ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βλαστός, Πέτρος

«Λυρική σάτυρα»

ΛΥΡΙΚΗ ΣΑΤΥΡΑ

Τού φίλου μου Νίκου Δραγούμη.

Πάντα θυμούμαι τίς παλιές κουβέντες μας καί πάντα,
Νίκο, τίς ώρες που μαζί γυρίζαμε στούς λόφους
τούς αττικούς. Γιατί είμασταν οι μαγεμένοι σκλάβοι
τής αλαφρής ανθοχρωμιάς πά στίς βουνίσιες γύμνιες,
τής ξεραΐλας τής λαμπρής που όλο τό φώς τό θείο
τού ηλιού μαζέβει καί μεθά καί μέ αχτιδιά γαλάζια
ντύνει κλεισούρες καί κορφές, ρημόνησα καί βράχους.
Γραμμή δέν είταν ούτε σκιά, μήτε χρυσό ακρογιάλι,
μήτε εκκλησάκι ασπριδερό ζωσμένο πέφκα, μήτε
κόκκινος κάβος ξαπλωτός μέσ' σέ γεράνιο γυάλο,
που νά μή βρίσκαμε μαζί φερμένοι απ' τή λατρεία
τού ματιού που θέ τής ζωής τή φλόγα ολάκερη, όλο
τό πάθος τό ξεγύμνωτο νά δεί καί θησαβρό του
νά κλείσει μέσ' στ' αρχοντικά τής θύμησης παλάτια.
Καί, Νίκο, δέν αλησμονώ τίς σιγαλιές τήν ώρα
που σέ κορφή ανεβαίνοντας καθίζαμε σε βράχο
λιόζεστο ακόμα, ορθόστηθο, καί γύρω μας τό θάμα
κοιτούσαμε τό αφάνταστο τού ηλιού που βασιλέβει−
πορφύρες γλυκοδιάφανες, ανθάδες μενεξέδων,
τό φέγγος τό ροδακινί που ξεχωρίζει πάνω
στ' απόκορφα καί τίς βαθιές αντιθωριές στά πλάγια,
τό τραγικό ξεφάντωμα, παντριές χρυσές καί στάμα
φωτιάς καί ξεψυχίσματα καί λυρισμών ανάβρες.
Καί πιό πολύ θυμούμαι τη καί μέσα μου τήν κλείνω
σά φυλαχτό τή λύπη μας· γιατί μέ καταφρόνια,
μ' ένα θυμό που αγέριζε τούς λογισμούς μας, κάτω
κοιτούσαμε τήν οκνηρή τή Χώρα. Καί τό γέρμα
χτυπώντας τά καμπαναριά, τά κυπαρίσια, τ' άσπρα
σπίτια, τά πύρωνε καί σκιές μαβιές ξέσερνε αλάργα.
Λύπη, θυμός! Τόση ομορφιά περίγυρα καί τόσες
κλήρες αρχοντογέννητες, αγαλματένιες δόξες,
τού ραψωδού τό ξάγνισμα, τού χορικού τό δώρο,
τού θείου τό ξεφάσκιωμα τό αργό μέσ' απ' τά μάγια,
τό πείσμα τών Πεισίστρατων καί η ορμή τών Κυναιγείρων,
τού λογισμού τό μέστωμα! Μά στέρεψε η ψυχή,
θόλωσαν πιά καί η δύναμη κι ο λόγος καί τό μάτι,
κι όπου τό χέρι ανάριωσε καί η σκέψη σουρουπώνει.
Τό κλάμα πιά τής Άτοσσας καμάρι δέν ξυπνάει
κι ούτε τής Πόλης ρήγαρχος, τραχύς μακεδονίτης,
ο πατητής τού Κρούταγου, στό Κάστρο πιά ανεβαίνει
νά προσκυνήσει καί κλιτός στά πόδια ν' απιθώσει
τής Αθηνιώτισας βαγιές καί βάρβαρες κορώνες.
Πού είναι η Φυλή κι ο Κολωνός, καί πού τούς θάφτουν τώρα
τούς ήρωες; Πού είν' τά χωριά μέ τά πελεκητά τους
καστράκια καί τούς κώμους των καί μέ τά πανηγύρια
που ο γελαστός Δικαιόπολης τόση τούς είχε αγάπη;
Μπραχάμια, Κιούρκα, Τράχωνες, νά κουτσοζούνε βλέπω
γύρω στά ξεροπήγαδα, σέ μιά ταβέρνα δίπλα,
χωρίς πλατάνι ούτε ροδιά, χωρίς κάν λίγα αμπέλια.
Ποιός τώρα είναι περήφανος καί ποιός τό σεβασμό του
τόν άξιο, τόν πιό διαλεχτό, γιά τήν ψυχή του τάζει;
Πού είναι η ακριβή ακαταδεξιά, πού είναι η σφιχτή σκληράδα,
τού λίγου τό συγύρισμα, τού μετρημένου η φύτρα;
Δείλια καί σκλαβοδούλωτη ψεφτιά, φτώχια ακαμάτρα,
τό σφάνταγμα καί τό στρυφνό, χαραμοφάγων τέχνες,
τό βιαστικό τό ψέφτισμα, ξυπνητοσύνης όκνος,
ποτές η τόλμη αλύγιστη κι ο κάματος ο τίμιος.
Ψυχή που δέ γνωρίστηκε σκεπάζει τή ντροπή της
μέ κουρελιάρες πονηριές καί χαϊμαλιά καί ξόμπλια,
μέ μαγγανιές τού Μισιριού καί πλάνου αβασκαντήρια.
Σποριά που θέ τού ζήτουλα τό ψυχικό καί σκούζει
στούς δρόμους μακαρίζοντας κάποια άγια πεθαμένα,
ποιός περατάρης τήν ψηφά, ποιός τήν καλωσορίζει;
Τού παραπόνου οι ψυχογιοί, τού κρύφιου τά κοπέλια,
τή χώρα τών Ιππόλυτων τή λέκιασαν κι απλώνουν
ασκήμιες καί τό μόλεμα μάς φέρνουν παραστόλι.
Στενές τούς αφορμίζουνε συνήθειες κι από ανάγκες
αλλοίθωρες σέ κάτεργα κατάρας καρφωμένοι
μέσ' στό σκοτάδι κουτουλούν τραβώντας τά χαρχάλια.
Σακάτες τής καμαρωσιάς, τού δόλου οι παινεμένοι,
αλλαξοφλαμπουριάρηδες, σπιούνοι καί ψωμοπάτες,
τή γελασιά έχουν άγιο τους, τά καταλόγια χάρη.
Σάρκα βάρβαρη, μυαλό θολό, καρδιά βλαμένη−
γιατί φοβούνται τή ζωή καί τό άγριο φώς θαμπώνει
τά μάτια που συνήθισαν τόν ήσκιο στά χαμώγια,
γιατί δέ στρέγουν τή γυμνή τήν ομορφιά, τόν ίσιο
λόγο καί τίς ανοιχτικές σκληρόγνωμες αλήθειες.
Τού μάρμαρου τήν παρθενιά τή σπαταλούν καί μέσα
στό χώμα ακόμα ανάμελα κοιμούνται τά λαγήνια.
Παράμερα τού γνωριστή μουχλώνουν τά κελάρια
καί η σκέψη είναι άπλερη, λειψά τού δικαστή τά ζύγια.
Καί κάποτε τό σίχαμα καί η χολιασμένη πλήξη
σά νέκρας φέρνουν όραμα, κάθε ζωή αποσβήνουν·
φούρνος δέ λάμπει ούτε καπνός δουλέβει ούτε χτυπούνε
σφυριά καί είναι παράλυτος ο μύλος καί τό αλώνι
χορτάριασε καί τό τσαπί σκουριάζει στό χωράφι.
Θαλάσσωσαν οι αλυκές, φυκιώσαν τά καράβια
καί δέ γρικιέται πιά ψαρά τραγούδι ούτε τσοπάνη.
Μονάχα οι κλαψομοίρηδες καί οι γριές μυρολογήτρες
μπροστά σέ παλιοκάπνιστα κονίσματα πεσμένοι
βοήθηση από θαματουργά μυστήρια ζητιανέβουν.
Καί κεί στά δεντρολίβανα, στ' ορφανοκλήσι γύρω,
τό αγέρι αλαφροπάτητο στά βράχια αναμελίζει.
Καί στέρφα κι άδεια κοίτεται κι ανήμπορη η γεννήτρα
πατρίδα τού στατού ρυθμού. Σάν πάτημα κουρσάρου
βαραίνει η στέγνα καί σ' ερμιές αδικοκλαίν οι βρύσες.
Καί σέ είδα, Νίκο, ολόρθο εκεί νά ρίχνεις τήν οργή σου
στή Χώρα σάν ανάθεμα τρανό καί προφητεία.
Τό λιόγερμα ξεγύριζε σά χάλκινους καί σένα
καί δώ τό βράχο κι αντικρύ τόν Υμηττό τό φίλο.
Καί σά γλωσσίδι σήμαντρου τά λόγια σου χτυπούσαν·
Τά βουνά, τα βουνά μόνο! Μόνο αφτά είναι ζωντανά,
σέ αφτά σώθηκεν η αλήθεια καί τό κάλλος τό στερνό!
Βαρύς ύπνος τούς ανθρώπους σφιχτοδένει κι όνειρα
σιδερένια τούς σκλαβώνουν. Είναι ακόμα αγέννητη
τής ιδέας η θρησκεία καί δέν ξάνοιξεν η αβγή
τής υγείας καί τής τέχνης. Τίς πομπές τους μοναχά
προσκυνούνε και απροκρύβουν τα κορμιά τους απ' τό φώς.
Αντηλιά δέν τούς αργάζει καί τό κύμα οχτρέβουνται,
τό γυμνό μισούν, τρομάζουν αγριοσύνες κι άψυχη
τήν αγάπη νυχτοπνίγουν. Ζάλη, ζούλια, ζάρωμα!
Ώ θεές καί σύ μεγάλε Πάνα, Σάτυροι γλυκοί,
κ' Αιγινίτισα Δαμία, κ' Αίθρα κι Αργιόπη κι Αιρώ,
πάντα γύρω φτερουγίζουν οι ψυχές σας οι καλές
στίς ραχούλες μέ τά πρίνα κι όπου ακόμα του βοσκού
τό σουράβλι κατεβάζει μάβρα γίδια καί τραγιά
στά πλατάνια μέσ' στό ρέμα, στής βρυσούλας τόν αβλό.
Κι όποιος ξέρει πότε σμίγουν γιά χορό τ' αγερικά
κ' έχει μάνα τή νεράϊδα καί παιδιού λαφριά ψυχή,
βλέπει ξέπλεκες τίς Δρυάδες τά κλαδιά ν' αργοκουνούν
καί τής Ίδας τούς Κουρήτες νά χορέβουν ξέφρενοι
καί τό Χείρωνα τό γέρο που γιά δόξα τής Αργώς
ατσαλόπετρους λεβέντες τρόχιζε στίς μοναξιές.
Καλοκαίρι άμα έρθει ανέβα τά μεσάνυχτα ψηλά
στήν Κυλλήνη, στό Αρτεμίσιο, στής Φολόης τό βουνό,
καί τούς κάμπους κείθε αφτιάσου καί θ' ακούσεις νά περνά
μιά φωνή βαθιά καί θά είναι τών θεών αντίλαλος,
καί τά δάση θά εβλαβιούνται, θά σωπαίνουν τά κυπριά,
κι απ' τίς θάλασσες τραγούδι θ' ανεβαίνει γαληνιάς.
Καί ίσως νοιώσεις ν' αρμενίζει μ' ένα κύλημα αλαφρό,
σάν καλόκαιρο καράβι μέ ολοφούσκωτα πανιά,
η Γής η πελαγοστήθω· καί ίσως δείς τριγύρω της
νά ξωριάζουν οι τιτάνες ήλιοι καί σά ρουφαλιές
κοσμικές νά στροβιλίζουν καί τών Κρόνων τά ζωστά
νά ζυγιάζουνται δισκάρια. Καί τό θρόϊσμα ίσως τής Γής
τότε ακούσεις μέσ' στό χάος που η συρμή της θερμοκαίει.
Θά τό μάθεις εκεί απάνω πως δέν έσβησε η πνοή
τών Ολύμπων καί πως ζούνε στίς κορφές πάντα οι θεοί.
Καί είν' τό διάβα τους μελτέμι κι ο θυμός τους είναι αϊτός
που δριμώνει σά φοβέρα τίς απόπλανες γενιές.
Νά δώ πάλι θέλω λύρες κι αγκωνάρι καί σπαθιά.
Πιό θρασιά φουντώνει η σκέψη από τή ρίζα τής αλκής.
Κι άν παινέφτηκεν ο Αισχύλος γιά τού Μήδου τή σφαγή,
γιά Κασσάνδρες δέν παινέφτη, μηδέ γιά τού Ορέστη κάν
τήν κατάρα καί τό κρίμα, μηδέ γιά τήν έρμα Ινώ.
Ποιά καμπάνα θά σημάνει τήν ανάσταση; Σέ ποιό
κορφοβούνι τής νικήτρας αγγελιάς χαρωπά
πυροφάνια θ' αναδώσουν καταλώντας τή νυχτιά;
Ορφανές ξεφτούν οι φύτρες καί σκουριές αφάνισαν
τό σπαρτιάτικο καλούπι. Τάφους μόνο, λείψανα
σιγαλά στόν ήλιο βλέπω. Πουθενά δέν άκουσα
νά γελά παληκαρίσια μητέρα στή γέννα της.
Λαχταρώ νά δώ καινούριο κόκκινο αίμα καί δροσιά
δελφική νά σοβαρέψει τού ματιού τήν αχτιδιά.
Καί θά δόξαζα τυράννου τό βαρύ τόν ερχομό.
Κάλιο ανάγκαση καισάρων παρά βάλτου σαπισιά.
Κύρους θέλω καί Ταρκίνιους καί Φωκάδες καί Θωτμές,
καί τών Ναβουχοδονόσωρ τήν ασσύρια αψηφισιά.
Στρέγω Αννίβα καί Δαρείου πατησιά ελεφάντινη
νά ζουλήσει μας τό σβέρκο, Πού είσαι, Πύρρε, μέ βιτσιά
τήν Ελλάδα νά σηκώσεις, νά τή σφίξεις στό ζυγό;
Καί λογιούμαι τών τυράννων νά είταν κάποτε ο δαρμός
σάν αβγής ψυχρής η γέννα. Τέτοιους είδαν πρόδρομους
τής Εφύραιας τό λιμάνι καί οι Κραναές οι πρωτινές.
Βλάχο θέλει καί μπροστάρη τό κοπάδι στή βοσκή.
Φώς, φώς! Διάπλατες οι θύρες στό παλάτι που άστοργη
στρίγλα μάγεψε, στό σπίτι που δαιμόνοι πάτησαν.
Ξεραχνιάστε τίς καμάρες, ξεσποδίστε τή γωνιά!
Πανηγύρι στήστε ηράκλειο γιά τή δόξα καί θρονί
θεμελιώστε γιά τήν τέχνη καί κυλίστρες στό ανοιχτό
τό λιοπύρι διβολίστε. Κι άς ερθεί λεβέντικο
σιδερόστηθο ψαλτήρι νά παινέσει σύψυχα
τά γερά τά νιάτα, τά χέρια τού τσαπιού καί τού σκαρμού,
τίς μητέρες τίς παράξιες, τίς αφεντογύναικες
που αναπίνει σε η ομορφιά τους σά βουνού τραχύς γκρεμός,
τούς τεχνίτες που μαντέβουν κι ανεβάζουν τή ζωή,
καί τού λόγου όσους τολμούνε τήν αγνή τήν αγγαριά.
Γιορτή τέτοια νοσταλγούσα. Μά θυμούμαι τα συχνά
κι αναγριώνουν με τά λόγια τού πικρού Φλωρεντινού·
Γιά μένα ύπνος μόνο καί ίσως κάλια πέτρα νά γενώ!
Καί είπα· Είναι δίκιος ο θυμός καί η θλίψη καταλύτρα.
Οργής κάν ούτε ανάθεμα, φοβέρα ούτε κατάρας
δέ σκιάζει τήν καλοκαιριά τού ηδονισμού στή Χώρα.
Καί είναι άβουλο τό παίδεμα, ακόμα άπλερο τό μίσος.
Θυμάσαι κάπου, σε γιαλό τής μοναξιάς, καμάρες
είχαμε βρεί παλαιϊκές−γλαφκόπετρα ρημάδια
χώρας που ζούσε πυργωτή στής θάλασσας τήν άκρη.
Κάι είχε βουλιάξει τό καστρί στόν άμμο καί τό κύμα
τώρα ανεβοκατέβαινε στίς φυκιωμένες σκάλες
καί τό παγούρι φώλιαζε στού τοίχου τά θαλάμια.
Λαγγόνες παραμόνεβαν καί οι μαβρωπές βουτήχτρες
ανασκαλέβαν τούς βυθούς. Στό βράχο ένα ψαρόνι
σφυρούσε τό τραγούδι του, ποιός ξέρει; μαθημένο
κι από καράβια που άραξαν στό απάγγειο τό λιμάνι
κι από ψαράδες που έστρωσαν πά στά ζεστά πεζούλια
γιά νά στεγνώσουν τίς ορμιές, τούς γρίπους καί τά δίχτυα.
Πύργος εδώ είταν καί ναός καί νοικοκυρεμένη
χωρούλα τειχοδέματη· καί τώρα μόνο η τράτα
κι ο πιστικός τήν ξέρουνε. Κι ολούθε τής Ελλάδας
έτσι λιγόμερο έπεσε τό αψηλωμένο θάμπος·
μιά πολιτεία μιά στιγμή πάνω σέ βράχο ασπρίζει
καί ύστερα πάλι τήν πατά τής αγριμιάς η πύκνα.
Ως καί τίς δόξες τίς δικές οι απόγονοι ασκημίζουν·
ό,τι τολμήσαν κ' έστησαν οι Πλάτωνες καί οι Κόδροι
τά βάσκανα αποσπόρια τους τό αρνιούνται σκοτισμένα.
Η Πόλη κλέβει αγάλματα κι ο χριστιανός τά σπάει
καί τά τραγούδια τής Σαπφώς ο μπόγιας τους τά καίει.
Τού νού τήν κλήρα ψέφτισαν λιβάνι κι αγιαστούρα
καί τό παπύρι που έλεγε τά δάκρυα σου, Αντρομάχη,
γιά συναξάρια τό έγδαρε τού ξορκισμένου η φάρα.
Τόν πέφκο που τήν έθρεφε καταμολέβει η κάμπια.
Μά κάποια μέσ' στήν ερημιά φωνή βρόντιξε, Νίκο,
τήν αρετή τού αληθινού καί τήν κληρονομιά
τής τόλμης καί τού στιχουργού γδικώντας. Καί σημάδια
λυρικού βλέπω σηκωμού. Στό Θιάκι, στά Βελούχια,
στόν Ψηλορείτη, στ' αττικά ξερόβουνα, στόν Αίνο,
ξυπνήσαν τά μαγιάπριλα, ξυπνήσαν πάλι οι Μούσες.
Τό δελφικό πάλι κυλά νερό μέσ' απ' τό βράχο
καί τό παγιάβλι τού βοσκού στή χώρα κατεβαίνει.
Κισσούς καί δάφνες καί μυρτιές στ' απόμακρα αγναντέβω!
Κι ο δουλεφτής τού τραγουδιού τή μνήμη θ' αναδέψει
καί θά είναι δάσκαλος φωτιάς, κριτής καί κυβερνήτης,
καί τής υγείας τό ρυθμό, τής ομορφιάς τό νόμο,
θέλει χαρίσει ενθουσιαστής. Οι σκλάβοι θά γελούνε
στό διάβα του κι ανάθεμα στού λυτρωτή τό έργο
θά ρίξουν οι χρυσόρασοι πατριάρχες τής ψεφτιάς,
καί σαστισμένα πίσω του κοπάδια μέ μιά λύσσα
θρήσκα θά τόν πετροβολούν καί βλαστημιά θά κράζουν.
Μά κείνος θά τούς ελεεί γιατί έχει από τήν κούπα
τού Ομήρου πιεί τή μυθική κ' έχει τρυγήσει μέλι
σύγκερο από τό Βριλησσό, γιατί μέσ' στά ρουμάνια
σύντυχε μέ Τιτάνισες καί λαφοκυνηγήτρες,
καί είδε θεούς βοσκάρηδες μέ γκλίτσα καί φλογέρα,
καί οι τριμερούσες τού έμαθαν οι Μοίρες τήν αλήθεια
που συχναλλάζει ακούραστα καί πάντα κυκλοφέρνει.
Πλάστης ζωής θά σηκωθεί καί γκρεμιστής καί χτίστης,
καί μέ τό μίσος θά νικά καί θά οδηγεί μέ αγάπη,
καί τήν ψυχή του στή γενιά θά δώσει γιά προζύμι
τού καλού καί γιά στέριωμα τής θαρρεσιάς που οθρώνει!
Μού αποκρίθης· Δέν ελπίζω τέτοιο θάμα νά σταθεί.
Τής Ωριάς τό Κάστρο βάτοι κι αβρονιές τό χάλασαν
καί μονάχα σύνεφα άσπρα στό πυργί τό ερημικό
πό ψηλά τό καλοκαίρι συντυχαίνουν κι αργυρά
στό μπογάζι αντιθωρούνε τά σγουρά κι ασάλεφτα
νεφοκούτελα. Τά καΐκια φοβισμένα αντιπερνούν.
Στήν ψυχή μου τέτοια εικόνα καταστάλαξε άσβηστη
τής Ελλάδας καί μέ πίκρας σιγαλό χαμόγελο
στούς απόμερους γιαλούς της τριγυρνώ γυρέβοντας
πίσω πάλι τήν αγάπη, τίς κυκλώπειες τίς ορμές
που τά στήθια μου γεμίζαν καί τήν πίστη ρίζωναν
στήν καρδιά μου φεγγοβόλα. Μά η ζωή μέ λύπησε
τρίσβαθα καί τό έχω μάθει πως οι Μοίρες πάντα αργούν
μά ποτέ δέ μετανοιώνουν γιατί 'ν' μέσα μας σπαρτές!
Καί γώ· Τής Πόλης βασιλιάς στή Σαλονίκη πήγε
στόν Άγιο τό θαματουργό νά δεηθεί καί δίπλα
στό μνήμα του γονατιστός, ντυμένος τρύπια ράσα,
θρηνώντας παρακάλαγε τή Χάρη του νά δώσει
βοήθεια στή μαρτυρική τή μάνητα που λάμια
πιλάτισα στό αμαρτωλό σπαρτάραγε κορμί του.
Καί τής ψυχής η φάγουσα πιό φρίκη τού γεννούσε·
γιατί στήν άδεια τήν κλησιά νυχτόημερα σκυμένος
σά διακονιάρης μισερός συχώρεση ζητούσε
γιά τό κρυφό τό κρίμα του. Καί μέσ' απ' τό σκοτάδι
νύχια καί φούχτες έβλεπε που απάνω του ξαμώναν
νά τόν αρπάξουν καί βαθιά νά τόν βουτήξουν κάτω
στήν Κόλαση. Καί γουρλωτοί φλογότριχοι πισσίτες
μέ δίκρανα τόν πρόγκιζαν, τόν δέρναν μέ δουκάνια,
καί ματολάφτη καί φονιά τόν κράζαν, καί σάν όρνια
κυκλόφερναν που καρτερούν νά σωριαστεί ο σακάτης.
Καί είχε αστοχήσει ο βασιλιάς καί Πόλη καί παλάτια
κι Αγιά Σοφιά χρυσόθολη κι ακρίτες καί δρομόνια·
καί βούλιαζε η κορώνα του σάν πέτρα μέσ' στή λάσπη.
Μά μήνυμα ήρθε ξαφνικό πως οι κουρσάροι αντάρα
σηκώσαν απ' τήν Όχριδα κι απ' τά Μπαλκάνια πέρα,
πως τα χωριά τά πάτησαν καί τίς σοδιές αρπάζουν,
πως καίνε κρόδια καί σπαρτά. Κι ο βασιλιάς που ακόμα
λίγο καί θά ξεψύχαγε στού κιβουριού τό πλάγι,
τινάχτηκε καί ζώστηκε τή σπάθα του καί πήγε
νά διαφεντέψει απ' τού αγριμιού τό δάγκαμα τό λαό του.
Κι αντίσκοψε η μεγάλη του καρδιά πόνο καί Χάρο
καί πήρε σάν κονίζαλος φαλάγγι τόν οχτρό.
Έτσι καί μείς στά μνήματα μέ τούς καταχανάδες
σερνάμενοι κι από βραχνά κυνηγημένοι δόξας,
ανασπαζούμαστε θαμπά κονίσματα κι από άγιους
ανάσταση προσμένουμε κι οδήγηση καί βάγια.
Μά πάλι τώρα γύρω μας ο βόγγος τού πολέμου,
τό χούγιασμα, τό χύμισμα, τού σταβρωτή τό ασκέρι,
μαζέβουνται γιά νά χυθούν καί νά μάς ξεκληρίσουν.
Τά λιγοστά μας φυλαχτά καί οι αγίνωτες ελπίδες
οι τίμιες κιόλας τρέμουνε κοντά στήν καταβόθρα.
Κι άλλη όχεντρα είναι μέσα μας που δολερή δαγκάνει
τήν αξαρμάτωτη καρδιά καί παραλεί τίς φλέβες.
Ποιός θά τήν πνίξει; Μά καί ποιός θά μάς νεκραναστήσει;
Μπροστά στήν πάλα τή γδυτή δέ θά ξανακαρδίσουν
οι πονεμένοι καί οι σκυφτοί; Δέ θά 'βρουμε τό δρόμο
που φέρνει σέ χρυσόπυλες κι αϊτόσκιαστα μουράγια;
Δέ θά έρθει ο πρωτοστράτορας τής πράξης καί τού νού;
Κι άν τής κιθάρας η κλαγγή κιόλας νωρίς ακούστη
θ' αργήσει καί τού στυλωτή τό πείσμα νά μάς σπρώξει;
Χαμογελώντας άπλωσες τό χέρι σου καί πέρα
μού έδειχνες τό βασίλεμα που ξεψυχούσε τώρα.
Γαλάζιες σκιές ανέβαιναν καί πιό γλυκιά μιά ζήση
χυνότανε κι αριά χλωμά τά πρώτα αστέρια βγαίναν.
Ακόμα στό Λυκαβητό φώς λίγο έπεφτε απάνω.
Μά εγώ· Τήν κορφή κοίταξε. Θαρρώ θέ νά έρθει μέρα
καί δίχως πιά καλόγερο καί δίχως πιά καντήλα
θέλει απομείνει αφτή η κλησιά. Καί τότε άσπρο θά χτίσει
κεί πάνω η Χώρα κι ανοιχτό παλάτι νά κοιμίζει
μέσα στήν πέτρα τή στεγνή, ψηλά στή λαμπροσύνη
τού ηλιού, τούς ξακουσμένους της ηρώους καί τεχνίτες!