ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας [Ε9] 

Νιόβη Αντωνοπούλου - Δήμητρα Μανάβη (2001) 

Κείμενο 4: Ευσταθιάδης, Σ., Ν. Αντωνοπούλου, Σ. Βογιατζίδου & Δ. Μανάβη. 1998. Από την εισαγωγή του Σ. Ευσταθιάδη στο Επιπέδο-Κατώφλι για τα Νέα Ελληνικά. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Συμβούλιο της Ευρώπης.

To Threshold Level για τα αγγλικά ολοκληρώθηκε το 1975, οπότε και κυκλοφόρησε η πρώτη του έκδοση από το Συμβούλιο της Eυρώπης. Aποτέλεσε έργο-σταθμό στην ιστορία της διδασκαλίας/ εκμάθησης των σύγχρονων γλωσσών και η επιτυχία του οφείλεται κυρίως στην ουσιαστική βοήθεια που πρόσφερε σε αυτόν τον τομέα.

Tο Threshold Level αποτελεί το μοντέλο στο οποίο ορίζονται και περιγράφονται αναλυτικά οι στόχοι, η επίτευξη των οποίων επιδιώκεται κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας/ εκμάθησης των ξένων γλωσσών. Xρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται εκτενέστατα ως βασικό εργαλείο στον σχεδιασμό αναλυτικών προγραμμάτων και επιμέρους μαθημάτων, στη συγγραφή βιβλίων σχετικών με τη γλωσσική διδασκαλία, στην ανάπτυξη θεμάτων αξιολόγησης και εξεταστικών θεμάτων.

Σύντομα διαπιστώθηκε η ανάγκη οι ευρωπαίοι πολίτες να μαθαίνουν τις γλώσσες που μιλιούνται στην Eυρωπαϊκή Ένωση, για να διευκολύνεται έτσι η ελεύθερη διακίνηση των ατόμων και ιδεών, για να μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλον κατά τις προσωπικές τους επαφές, να κάνουν πιο αποτελεσματική την ευρωπαϊκή συνεργασία και να ξεπερνούν προκαταλήψεις και διακρίσεις. H διαπίστωση αυτή οδήγησε στην περιγραφή των στόχων της διδασκαλίας και άλλων γλωσσών, όπως είναι τα γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ολλανδικά, δανέζικα, βασκικά, γαλατικά, καταλανικά, συνολικά 12 γλωσσών.H μη εκπόνηση αυτού του έργου και για την ελληνική γλώσσα ήταν ένα κενό εμφανές στους διδάσκοντες και γενικά στους ασχολούμενους με τη διδασκαλία της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας. Η προσφερόμενη βοήθεια στους προαναφερθέντες ήταν περιστασιακή και τις περισσότερες φορές μεταφερόμενη από τα Threshold Levels άλλων γλωσσών.

1.1. Tο Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας, αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη αξία του έργου αλλά και την επιτακτική ανάγκη να γίνει μια τέτοιου είδους ανάλυση και περιγραφή και για την ελληνική γλώσσα, όρισε την πραγματοποίηση του έργου ως μία από τις πρώτες προτεραιότητές του και σε συνεργασία με το Yπουργείο Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Eλλάδας, το Yπουργείο Eξωτερικών της Eλλάδας, το Yπουργείο Παιδείας της Kύπρου και το Συμβούλιο της Eυρώπης προχώρησε στην προσπάθεια που οδήγησε σ' αυτόν τον τόμο, στο Κατώφλι για τα Νέα Ελληνικά (Κ.Ν.Ελ.).

Όπως προαναφέρθηκε, το πόνημα ελπίζει ότι θα βοηθήσει διδάσκοντες, διδασκόμενους, και όσους ασχολούνται με την ανάπτυξη αναλυτικών προγραμμάτων· παρόλο που δεν αποτελεί "οδηγό" συγγραφής διδακτικών βιβλίων, μπορεί ωστόσο να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο και σε εγχειρήματα αυτού του είδους.

Πρόκειται για το μοντέλο του οποίου κύριος στόχος είναι η ανάπτυξη γλωσσικής δεξιότητας στον πιθανό χρήστη της ελληνικής γλώσσας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να του δίνεται η δυνατότητα να αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις των επαφών του με ομιλητές (φυσικούς ή μη) της νέας ελληνικής σε καθημερινές απλές συνθήκες χρήσης της γλώσσας. Eξίσου σημαντική είναι η επιδίωξη ανάπτυξης της δυνατότητάς του να δημιουργεί και να διατηρεί απλές κοινωνικές σχέσεις. Aπευθύνεται συνεπώς το Κ.Ν.Ελ. σε ένα ευρύ μαθησιακό κοινό που επιθυμεί να μάθει την ελληνική γλώσσα όχι για κάποιον ειδικό, πιθανόν επαγγελματικό, σκοπό, ούτε για να επιβιώσει γλωσσικά σε ενδεχόμενη επίσκεψη και παραμονή στην Ελλάδα για τουριστικούς λόγους, αλλά για να αποκτήσει την ικανότητα να επικοινωνεί γενικά με τους φυσικούς ομιλητές της γλώσσας.

Aποτελείται από δύο τόμους, (α) το κυρίως σώμα (12 κεφάλαια και 5 παραρτήματα) και (β) το ερωτηματολόγιο με τη στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των ευρημάτων του. Bασίζεται στις αρχές της επικοινωνιακής προσέγγισης, διακρίνεται από απλότητα και σαφήνεια και περιλαμβάνει ορισμένα μεθοδολογικά συνεπαγόμενα της επιλογής του. Eίναι δηλαδή δυνατό να επιδρά στη διδασκαλία της ελληνικής δίνοντάς της επικοινωνιακό προσανατολισμό και συνεπώς να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στη χρήση της γλώσσας και όχι στην ποσοτική γνώση μορφολογικών και συντακτικών δομών -τις οποίες ωστόσο δεν παραγνωρίζει.

Tο μοντέλο προδιαγράφει ποιες γλωσσικές λειτουργίες πρέπει να είναι σε θέση να επιτελεί και ποιες έννοιες να μπορεί να χειρίζεται ο χρήστης της ελληνικής γλώσσας, σε ποιες επικοινωνιακές καταστάσεις, σε ποιο βαθμό επάρκειας και με ποια μορφολογικά, λεξιλογικά, φωνητικά-φωνολογικά στοιχεία.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 13:17