ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Γλώσσα και Γραφή 

Μαρία Καραλή (2007) 

Ορίζοντας το γραμματισμό

«Η ΣΑΡΟΝ Σ. ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΑΜΜΑΤΗ»
(γκράφιτι σε παιδική χαρά του δυτικού Λονδίνου)

Το παραπάνω γκράφιτι δίνει κιόλας μια ένδειξη για το ότι ο γραμματισμός είναι μια φορτισμένη λέξη, με την οποία συνδέεται πλήθος εννοιών και ιδεολογιών, μια πολυδιάστατη λέξη, ένα γενετικό θέμα, σύμφωνα με τη διατύπωση του Freire. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προβληματιστούμε γύρω από το γραμματισμό, να καταδείξουμε δηλαδή ότι δεν πρόκειται για κάτι που μπορεί να οριστεί εύκολα και ξεκάθαρα, ότι κάθε ορισμός είναι πιθανό να αμφισβητηθεί.

Ακόμη και από αυτό το σύντομο παράδειγμα, βλέπουμε πώς αυτοορίζεται ο γραμματισμός -και αυτό συμβαίνει συχνά- μέσω του αντιθέτου του «αγράμματος»∙ πώς είναι δυνατό και η αντίθεση «εγγράμματος/αγράμματος-αναλφάβητος» να χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια βρισιά στην παιδική χαρά, και κατ' επέκταση πώς μπορεί ο γραμματισμός να λειτουργεί ως ένας τρόπος κατηγοριοποίησης, κατάταξης και διαβάθμισης των ανθρώπων. Στο Κεφάλαιο 3 θα διερευνήσουμε τις συνέπειες της κατάταξης στην ομάδα των «μη εχόντων». Ενώ ξεκίνησα την ενότητα αυτή με στόχο να ορίσω αντικειμενικά το γραμματισμό, γρήγορα έγινε σαφές ότι ο γραμματισμός ορίζει εμάς, ως ένας ισχυρός ταξινομητής και διαβαθμιστής ατόμων.

Ο γραμματισμός δεν έχει για όλους την ίδια σημασία, αλλά πρόκειται για ένα ολόκληρο πλέγμα ιδεολογικών θέσεων, οι οποίες από κοινού συνθέτουν την εκπαιδευτική «διαμάχη» περί γραμματισμού. Στη βάση αυτών των ιδεολογικών θέσεων, ρητών ή υπόρρητων, διατυπώνονται πολιτικές, σχεδιάζονται προγράμματα, οργανώνονται τάξεις διδασκαλίας. Οι ενήλικοι μαθητές που έρχονται για να ξεκινήσουν μαθήματα σε μια ομάδα γραμματισμού έρχονται με τις δικές τους ιδέες και προσδοκίες για το τι είναι γραμματισμός και τι θα έπρεπε να είναι, με τις δικές τους ιδεολογίες περί γραμματισμού. Μερικές φορές αυτές οι ιδεολογίες βρίσκονται σε σύγκρουση με τις ιδεολογίες και τις προσδοκίες του δασκάλου. (Η μελέτη περίπτωσης που αναφέρεται στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου -ένα κοινοτικό πρόγραμμα αραβικής γλώσσας- αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας σύγκρουσης ανάμεσα σε ιδεολογίες και προσδοκίες που αφορούν εκπαιδευτικές πρακτικές.

…Θα υποστηρίξω ότι η προσέγγιση του γραμματισμού ως κοινωνικής πρακτικής, όπως παρουσιάστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, πρέπει να συμπληρωθεί, από μια γλωσσολογικού τύπου ανάλυση του γραμματισμού ως κειμένου και ως κειμενικής πρακτικής, και ότι αυτό που χρειάζεται για να συμπληρωθεί η κοινωνική, συμφραστική ανάλυση των προηγούμενων κεφαλαίων είναι αυτό που ο Stubbs (1987) ονομάζει εκπαιδευτική θεωρία του (γραπτού και προφορικού) λόγου. Στα Κεφάλαια 1, 2 και 3 υποστήριξα ότι ο γραμματισμός είναι κοινωνικο-πολιτικό και εκπαιδευτικό κατασκεύασμα και όχι γλωσσικό∙ στο κεφάλαιο αυτό προσπαθώ να προσδιορίσω τα χαρακτηριστικά μιας εκπαιδευτικής θεωρίας του (προφορικού και γραπτού) λόγου και τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει μια τέτοια θεωρία να στηρίζει και να συμπληρώνει τη θεώρηση του γραμματισμού ως κοινωνικής πρακτικής.

Εάν ο γραμματισμός ως κοινωνική πρακτική υπονοεί ερευνητική συνάφεια με πεδία όπως η κοινωνιολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία, καθώς και η κοινωνική θεωρία, και εάν ο γραμματισμός ως εκπαιδευτική πρακτική υπονοεί ερευνητική συνάφεια με τους θεωρητικούς της εκπαίδευσης, τότε για μια εκπαιδευτική θεωρία του (προφορικού και γραπτού) λόγου θα πρέπει να στραφούμε στη θεωρητική και εφαρμοσμένη γλωσσολογία.

Η εκπαιδευτική γλωσσολογία είναι ένα αναδυόμενο πεδίο [πρβλ., π.χ., Halliday 1985β∙ Stubbs 1986, 1987∙ Christie (επιμ.) 1990∙ Hammond 1990], το οποίο αναδεικνύει τις θεωρίες εκείνες της γλώσσας που μπορούν να στηρίξουν επαρκώς τη θεώρηση του γραμματισμού ως κοινωνικής πρακτικής, παρέχοντας μια συμπληρωματική οπτική στην εθνογραφική προσέγγιση. Ο Halliday (1985α) τονίζει ότι οι παραδοσιακές προσεγγίσεις της γλώσσας εστίαζαν στον γραπτό λόγο. Όπως υπονοεί ο τίτλος του κεφαλαίου, μια θεωρία της γλώσσας η οποία θα μπορεί με επάρκεια να στηρίζει το γραμματισμό ως κοινωνική πρακτική θα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου, εντοπίζοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στα συμφραζόμενα, τόσο με την έννοια ότι τα συμφραζόμενα καθορίζουν και διαμορφώνουν τη γλώσσα εν χρήσει, όσο και με την έννοια ότι η γλώσσα εν χρήσει διαμορφώνει και καθορίζει τα συμφραζόμενα: Θα πρέπει να είναι μια συμφραστική θεωρία της γλώσσας. Θα πρέπει να είναι μια θεωρία της γλώσσας που θα μπορεί να χειρίζεται την οργάνωση ολόκληρων κειμένων, αλλά θα πρέπει επίσης να είναι μια θεωρία της γλώσσας που θα είναι τόσο θεωρία της πρακτικής όσο και του κειμένου.

Αυτή η θεωρία της γλώσσας θα πρέπει να είναι ευαίσθητη σε ιδεολογικές κατασκευές (που είναι ρητές στα «παιδαγωγικά και καθημερινά στερεότυπα» για τα οποία γράφει ο Stubbs) και ικανή να τις αποδομεί (πρβλ. Kress 1985∙ Martin 1986∙ Fairclough 1989) - μια θεωρία της γλώσσας που θα μπορεί να αντιμετωπίσει την πολιτική της ανισότιμης επικοινωνίας και τους τρόπους με τους οποίους η ανισότητα εδραιώνεται θεσμικά και κοινωνικά.

Μια θεωρία της γλώσσας που θα στηρίζει το γραμματισμό ως κοινωνική πρακτική θα πρέπει επίσης να προσδιορίζει τις γλωσσικές όψεις αυτού που ο Stubbs (1987) αποκαλεί «μια ολιστική θεωρία μεταβάσεων» που εμπλέκονται στη διαδικασία απόκτησης γραμματισμού. Οι μεταβάσεις αυτές αφορούν μεταξύ άλλων τη μετάβαση:

  • από το προφορικό στο γραπτό,
  • από το καθημερινό στο επίσημο,
  • από το αυθόρμητο στο προσχεδιασμένο,
  • από το ιδιωτικό στο δημόσιο,
  • από το μη πρότυπο στο πρότυπο,

και στην περίπτωση των δίγλωσσων

  • από την πρώτη γλώσσα (Γ1) στη δεύτερη (Γ2).

(πρβλ. Stubbs 1987, 23)

Για να συνοψίσουμε λοιπόν, μια θεωρία της γλώσσας συναφής με τη θεώρηση του γραμματισμού ως κοινωνικής πρακτικής θα πρέπει να είναι σε θέση:

  1. να εξηγεί τη γλωσσική οργάνωση ολόκληρων κειμένων∙
  2. να εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους η γλώσσα (γραπτή και προφορική) ενσωματώνεται στα κοινωνικά συμφραζόμενα αλλά και τα διαμορφώνει∙
  3. να εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους οι σχέσεις ισχύος κωδικοποιούνται γλωσσικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο∙
  4. να προσδιορίζει τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου∙
  5. να παρουσιάζει ένα πλαίσιο για την περιγραφή των τρόπων με τους οποίους πραγματώνονται αυτές οι διαφορές σε διάφορα επικοινωνιακά συμφραζόμενα∙
  6. να προσδιορίζει με γλωσσικούς όρους τη διεπίδραση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου εντός συμφραζομένων (όπως προσδιορίστηκε στην έννοια συμβάν γραμματισμού που εισαγάγαμε στο Κεφάλαιο 2)∙
  7. να εξηγεί με γλωσσικούς όρους τη σημαντική διαπολιτισμική και δια-ομαδική ποικιλότητα στις λειτουργίες και χρήσεις του προφορικού και γραπτού λόγου (πρβλ. Gumperz 1982∙ Cook-Gumperz 1986∙ Scollon & Scollon 1981).
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42