θὰ χαροῦνε ὅσα πλέκει κι ὅσα ράβει.

«Τὴν ἀδικιά, τὴν ἀδικιὰ ποιός θὰ τὴ γδικηθῇ στὸν κόσμο;» φωνάζει ἀδιάκοπα.

Καὶ σβήνει μπρὸς ἀπὸ τὸ κόνισμα τὸ καντήλι, ποὺ ἀνάβει ἡ Φρόσω, σὰ βρίσκεται μιὰ σταλιὰ λάδι στὸ ροῒ τῆς κούλιας, καὶ στένει καυγά, ὅταν παίρνῃ τὸ μάτι της τὴ λειτουργιά, ποὺ στέλνεται στὴν ἐκκλησιά:

«Δὲν ἔχω κάνα κρῖμα νὰ μοῦ συχωρεθῇ· τὴν ἀδικιὰ ποιός θὰ τὴ γδικηθῇ στὸν κόσμο!»

Ἡ Φρόσω σωπαίνει γιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ ἡ γειτονιὰ καὶ δίνει τοῦ παπᾶ τὸ δίφραγκο μαζὶ μὲ τὸ πουκάμισο τῆς ἀδερφῆς, νὰ τὸ διαβάσῃ στἅγιο Δῆμα· κι ὅταν οἰκονομήσῃ δεύτερο, ἀνοίγει τὴν ἁγιὰ Μαρίνα ὄξω στἀμπέλια, μήπως ἡ χάρη τῆς βοηθήσῃ τὴ συνονόματη.

Κ' ἡ Φρόσω εἶχε χαμένη τὴν ἐλπίδα, ὡστόσο πίστευε στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ πίστευε ἀκόμα καὶ στὸ σόϊ. Ἂν ἔχασε ὁ ἀδερφὸς ἐδῶ, ἡ πόλη αὐτὴ δὲν εἶναι κι ὁ κόσμος ὅλος κι ὁ φτόνος δὲν εἶναι σ' ὅλον τὸν κόσμο ὁ ἴδιος.

Τὴν ἴδια γνώμη ἔχει κ' ἡ Σακαμπέσαινα, ποὺ ἅμα ξαναφέρνῃ ἡ Παναγιούλα τίποτε ψιλά, βάζει καὶ κείνη τὴν τέχνη της νὰ ξαναφέρῃ τὴ Μαριὼ στὰ σέστα της. Χαρὰ μεγάλη καρτερεῖ τὴν κούλια· τὸ διάβασε στἄστρι τοῦ βραδιοῦ καὶ τὸ κομπόδεσε. Ἢ θησαυρὸ ἢ πλούσια νύφη θὰ βρῇ ὁ Γεσίλας σύντομα στὸν καιρὸ κι ἀλαργινὰ στὸν τόπο. Λίγο ὑπομονὴ μονάχα. Ποιός τοὺς φταίει; Πήγανε καὶ στείλανε τῆς Ζωριοῦς τὴ Χαραλάμπαινα. Δὲν ἐρχόντανε σ' αὐτή, νἄρριχνε τῆς κόρης νἄπαιρνε τὰ σοκάκια γιὰ τὸν καπετάνιο.

Μὰ ἡ Μαριὼ δὲν ἤθελε νἀκούσῃ τίποτε. Ἡ προσβολή, ποὺ ἔγινε στὸ γένος τοῦ Κρανιᾶ ἐδῶ στὸν τόπο, εἶναι ἀνεξιλέωτη. Μόνο σὰν ἔρθῃ κάποτε κανένα δεκάρικο ἀπὸ τὸν ἀδερφό, δὲ σβήνει λίγες μέρες τὸ καντήλι καὶ παγαδιάζει καὶ τὸ ἀνάθεμα σ' ὅλον τὸν κόσμο.

Ἀφοῦ δὲν ξαναφάνηκε ὁ ψάλτης στὸ βελούχι κι ἂς ἔλειψε τὸ σκιάχτρο τοῦ Γεσίλα, ἡ Κούλα ξανάρριξε τὴ ματιὰ στοὺς ὑπαξιωματικούς.

Μὰ οἱ ὑπαξιωματικοὶ μόνο ἀριὰ καὶ ποῦ καθίζουνε τώρα στὸ βελούχι. Περνοῦν ἀπὸ τὸ δρόμο φρεσκοαλλασμένοι καθὼς πάντα καὶ στρίβουνε πέρα κατὰ τὶς ἐλιές.

Ὁ Φωτούλας Τυλιγάδας δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξαναμαζέψη. Τὰ βασιλικὰ καὶ τὰ περιπλοκάδια ἀνθοῦνε σὰν πάντα στὴ φρετζάτα ὁλόγυρα, οἱ ἀγγουριὲς καρπίζουνε στὶς βραγιὲς πίσω ἀπὸ τὴν κούλια κ' ἡ ποταμιὰ δὲν ἔπαψε νὰ κατεβάζῃ τὸ μαΐστρο.

«Ἐκεῖ δὲ βλέπεις;» τοῦ λέει ὁ Κελεμένης, ὁ παπατζὴς τοῦ βελουχιοῦ, καὶ δείχνει ἔρημα τὰ παράθυρα τῆς κούλιας.

Ἔρημα ἐκεῖνα, ρημαγμένο καὶ τὸ βελούχι. Τίποτε μαθητούδια ἂν ξεπέφτουν πιὰ νὰ χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα κι ἀποβραδὶς μοναχὰ οἱ δασκάλοι βγαίνουνε νὰ δροσιστοῦν.

Ὅμως μιὰ νέα γενιὰ δασκάλων. Ὄχι πὼς δὲ μιλοῦνε γιὰ γραμματικὴ κι αὐτοί, ἢ πὼς δὲν ἀναθεματίζουν τὸν Ψυχάρη, μὰ δὲν τὸ θαρροῦν κι ὁλότελας ἀταίριαστο μὲ τὸ σοβαρὸ ἔργο τους νὰ ρίχνουνε καὶ καμιὰ ματιὰ πρὸς τὰ παράθυρα τῆς κούλιας, νὰ τρῶνε στὴν ἀστροφεγγιὰ κάνα κοτόπουλο καὶ νὰ ξεκρεμοῦν καὶ τὸ μπουζούκι κάποτε.

Ἡ Κούλα δυνάμωσε τὸ φτιασίδι στὰ μάγουλα κ' ἔβαλε ὄλη τὴν παλιὰ τέχνη της στὰ σγουρά. Τὴ φορὰ αὐτὴ δὲ θὰ τῆς γλυτώσῃ ἕνας ἀπὸ τοὺς δασκάλους. Ὅποιος ἀπ' αὐτοὺς, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ρίξῃ τὰ μάτια στὰ παράθυρα. Ἂς εἶναι ἀκόμα καὶ κεῖνος ὁ κοντακιανὸς καὶ κοντολαίμης, ποὺ δὲ βγάζει ἀπὸ ψηλά του τὸ παλτὸ κι ἂς σκάζῃ γάϊδαρος ὄξω στὸν ἥλιο τοῦ Μαγιοῦ. Ἡ γραβάτα του εἶναι ξεφτισμένη καὶ βρώμικη καὶ τὸ καπέλο, ποὺ μιὰ φορὰ εἴτανε σταχτί, τὸ φορεῖ ἀνάποδα πάντα, μὰ σ' ὅλ' αὐτὰ τὸν συμμορφώνει στὸ φτερό, φτάνει μόνο νὰ τονὲ λάβῃ στὰ χέρια της.

Ἐκεῖνα, ποὺ δὲν παίρνουνε συμμόρφωση, εἶναι τὰ μάτια του, ποὺ ἀλληθωρίζουνε, καὶ τὰ κανιά του, ποὺ δὲν εἶναι ὁλόϊσα ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μὰ κι αὐτὰ εἶναι ψιλοδουλειὲς γιὰ τέτοιες ὥρες, ποὺ ὁ καθρέφτης τοῦ ἐφέδρου ἄρχισε νὰ δείχνῃ καὶ τῆς Κούλας, ὅ,τι τρόμαξε ἄλλοτε καὶ τὴ Μαριώ.

Ἡ Κούλα ρίχνει τὴ ματιὰ στὴ Φρόσω, στὴ Μαριὼ καὶ τρομάζει κι αὐτή, βλέπει τὴν κοιλιασμένη κούλια νὰ φοβερίζῃ νὰ σωριαστῇ ἀποπάνω της κάθε στιγμή, σὲ κάθε δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀέρα καὶ νοιώθει ρῖγος μέσα της. Ὁ μόνος στοχασμός της εἶναι πῶς νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ ἐκεῖ ἀποκάτω, πῶς νὰ βρεθῇ μακριὰ πρὶν ἔρθῃ ἡ ὥρ' αὐτή. Ὁ καιρὸς βιάζει, δὲν εἶναι νὰ χάνῃ οὔτε στιγμή.

Κι ὁ δάσκαλος μὲ τὸ μακρὺ παλτὸ ζουρλάθηκε. Μόλις σκολάσῃ τὰ παιδιὰ καὶ νάτος, ἴσια στὸ βελούχι. Δὲν ξεκολλᾷ τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν κούλια.

Ἡ Κούλα ξανάπιασε τὴ θέση της στὸ μπαλκόνι. Ἡ καρδιά της ξανάβρισκε ὅλη τὴν παλιὰ ὁρμή. Ἡ ἄνοιξη, ποὺ χυνότανε στὴν ἀκροποταμιὰ μὲ τἄνθη στὶς ἐλιές, τοὺς μαβιοὺς ἴσκιους καὶ τὸν κοῦκο, σὰ νὰ ἔβγαινε ὅλη, νὰ χυνόταν ὅλη ἀπομέσα της. Στιγμές, δὲν ἤξερε κι αὐτὴ γιατὶ τῆς φαινότανε πὼς μοιάζει περσότερο μ' ἡλιόγερμα παρὰ μ' ἀπριλιάτικη λαμπράδα· ὡστόσο δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψῃ, τῆς ἄρεσε νὰ πλέῃ γλυκὰ στὸ πλάνεμα καὶ πολεμοῦσε νὰ κρατήσῃ ὅσο μποροῦσε μακρήτερα τὴν ἀνοιξιάτικη λαχτάρα μὲ τὰ τριαντάφυλλα στὸν κῆπο, μὲ τὰ γαρύφαλα καὶ τὰ ζαμπάκια στὸ μπαλκόνι.

Ἔδενε μ' αὐτὰ ἕνα ὁλόδροσο μπουκέτο κάθε πρωῒ κα τὄστελνε τοῦ Τυλιγάδα μὲ τὴν Παναγιούλα. Κ' ἔπειτα τὸ καμάρωνε, ποὺ τὸ ἔβλεπε νὰ ξεχωρίζῃ μέσα στἄλλα μυρουδικά, ποὺ στολίζανε τὰ τραπέζια τοῦ βελουχιοῦ. Περίμενε τὸ δάσκαλο.

Κι ὁ δάσκαλος δὲ χόρταινε νὰ τὸ μυρίζῃ. Κ' ἡ Κούλα ἀπὸ τὸ παράθυρο δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκάζῃ κι αὐτὴ στὰ γέλια σὰν τοὺς συναδέρφους του ἐκεῖ γύρω. Ἡ μύτη τοῦ δασκάλου βαφότανε κίτρινη ἀπὸ τὰ ζαμπάκια καὶ γυρνοῦσε τἀλλήθωρα μάτια μέσα στὶς κόχες τους γιὰ νὰ δῇ τὴ μύτη καὶ νὰ τὴ σκουπίσῃ.

Μὰ ἡ καρδιά του εἴταν ἀνεξίκακη σὰν ὅλων τῶν δασκάλων. Τὰ γέλια δὲν τὸν πειράζανε, μήτε τὰ πρόσεχε. Πρόσεχε μόνο νὰ κλέψῃ τὴν ὥρα, ποὺ δὲν τὸν κοίταζε κανένας, γιὰ νὰ βγάλῃ ἕνα γαρύφαλο ἢ ἕνα ρόδο ἀπὸ τὸ μπουκέτο καὶ νὰ τὸ βάλῃ στὴν κουμπότρυπα.

«Ψυχή μου νέος!» δὲ βαστιότανε νὰ μὴ στοχαστῇ πολλὲς φορὲς ἡ Κούλα καὶ νὰ βαρυθυμήσῃ μιὰ στιγμὴ μὲ κεῖνο ποὺ ἔβλεπε.

Μὰ πάλι, ὅταν ἐκεῖνος, παραφυλάγοντας ξανὰ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τὸν ἔβλεπε κανένας, ἔφερνε πεταχτὰ τὸ ἄνθος στὰ χείλη του, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα ἔρριχνε κλεφτὴ ματιὰ στὰ παράθυρα τοῦ πύργου, ἡ θλίψη τῆς Κούλας σκορπιζόταν πάλι.

«Ἀπὸ τὁλότελα καλὸς κι ὁ δάσκαλος», ἔλεγε μέσα της μελαγχολικά.

«Ἀπὸ τὁλόλελα καλὲς καὶ τοῦτες», παρηγοριόταν ἄλλο τόσο μελαγχολικὰ κι ὁ Τυλιγάδας, ἐκεῖ ποὺ μάζευε τὶς μίζερες δεκάρες τῶν δασκάλων.

Κ' οἱ ματιές τους συναπαντιόντανε θλιμμένες.

Μὰ ἦρθε ὁ Ἀλωνάρης, ἔκλεισε τὸ σκολειὸ κι ὁ δάσκαλος πάει νὰ ξεκαλοκαιριάσῃ στὸ χωριό του.

Τὸ βελούχι κι ὅλος ὁ κόσμος ρήμαξε γιὰ τὴν Κούλα. Ἡ καρδιά της τρέμει ὅσο νἀρθῇ ὁ Αὔγουστος νὰ μάθῃ, νὰ σιγουρευτῇ πὼς δὲ μεταθέσανε τὸ δάσκαλο.

Καὶ δὲν τονὲ μεταθέσανε.

Μὰ ὁ χινόπωρος, ποὺ τὸν ξανάφερε δροσερὸν κ' ἡλιοκαμένον, ἔφερε καὶ τὰ σύννεφα καὶ τὶς βροχές. Καὶ μὲ τὰ πρῶτα βοριαδάκια τὸ βελούχι ἔκλεισε.

Μοναχὴ παρηγοριὰ τῆς Κούλας μένει τὸ πέρασμα τοῦ καλοῦ της ἀπ' τὸ δρόμο. Μὰ πόσες φορὲς τὴν ἡμέρα μπορεῖ νὰ περνᾷ ὁ δόλιος δάσκαλος; Καὶ μήπως εἶναι κιόλας τόσο εὔκολο τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν κούλια, ὅταν ἀρχίσουν οἱ βροχὲς τοῦ σαραντάμερου κι ἀναγλιτσιάσῃ ὁ ὄχτος τοῦ ἀκροποτάμου;

«Ἀγάπη, ποὺ νὰ σκιάζεται τὶς λάσπες, ποιός τὴν εἶδε, ποιός τὴν ἄκουσε!» θυμώνει μέσα της ἡ Κούλα, ὅταν περνοῦνε μιαδυὸ μέρες κι ὁ δάσκαλος δὲ φαίνεται.

Μὰ ὅταν τὸν ξαγναντίζῃ βουτηγμένον ὣς τὰ γόνατα στὴ λάσπη, πιτσιλισμένο ἴσια μ' ἀπάνω μὲ τοὺς ὤμους τὸ μακρὺ παλτό, ὅταν τὸ βούλιαγμα, ποὺ βλέπει νὰ κάνῃ τὸ πόδι του στὶς λοῦμπες, τὸ σκόντομά του στὸν ὄχτο ἐδῶ, τὸ γλύστρημά του παρακεῖ στὴ γλίνα τῆς βγάζουνε στὸ φόρο πὼς ἡ ματιά του χωριστὰ ἀπὸ ἀλλήθωρη εἶναι κιόλας καὶ κοντόβλεπη, λύπη γεμίζει τὴν καρδιά της καὶ δὲν ξέρει ποιόν νὰ πρωτοκλάψῃ: τὸ δυστυχισμένον, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὸ βοῦρκο κάτω στὸ δρόμο, ἢ τὴ δική της μοῖρα, ποὺ τὴν ἔρριξε σ' αὐτόν;

Ἀπελπισμένη, σωριάζεται σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ κλαίει. Ἡ θυγατέρα τοῦ Θώμου Κρανιᾶ, ἡ ἀδερφὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ, ἡ Κούλα ἡ ὄμορφη νὰ καταντήσῃ νὰ ξεπέσῃ σὲ κεῖνο τὸ παράλλαμα;

«Ποτέ, ποτέ!» τῆς λέει μιὰ φωνὴ μέσα της, σὰ νὰ ζητᾷ νὰ τὴ βοηθήσῃ νὰ πάρῃ μιὰν ἀπόφαση.

Μὰ ἡ σκεπὴ τῆς κούλιας εἶναι μισοανοιχτὴ ἀποπάνω καὶ κατεβάζει τὴ νοτιὰ φιὸ στὴν πλάτη της· οἱ ὦμοι τουρτουρίζουνε μὲ τὸ μαγνάδι τοῦ τσιτιοῦ, ποὺ εἶναι ντυμένοι, ἡ Φρόσω βήχει κάτω ἀπὸ τὸ κατώγι, ἡ Μαριὼ δέρνει στὴν ἄλλη κάμαρα τὴν Παναγιούλα, ποὺ τὴν ἔπιασε νὰ καίῃ τὸν κλώστη γιὰ νὰ σγουράνῃ καὶ κείνη τώρα τὰ μαλλιὰ μπροστὰ στὸ μέτωπο, κι ὁ Γεσίλας οὔτε γράφει οὔτε ἀκούεται. Δὲν πείσμωσε μόν μὲ τὸ Ζωριὰ καὶ μὲ τὸν Τελατίνη, δὲν ἔρριξε μαύρη πέτρα πίσω μοναχὰ στὴν πόλη κοντὰ στὸν ποταμό, μὰ καὶ στὴν κούλια τοῦ πατέρα του.

Χωρὶς νὰ καταλάβῃ κ' ἡ ἴδια, ἡ Κούλα βρέθηκε στὸ παράθυρο κοιτάζοντας ἂν πέφτῃ σὲ ξαστεριὰ ἢ σὲ σύννεφα ὁ ἥλιος, ποὺ ἔρριξε μιὰ λάμψη θλιβερὴ στὴν κάμαρα: Νὰ σταματοῦσε κάνε ἡ βροχή, νὰ στεγνώσῃ ὁ τόπος λίγο καὶ νὰ δῇ τὸ δάσκαλο νὰ περάσῃ σὰν ἄνθρωπος. Ἔτσι νὰ πάρῃ δύναμη νὰ κατεβῇ στὸ δρόμο καὶ νὰ πέσῃ στὰ πόδια του, νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τὴν πάρῃ μιὰν ὥρα ἀρχήτερα ἀποδῶ, μακριὰ ἀποδῶ, ὅπου θέλῃ, ἂς εἶναι καὶ στὸ σύνορο τοῦ κόσμου, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς, μόνο μακριὰ ἀποδῶ, ὄξω ἀπὸ τὴν κούλια.

Κι ὅταν τὴν ἄλλη μέρα τονὲ βλέπῃ νὰ ξαναπερνᾷ, κρεμιέται στὸ παράθυρο καὶ τοῦ χαμογελᾷ, κατεβαίνει κάτω στὴν αὐλόπορτα καὶ τοῦ σφυρίζει ἕνα γλυκόλογο, τοῦ νεύει νἀρθῇ πίσω ἀπὸ τὸ φράχτη.

Μὰ ἐκεῖνος δάσκαλος. Φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του. Δὲν ἀποφασίζει νὰ ζυγώσῃ κι ἂς εἶναι σούρωπο κι ἂς μὴν περνᾷ ψυχὴ στὸ δρόμο. Ὅλο καὶ κοντοστέκεται, μὰ δὲν τολμᾷ νἀρθῇ στὴν πόρτα, ὅλο καὶ ρίχνει φοβισμένες ματιὲς στὸ παράθυρο. Κ' ἔτσι τὴν ἄλλη μέρα καὶ ξανὰ τὴν ἄλλη, ὅσο ποὺ στὸ τέλος ἔγινε ἄφανατος.

Δὲν ξαναπέρασε.

Ἡ Κούλα πάει νὰ τρελλαθῇ. Μὴν ἀρρώστησε, μὴν τονὲ μεταθέσανε; Χίλια βάζει ὁ νούς της. Ρώτησε τὰ παιδιά, ποὺ γυρίζαν ἀπὸ τὸ σκολειό. Ἐδῶ 'ναι καὶ στὴν ὑγειά του ὄχι καὶ καλήτερα. Σήμερα ἄργασε τοῦ ἑνοῦ ἀπ' αὐτὰ τὶς ἀπαλάμες μὲ τὴ λούρα.

Ἡ Κούλα ἀπελπίζεται. Ἄλλο δὲν μένει παρὰ νὰ τοῦ γράψῃ μὲ τὴν Παναγιούλα.

«Ἀγάπη μου, χρυσό μου, μάτην σὲ ἀναμένω καὶ ἀπορῶ τὸ διατὶ διέκοψες…», ἀντίγραψε ἀπὸ τὸ παλιό, χιλιοσκεσμένο ἐπιστολάριο τῆς κούλιας, ἔκλεισε μέσα δυὸ πανσέδες μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά της κ' ἔδωσε τὸ γράμμα.

Δὲν εἴταν πρώτη φορὰ ποὺ θὰ ἔκανε καὶ τέτοια ὑπερεσία ἡ Παναγιούλα, μὰ τὴ φορὰ αὐτὴ δὲν τὴ βρῆκε ἡ Κούλα πρόθυμη.

«Δὲν ξέρει», εἶπε, «σὲ ποιὸν ἀπ' τοὺς πολλοὺς δασκάλους νὰ τὸ δώσῃ. Μακρὺ παλτὸ φορούσανε πολλοὶ ἀπὸ δαύτους».

Τῆς Κούλας τῆς ἔπεσε λιγάκι δύσκολο νὰ περιγράψῃ τὰ καθαυτὸ χαραχτηριστικά του.

Τέλος ἡ Παναγιούλα κατάλαβε καὶ δέχτηκε. Κι ἄργησε νὰ γυρίσῃ τὸ βράδι αὐτό, ἀπάντηση ὅμως δὲν ἔφερε.

Τοῦ κάκου στάλθηκε καὶ ξαναστάλθηκε μὲ νέο γράμμα· δὲν μπόρεσε νὰ ξαναβρῇ τὸ δάσκαλο.

Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ ἡσυχία κ' ἡ Κούλα, δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ μάτι. Νευρίκιασε κι αὐτή· δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν γκρίνια τῆς Μαριῶς. Λόγο κι ἀντίλογο. Ἄδικα τὴν παρακαλεῖ ἡ Φρόσω νὰ μὴν τὴ συνερίζεται, γιατὶ δὲν εἶναι στὰ καλά της. Ἴσια τὰ πᾶνε τώρα κι οἱ δυό. Κι ὁ ἄνεμος τῆς ποταμιᾶς τὴν ἀπονευρικιάζει. Τώρα θὰ πέσῃ ἀπάνω της ἡ κούλια καὶ θὰ τὴ θάψῃ. Δὲ βλέπει μέσο λυτρωμοῦ, κάθε δρόμος νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν κούλια εἶναι κλειστός.

Μιὰ γνώριμή της κατοικοῦσε κοντὰ στὸ σκολειό. Εἴταν τὸ τελευταῖο βῆμα, λείπαν ὅμως τὰ ποδήματα, ἔλειπε φόρεμα τῆς προκοπῆς. Στὸ τέλος ἄφησε τὴ ντροπὴ στὴν ἄκρη, βρῆκε μιὰ πρόφαση καὶ κίνησε καὶ πῆγε ἕνα δειλινό.

Ἡ γνώριμή της τὴν καλοδέχτηκε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ καθήσῃ στὸν καναπέ. Ἡ Κούλα προτίμησε ὅμως μιὰ καρέκλα κοντὰ στὸ παράθυρο καὶ κάθησε περιμένοντας.

Νάτος τέλος ὁ φίλος βγῆκε ἀπὸ τὸ σκολειό. Καθὼς τὴν εἶδε ξαφνικά, κοκκίνησε. Ὁ συνάδερφός του, ποὺ περνούσανε μαζί, τῆς χαμογέλασε, μὰ ἐκεῖνος δὲν ξαναγύρισε νὰ κοιτάξῃ.

Ἡ Κούλα φρένιασε. Περίμενε, περίμενε ὅσο ποὺ πῆρε νὰ νυχτώνῃ. Δὲν ξαναπέρασε κανεὶς ἀπὸ τοὺς δασκάλους.

Γύρισε στὴν κούλια μὲ ἀπελπισιὰ θανατερή:

Τί τοῦ ἔκαμε; σὲ τί τοῦ ἔφταιξε; Ποιά εἶναι ἡ ἀφορμὴ ποὺ τὴν περιφρονᾷ; Δίχως ἄλλο θὰ τονὲ βάλανε στὰ λόγια, θὰ τοῦ τὴν κατηγορέσανε. Σὰν καὶ θἄχῃ νὰ κάμῃ τίποτες ἄλλο ὁ κόσμος! Ποιός νἄναι μόνο, ποιά νἄναι κείνη, νὰ τὴν ἤξερε νὰ τὴν ξεσκίσῃ μὲ τὰ νύχια της!

Μπαίνοντας στὴν αὐλόπορτα τῆς κούλιας, ἀπάντησε τὴν Παναγιούλα. Ξετραχείλωτη, ξυπόλυτη, ἀνασκουμπωμένη πότιζε τὸν κῆπο. Τὰ χείλη, ποὺ ὁ βοριὰς τἀποκοκκίνιζε ἀντὶ νὰ τὰ γαλαζιώνῃ, οἱ καστανὲς πλεξίδες της, ποὺ ζητούσανε νἀγγίξουνε τὶς φτέρνες, τὰ γεμάτα μάγουλα, ποὺ δὲν τὰ σούρωνε ἡ ἀναφαγιά, καὶ τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια της, ποὺ ἀστράφτανε σὰν πυρωμένα, φουρκίσανε τὴν Κούλα.

Γιατί; Δὲν τὸ ρωτᾷ. Μανία θολὴ καὶ σκοτεινή, ὁρμὴ τυφλή, καθὼς ἐκείνη ποὺ ἔσπρωχνε μιὰ φορὰ τὴ μεγαλήτερη ἀδερφή της νὰ ξερριζώνῃ τὰ δικά της μαλλιά. Κ' ἡ Παναγιούλα τῆς πάτησε κι αὐτῆς ἀπόψε μὲ τὰ ξερά της μιὰ διπλῆ βιολέτα, ποὺ εἶχε φυτεμένη δίπλα στὸ πηγάδι.

Ἡ ὀρφανὴ τῆς πλύστρας ἀπὸ τὴ λασπόπολη δὲ μιλοῦσε στὶς βρισιές, δὲ μουρμούριζε στοὺς χτύπους. Συνήθισε ἀπὸ μικρή. Ἡ δυστυχία τῶν ἀδερφάδων πάντα σ' αὐτὴ ξεθύμαινε καὶ μάλιστ' ἀπὸ τὸν καιρό, ποὺ πήρανε καὶ στερευόνταν οἱ δικοὶ κ' οἱ φίλοι. Τὰ βραδινὰ τρεχάματα τῆς Παναγιούλας δὲν πάψανε, τώρα μάλιστα τρέχει πιὸ πρόθυμα κι ἀργεῖ περσότερο τὴ νύχτα νὰ γυρίσῃ.

Ἡ Μαριὼ χτυπᾷ καὶ καταριέται, ἡ Κούλα δίνει τώρα χέρι κι αὐτή, μὰ ἡ Παναγιούλα δείχνει μιὰν ἀπάθεια ἀξήγητη. Ἡ μέρα τοῦ θεοῦ ὄξω κ' ἡ ζωὴ μέσα στὴν κούλια σὰ νὰ μὴν ἔχουνε γι' αὐτὴ ὕπαρξη πραματική, ἡ δική της ζωὴ σὰ νἀρχίζῃ μὲ τὸ σούρουπο, σὰ νὰ εἶναι ὁ δρόμος κ' ἡ νυχτιά.

Ἡ κούλια ὑποτάζεται στὸ θέλημά της, γιατὶ κ' ἡ ὕπαρξη τῆς κούλιας ὅσο πάει καὶ δένεται περσότερο καὶ κρέμεται ἀπὸ τοὺς βραδινούς της δρόμους. Ἡ Φρόσω δύσκολα πιὰ μπορεῖ καὶ ρίχνει τὴ σαΐτα, ἡ Μαριὼ ὅλο κι ἀπονευρικιάζει καὶ φτείρεται ντύνοντας τὸν ξένον κόσμο, ἡ Κούλα ἔχασε καὶ κείνη κάθε ἐλπίδα. Πολλὲς φορὲς χτυπᾷ στὸ κάστρο ἡ ἀποχώρηση, κάποτε κιόλας τὸ σιωπητήριο κ' οἱ ἀδερφὲς στὴν κούλια, σκυμμένες στὸ ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δὲν εἶναι σίγουρες ἀκόμα πὼς δὲ θὰ πλαγιάσουνε νηστικὲς κι αὐτὴ τὴ νύχτα.

Μιὰ τέτοια νύχτα ἀπὸ τὶς πολλές, κρύα καὶ σκοτεινὴ στὸ δρόμο καὶ στὴν κούλια, ἡ Παναγιούλα δὲ γύρισε κεῖ ὁλότελα. Τὴν ἄλλη μέρα μαθεύτηκε ἀπὸ τὴν πόλη πὼς ἔγινε ἄφαντος κι ὁ δάσκαλος.

Ἡ Κούλα λιποθύμησε.

«Τοὺ σιγαλὸ ποτάμ', ἡ πουμπιεμένη, ἡ μούλα!» φώναξε ἡ Μαριὼ κ' ἔτρεξε γιὰ ξίδι στὴ γειτονιά.

Ἡ Φρόσω μοναχὰ δὲ μίλησε. Ἡ φωνής της εἶχε χάσει ἀπὸ καιρὸ τὴ δύναμη.

Ὁ Γεσίλας, ποὺ κυνηγοῦσε στὸ ἀναμεταξὺ μετρητὲς χιλιάδες σ' ἄλλες φρουρές, βρῆκε τέλος μερικὲς κ' ἦρθε νὰ δείξῃ κι αὐτὲς καὶ τὴ γυναίκα του τῶν ἀδερφάδων καὶ τῆς πόλης κοντὰ στὸν ποταμό. Μὰ ἡ Φρόσω εἴτανε πεσμένη πιὰ στὸ στρῶμα μὲ τὸν ἴδιο σφάχτη καὶ τὸ βήχα τοῦ πατέρα.

Οἱ ἀδερφὲς θελήσανε νὰ κρατήσουν τοὺς νιόγαμπρους νὰ κατοικήσουν ὅλοι μαζὶ στὴν κούλια. Ἡ νύφη ὅμως τρόμαξε ἀπο τοὺς ραγισμένους τοίχους κι ἀπὸ τὸ βήχα τῆς Φρόσως καὶ βίασε τὸ Γεσίλα καὶ πιάσανε γλήγορα σπίτι ἀλλοῦ, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης. Οἱ ἀντραδέρφες δὲ θἀπαιτούσανε βέβαια νὰ τοὺς ἔρχεται συχνὰ ἀπὸ τόσο μακριά, ἔτσι ὅπως εἴταν κιόλας μὲ τὴν κοιλιὰ στὸ στόμα.

Ἡ Φρόσω ἔλπιζε νὰ δῇ τὸν κληρονόμο τῆς γενιᾶς πρὶ νὰ πεθάνῃ. Νόμιζε μάλιστα πὼς αὐτὸ τῆς κρατοῦσε ἀκόμα τὰ μάτια ἀνοιχτά.

Καὶ τὴν ἡμέρα, ποὺ χύμησε ἡ Μαριὼ στὴν πόρτα πρωῒ πρωῒ μὲ τὸ μήνυμα πὼς ὁ κληρονόμος ἦρθε ἀρσενικὸς καὶ παχουλός, μπόρεσε κι ἀνακάθησε στὸ στρῶμα κ' ἡ θολὴ ματιά της πῆρε μιὰ λάμψη ξαφνική.

«Ἀντίφκιαστα τὰ μάτια τ' Γισίλα· οὕλου τἀθάρ' τοὺ Κρανέϊκου· δὲν πῆρι τίπουτ' ἀπ' αὐτή».

Ἡ Μαριὼ δὲ μελετοῦσε ποτὲ τὄνομα τῆς νύφης. Ὄχι μόνο ἀπὸ τότε, ποὺ δὲ στρέχτηκε νὰ ξεκαινουργώσουνε τὴν κούλια καὶ νὰ καθήσουνε μαζί, δὲν εἶχε μάτια νὰ τὴ δῇ, μὰ κι ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ πάτησε στὴν κούλια, τῆς φάνηκε πὼς μπῆκε μέσα σὰν ἐχτρός.

«Κὶ στοὺ σβιρκάκη τ' ἕνα λόϊδου μαλλιὰ κατσαρουμένα, στριφτά, ἀπαράλλαχτα σὰν τ' πατέρα. Κι ὅπους φταρ'νίσ'κε κεῖ πὄπεσε κὶ τἄφ'σαμι κὶ σ'ναχώθ'κι, γιὰ νὰ σιγυρίσουμ' ἰκείνι π'ρέκαζι, εἶπα κι ἄϊκ'σα τοὺ μακαρίτ'», ξακουλούθησε ἡ Μαριώ.

Ἡ ματιὰ τῆς Φρόσως ξανάλαμψε. Ὄξω ἔλαμπε κι ὁ ἥλιος στὴν ποταμιὰ κ' ἔρριχνε τὸ φέγγος του καὶ μέσα στὴν κάμαρα.

Ἡ Φρόσω τὸν κοίταξε ἄφωνη μιὰ στιγμή. Ἔπειτα κάνοντας νἀνασηκωθῇ καλήτερα μουρμούρισε:

«Τί λές; Δὲ θὰ μπορέσου νὰ βγοῦ; Μέρα θϊοῦ χαρὰ ὄξω».

«Σήκου πρῶτα μέσα σ'ν κάμαρ', κι αὔριου πᾶμι μαζί», τῆς εἶπε ἡ Κούλα, ποὺ δὲ βιαζότανε καὶ τόσο νὰ δῇ τὸν ἀνιψιό.

Κ' ἡ Κούλα εἶχε γελαστῆ στὶς ἐλπίδες της ἀπὸ τὴ νύφη.

Ἡ Φρόσω δοκίμασε ἄδικα νὰ σταθῇ στὰ πόδια της. Τὸ εἶδε κ' ἡ ἴδια πὼς ἔπρεπε νὰ περιμείνῃ, ὅσο νὰ μπορέσῃ νἀρθῇ ὁ ἀνιψιὸς σ' αὐτή.

Ἅμα σαράντισε, τὸν ἔφερ' ἕνα δειλινὸ ἡ μικρὴ ξυπόλυτη ὑπερέτρια, μὰ ἀποπίσω ἦρθε κ' ἡ μάννα.

Μὲ τὴ βοήθεια τῆς Κούλας μπόρεσε ἡ Φρόσω καὶ τὸν κράτησε λίγες στιγμὲς στὴν ἀγκαλιὰ μισοἀποκοιμισμένον. Στήλωσε τὸ βλέμμα γελούμενο στὸ μικρὸ προσωπάκι καὶ περίμενε νἀνοίξουνε τὰ μάτια, νὰ τὰ δῇ.

Μὰ μόλις μισανοίξανε, τὸ μωρὸ ἔβαλε φωνή.

Ἡ μάννα του ἔτρεξε.

«Μπὰ μπὰ! Ἄκ' ζάβια! Τ' θειὰ σκιάζισι, μουλέ; − Νὰν το χαροῦ!»

Κ' ἡ Φρόσω ἔκαμε νὰ σκύψῃ:

«Σήκουσ' του λίγου, μουρή», εἶπε τῆς Κούλας.

Μὰ ἡ μάννα χύμησε καὶ τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια τὸ παιδί.

Ἡ Μαριὼ δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθῇ

«Τί θὰ σ' τοὺ φᾶμι, μουρή; Τί ξένες εἴμαστι;» φώναξε κι ὥρμησε ἀπάνω της.

Ἡ νύφη κάτι θέλησε νὰ πῇ, μὰ ἡ Μαριὼ τὴν πῆρε ἀπὸ μπροστά. Τὴν ἔκαμε νἁρπάξῃ τὸ παιδὶ νὰ φύγῃ γλήγορα, ἐνῷ ἡ Μαριὼ φώναξω κατόπι της στὴ σκάλα:

«Δὲ σ' ἔμαθι, μουρή, οὐ ἄντρας σ' ποιές εἴμαστι; Μ' ἂν εἴταν ἄντρας, ἂν εἴταν ἀδιρφός!»

Ἡ Φρόσω ἔγυρε στὸ μαξιλάρι καὶ μισόκλεισε τὰ ματια, σὰ νὰ μὴν ἄκουσε τίποτ' ἀπ' αὐτά. Ἕνα μισὰ πικρό, μισὰ εὐτυχισμένο χαμόγελο σάλεψε γιὰ στιγμὲς στὰ χείλη της.

Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε ὁ Γεσίλας καὶ βριστήκανε καὶ μαλλώσανε μὲ τὴ Μαριώ. Καὶ δὲν ξαναπάτησε στὴν κούλια.

«Τί κάθεσαι; τί ἀργεῖς;» μουρμούρισε ἀπομέσα ἡ Φρόσω ποὺ τὴ φτάσανε οἱ φωνὲς στὸ στρῶμα της.

Μὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔκραξε δὲν ἔφτανε κι ἂς ἀρχίσανε νὰ τὸν κράζουνε μέσα τους κ' οἱ ἀδερφὲς γιὰ νὰ γλυτώσουνε κι αὐτὲς κ' ἡ ἴδια ἡ Φρόσω. Εἶχε φυράνει πιά, εἶχε ἀπομείνει ἕνας ἴσκιος διάφανος, ἀσάλευτος σὲ μιὰν ἄκρη. Μόνο τὰ μάτια φέγγαν ἀσφάλιστες, μελανές, πυρωμένες τρύπες στὸ στεγνωμένο σκέλεθρο.

Ἐκεῖνος ποὺ ἔκραξε ἄργησε νἀρθῇ. Μὰ ὅταν πιὰ τὸν ἔνοιωσε πὼς εἴταν ὄξω ἀπὸ τὴ πόρτα, ζήτησε νὰ δῇ τὸν ἀδερφό.

Στείλανε καὶ τὸν φέρανε.

Σὰ μπῆκε, βρῆκε τὴν ἑτοιμοθάνατη γυρτὴ στὴν ἀκαλιὰ τῆς Κούλας καὶ μπροστὰ σκυμμένες τὴ Μαριὼ καὶ μιὰ γειτόνισσα καὶ τῆς κρατούσανε τὰ χέρια.

Μιὰ δεύτερη γειτόνισσα ἔστεκε στὴν πόρτα.

Ὁ Γεσίλας γονάτισε κεῖ μπροστὰ κι αὐτός.

«Νάτος, ἦρθε», εἶπε τῆς Φρόσως ἡ γειτόνισσα καὶ τῆς ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ δῇ τὸν ἀδερφό.

Ὁ Γεσίλας ἔπιασε τὸ χέρι της κ' ἔτσι μείνανε κρατώντας τὴν ἑτοιμοθάνατη μόνο τὰ τρία ἀδέρφια.

Ἐκείνη μπόρεσε καὶ σήκωσε τὰ μάτια.

«Φρόσω, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Γεσίλας», μίλησε ὁ ἀδερφός.

«Δὲν τονὲ βλέπ'ς; δὲ γνωρίζεις; δὲν ἀκούς; Ἦρθε νὰ σ' σ'χωρεθῇ», ἔβγαλε ἡ Μαριὼ φωνὴ πνιχτή, σὰ νὰ τῆς ἔσφιγγε κάποιος τὸ λάρυγγα.

Μὰ ἡ γειτόνισσα τῆς ἔκλεισε τὸ στόμα. Κ' ἡ Μαριὼ σώπασε.

Τὰ μάτια τῆς Φρόσως μέναν ἀκίνητα, καρφωμένα στὸν ἀδερφό. Σὰ νὰ μὴν τονὲ γνώρισε ἀλήθεια, δὲ δοκίμασε νὰ τοῦ ἁπλώσῃ τὰ χέρια.

Τέλος σὰ νὰ κουραστήκανε τὰ βλέφαρα νὰ μένουν ἀνοιχτά, κάμανε νὰ κλείσουνε. Δὲν μπορέσανε καὶ μόνο τὰ μαυράδια τῶν ματιῶν στρίψανε σὰν ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς ἴδιες κόρες τους, στραβώσανε, θολώσανε καὶ μείνανε πάλι ἀσάλευτα. Δὲν ξεχωρίζαν πιά. Τὸ κεφάλι ἔγυρε στὸν ὦμο τῆς Κούλας κι ἄρχισε τὸ στερνὸ ρουχαλητό.

Ἡ Μαριὼ σωριασμένη ἐμπρός της ἔκλαιγε πνιχτά. Τὴν πῆραν ἀποκεῖ κ' ἡ γειτόνισσα, ποὺ ἔστεκε στὴν πόρτα, πῆγε καὶ σήκωσε τὴν Κούλα, ποὺ εἶχε ἀποκάμει νὰ βαστᾷ τὴν ἀδερφή.

Ἡ Μαριὼ συνῆρθε, κράτησε τὰ δάκρυα κ' ἦρθε καὶ ξανάπιασε τὸ χέρι τῆς Φρόσως.

Ξαναπεράσανε πολλὲς στιγμές.

Κρατοῦσε τώρα τὴν ἑτοιμοθάνατη ὁ Γεσίλας, ὅταν τὰ μάτια ξαναδώσανε μιὰ τελευταία ἀναλαμπή. Καρφωθήκαν στὸ ἄδειο, πρὸς τὸ παράθυρο, ἀπόθε χυνότανε τὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ, ποὺ ἔγερνε μελιχρὸ στὴν ποταμιὰ κι ἀντηχοῦσε τὸ βούϊσμα τῶν πουλιῶν, ποὺ τραγουδοῦσαν ἐκεῖ ἀπόξω στὴ μελικοκκιὰ.

Τὰ χείλη τῆς Φρόσως σαλέψανε καὶ ψιθυρίσαν κάτι.

Οἱ ἀδερφές, ποὺ τῆς κρατούσανε τὰ χέρια, νομίσανε πὼς ξαναζήτησε τὸ Γεσίλα.

Ἡ γειτόνισσα πῆρε τὴ θέση του και κεῖνος ἦρθε κ' ἔσκυψε μπροστά της ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἀδερφές.

«Ἐδῶ 'μαι, δές με!» μουρμούρισε καὶ τῆς φίλησε τὸ χέρι.

Μὰ τὰ μάτια τῆς ἀδερφῆς δὲ γυρίσανε πιὰ σ' αὐτόν. Σβήσανε ἀνοιγμένα πλατιά, ἄφεγγα πιά, πηγμένα, στηλωμένα στὸ ἄδειο.

ΤΕΛΟΣ