Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Κειμενοκεντρική προσέγγιση και γλωσσικό μάθημα [Ε5] 

Τριανταφυλλιά Κωστούλη (2001) 

Κείμενο 4: Τ. Κωστούλη. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά την παραγωγή ενός κειμένου.

Ποικίλες προτάσεις έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά την παραγωγή ενός γραπτού κειμένου (McCarthy 1991· McCarthy & Carter 1994). Αρκετά από αυτά οφείλονται στο ότι τα παιδιά δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς τις ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Αν και κάποιες από τις προτάσεις που είχαν διατυπωθεί περί της σχέσης προφορικού και γραπτού λόγου (για μια κριτική αναφορά βλ. Biber 1988) έχουν σήμερα αναθεωρηθεί, ένα από τα βασικά σημεία του σχετικού προβληματισμού που δεν έχει υποστεί διαφοροποίηση και ασκεί μάλιστα σημαντική επίδραση στη διδακτική πράξη αφορά στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η μορφή ενός προφορικού και γραπτού κειμένου. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στον μη προσχεδιασμένο και προσχεδιασμένο χαρακτήρα της επικοινωνίας, όπως επιτελείται αντίστοιχα μέσα από τον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Έτσι, ενώ (στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις) στον προφορικό λόγο το μήνυμα παράγεται και διαμορφώνεται γλωσσικά αλλά και νοηματικά τη στιγμή που εκφωνείται, στη γραπτή επικοινωνία ο συγγραφέας έχει την άνεση του χρόνου να δημιουργήσει πολλαπλές εκδοχές ενός μηνύματος και να επιφέρει σημαντικές αλλαγές τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλωσσική του μορφή. Παρά το γεγονός αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι τα εγχειρίδια (όπως αυτά του δημοτικού) μέσω των σχετικών οδηγιών τους δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση εκ μέρους των παιδιών του προσχεδιασμένου χαρακτήρα του γραπτού λόγου. Αντίθετα, με το να περιορίζουν την παραγωγή κειμένου στο μέγιστο χρονικό διάστημα των 15΄ οδηγούν τα παιδιά σε στρατηγικές προφορικού λόγου στις οποίες κυριαρχεί η απλή καταγραφή των διαφόρων θέσεών τους.

Μια δεύτερη παράμετρος διαφοροποίησης ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο είναι αυτή που αφορά στη σχέση παραγωγού και αποδέκτη. Σε γενικές γραμμές, θεωρείται ότι η σχέση πομπού και δέκτη είναι περισσότερο άμεση στον προφορικό λόγο -και αυτό το σημείο έχει επιπτώσεις στη μορφή ενός κειμένου. Στις ελεύθερες συνομιλίες, π.χ., η διαμόρφωση του μηνύματος τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου όσο και σε εκείνο της γλωσσικής του μορφής γίνεται μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδραση ομιλητή και ακροατή. Ο ακροατής, δηλαδή, μπορεί να διακόψει τον ομιλητή και με τις ερωτήσεις ή τα σχόλιά του να οδηγήσει τη συζήτηση σε άλλο δρόμο. Αντίθετα, η συνεργασία αυτή δεν παρατηρείται με τόσο έντονο τρόπο στον γραπτό λόγο. Επειδή ακριβώς η επίδραση του αναγνώστη δεν είναι τόσο άμεση, ένα βασικό πρόβλημα που εγείρεται στη διδακτική πράξη είναι η ενσωμάτωση της έννοιας του ακροατηρίου -η κατάκτηση από τα παιδιά της ικανότητας να δομούν το κείμενό τους λαμβάνοντας υπόψη κάποιο πιθανό ακροατήριο με μη γνωστά σε αυτούς χαρακτηριστικά (που μπορεί να αφορούν στον βαθμό γνώσης που το ακροατήριο αυτό μπορεί να έχει για το θέμα που το παιδί-συγγραφέας διαπραγματεύεται). Η πρόβλεψη χρόνου στη διδακτική πράξη για να εφαρμοστούν τα στάδια του σχεδιασμού και της επεξεργασίας των κειμένων των παιδιών συνιστά τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:15