Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοκαρδίζω.
-
- Α´ (Mτβ.) δυσαρεστώ κάπ.:
- (Eρωτοπ. 18).
- Β´ (Aμτβ.) στενοχωριέμαι:
- O Πόθος δεν μ’ αφήννει να κακοκαρδίσω (Kυπρ. ερωτ. 1024).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = λυπημένος:
- (Θυσ. 521).
[<αόρ. του κακοκαρδώ. H λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) δυσαρεστώ κάπ.: