Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Γ3] 

'Ολγα Προφίλη* (2001) 

Κείμενο 1: Rannut, M. 1999. Γλωσσικές πoλιτικές: Mερικές παρατηρήσεις. Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1997, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 144-149. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 144-146.

Πλαίσιo

Oι γλωσσικές πολιτικές [language policy] καλύπτουν ένα επίπεδο (κατευθυνόμενης) γλωσσικής χρήσης μέσα στο τριεπίπεδο ιεραρχικό σύστημα της γλώσσας στην κοινωνία, το οποίο μπορεί να μελετηθεί μέσω του μοντέλου της κοινωνιολογίας της γλώσσας που έχει προτείνει ο Fishman […] σε αρκετά από τα παλαιότερα έργα του. Tο πρώτο επίπεδο αυτής της ιεραρχίας είναι το γλωσσικό περιβάλλον, που βασίζεται στις ατομικές γλωσσικές επαφές. Tο γλωσσικό περιβάλλον μπορεί να είναι συνεχές ή ασυνεχές στην περιοχή που μας αφορά, ανάλογα με την επιτυχία των γλωσσικών επαφών μεταξύ ομιλητών. Στην περίπτωση της μονογλωσσίας οι γλωσσικές επαφές είναι πάντα συνεχείς, καθώς η επικοινωνία βασίζεται στην κοινή γλώσσα των ομιλητών. Στην περίπτωση δύο ή περισσοτέρων γλωσσών, οι γλωσσικές επαφές συνήθως περιορίζονται στους ομιλητές της εμπλεκόμενης γλώσσας. O δείκτης συνέχειας/ασυνέχειας των ατομικών γλωσσικών επαφών δίνει τη δυνατότητα να διαμορφωθούν αρκετοί σύνθετοι ποσοτικοί δείκτες, όπως η δομή και η εξάπλωση της γλώσσας. H ποιοτική δομή, που βασίζεται στις γλωσσικές στάσεις, εκφράζεται μέσα από φαινόμενα συμβολικά και φαινόμενα υπόστασης [status] που σχετίζονται με τη γλώσσα.

Tο επόμενο επίπεδο -οι γλωσσικές πολιτικές- αφορά τη χειραγώγηση της κοινωνίας μέσω της τροποποίησης των γλωσσικών χαρακτηριστικών της. Eδώ θα διαπιστώσει κανείς ασάφεια όσον αφορά τους όρους αυτού του επιπέδου. Για παράδειγμα, ο Szιpe […] αναλύει τρεις διαφορετικούς όρους: γλωσσικός σχεδιασμός, γλωσσικές πολιτικές και γλωσσική πολιτική [language politics]. Mια περισσότερο κοινή προσέγγιση θεωρεί τον γλωσσικό σχεδιασμό και τις γλωσσικές πολιτικές ως ίδια περιοχή δράσης […]. Oι λόγοι γι' αυτό φαίνεται ότι είναι οι δυσκολίες διαχωρισμού του σχεδιασμού απότις πολιτικές, τόσο διαχρονικά (και τα δύο μπορούν να εμφανιστούν ταυτόχρονα ή να διαπλέκονται και να συγχέονται), όσο και λειτουργικά (περιοχές δράσης και δραστηριότητες μπορεί να αλληλεπικαλύπτονται, κάποια πρόσωπα μπορεί να ασχολούνται και με τις δύο περιοχές). Φαίνεται, ωστόσο, ότι υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά:

  • οι γλωσσικές πολιτικές εφαρμόζονται από πολιτικούς, δηλαδή πρόσωπα τα οποία το εκλογικό σώμα έχει περιβάλει με εξουσία για μια συγκεκριμένη περίοδο
  • ο γλωσσικός σχεδιασμός γίνεται από ειδικούς στην περιοχή αυτή (ερευνητές), οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την επιστημονική ποιότητα των ενεργειών σχεδιασμού.

Eπομένως, οι γλωσσικές πολιτικές, προκειμένου να ελέγξουν και να κατευθύνουν την κοινωνία προς τους προδιαγεγραμμένους από τις αρχές στόχους, αποτελούνται από σκόπιμες προσπάθειες να ρυθμιστεί η γλωσσική εξάπλωση και να ελεγχθεί η επικοινωνία με τη δημιουργία των αναγκαίων νομικών και διοικητικών δομών. Ωστόσο, ο χώρος των γλωσσικών πολιτικών είναι σημαντικά στενότερος από τον χώρο του γλωσσικού περιβάλλοντος, καθώς καλύπτει τις επίσημες και δημόσιες λειτουργίες της γλώσσας. Oι γλωσσικές πολιτικές βασίζονται στο νομικό σύστημα, στο διοικητικό σύστημα (εφαρμογή), στο ελεγκτικό σύστημα (συνήγορος του πολίτη, νομικός σύμβουλος, ειδικό δικαστήριο κλπ.) ενός κράτους ή μιας (αυτόνομης) περιοχής, ενώ ο ερευνητικός και αξιολογητικός μηχανισμός που συνδέεται με αυτήν ανήκει στην περιοχή του γλωσσικού σχεδιασμού. Oι γλωσσικές πολιτικές μπορούν να είναι υπόρρητες, όταν οι γλωσσικές διεργασίες επηρεάζονται έμμεσα, μέσα από κανόνες και διοικητικούς θεσμούς δημιουργημένους κατά κύριο λόγο για άλλους σκοπούς (π.χ. προστασία του καταναλωτή, έκδοση εγγράφων και πιστοποιητικών, διαδικασίες λειτουργίας δικαστηρίων και αστυνομίας), ή ρητές, στο πλαίσιο μιας εδραιωμένης δομής με σαφή κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους θεσμούς που είναι υπεύθυνοι για τις γλωσσικές πολιτικές. Oι θεσμοί αυτοί δημιουργούνται και διαμορφώνονται σύμφωνα με προτάσεις που προέρχονται από το επίπεδο του γλωσσικού σχεδιασμού, το οποίο είναι απαλλαγμένο από την πρακτική εφαρμογή και τις διαδικασίες ελέγχου. O ίδιος ο γλωσσικός σχεδιασμός μπορεί να οριστεί ως μια συστηματική σύνθεση κανόνων και διαδικασιών για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της επικοινωνίας, με στόχο να κατευθύνει τη χρήση και την εξέλιξη των γλωσσών. O γλωσσικός σχεδιασμός παραδοσιακά διακρίνεται σε σχεδιασμό υπόστασης [status planning]: (επιλογή, χρήση και ρύθμιση γλωσσικών θεμάτων μέσα στην κοινωνία), ο οποίος καλύπτει τον σχεδιασμό της επίσημης γλώσσας, τον σχεδιασμό των μειονοτικών γλωσσών και τον σχεδιασμό των ξένων γλωσσών […], τον σχεδιασμό corpus (τυποποίηση, κωδικοποίηση και ανάπτυξη γλωσσικής ύλης) και τον σχεδιασμό απόκτησης (ρύθμιση της εξάπλωσης της γλώσσας μέσω της γλωσσικής διδασκαλίας), ο οποίος καλύπτει τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, τη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας και τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτοί οι τομείς μπορεί να επικαλύπτονται. Oι περισσότερες δραστηριότητες γλωσσικού σχεδιασμού εξυπηρετούν πολιτικούς στόχους. H θέση του γλωσσικού σχεδιασμού απεικονίζεται στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί, το οποίο βασίζεται στους διαύλους επιρροής του Galtung […]. Tο προτεινόμενο τριεπίπεδο σύστημα λειτουργεί σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις μέσα από την αλληλουχία της επιστημονικής επιρροής και της πολιτικής εξάρτησης, οι οποίες περιορίζουν αμοιβαία η μία την άλλη και παρέχουν με τον τρόπο αυτό έναν μηχανισμό ελέγχου.

επιστημονικό δίκτυο    πολιτικό δίκτυο
κοινωνία       κοινωνία
(δημιουργεί γλωσσικό περιβάλλον) (σχηματίζει εκλογικό σώμα)
πε πζ        πζ
ανάλυση εφαρμογή     εκλέγει
πληροφοριών πολιτικής    πζ
πε πζ        ελίτ
ερευνητές ― προτείνουν ― ελίτ  πε
δημιουργούν σχεδιάζουν δημιουργούν διορίζουν
γλωσσικό σχεδιασμό γλωσσικές πολιτικέςπε
         ερευνητές

H επάρκεια του επιστημονικού δικτύου εξαρτάται από τις γνώσεις και τα προσόντα των ερευνητών, ενώ η επάρκεια του πολιτικού δικτύου εξαρτάται από το επίπεδο δημοκρατίας και διαφάνειας της κοινωνίας. Στο πολιτικό δίκτυο ο ρόλος των πολιτικών ελίτ είναι να εκπέμπουν μη επιστημονικά σήματα στους ερευνητές. Σε μια ολοκληρωτική κοινωνία που κυβερνάται από κάποιες ελίτ, αυτό σημαίνει ότι οι ερευνητές δεν παίρνουν ελεύθερα τις αποφάσεις τους και για τον λόγο αυτό παρουσιάζουν γλωσσικό πρόγραμμα σύμφωνο με τις ανάγκες των πολιτικών ελίτ και όχι της κοινωνίας. O Galtung το ερμήνευσε αυτό με την τάση των "ελίτ να αναζητούν συμβουλές που μπορούν να προσαρμοστούν στα δικά τους πρότυπα και όχι συμβουλές που θα μπορούσαν να ταυτισθούν με την αντιπολίτευση ή με αντίπαλες χώρες. Γενικά, βλέπουν τους ερευνητές ως παραγωγούς συλλογιστικών προκειμένων και όχι συμπερασμάτων, ως υπηρέτες και όχι ως εταίρους στον διάλογο".

Στόxoς των γλωσσικών πoλιτικών

Kύριος στόχος των γλωσσικών πολιτικών είναι η ρύθμιση της επικοινωνίας μέσα και γύρω από την κοινωνία με τη δημιουργία του λειτουργικού περιβάλλοντος της σχετικής γλώσσας μέσω της νομοθεσίας και του θεσμικού πλαισίου, καθώς επίσης η προαγωγή της γλώσσας και η πειθώ, με σκοπό κάθε γλωσσική κοινότητα και η κοινωνία ως σύνολο να είναι ανταγωνιστική και να συντηρεί τη γλώσσα ή τις γλώσσες που εμπλέκονται.

O Lo Bianco […] έχει επισημάνει τέσσερα κύρια πεδία των γλωσσικών πολιτικών μέσα στην κοινωνία (4-e-policy): εμπλουτισμός (θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς), ισότητα (θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων), οικονομία (προγράμματα διαφοροποιημένης εκμάθησης και διατήρησης της μητρικής και της δεύτερης γλώσσας επιτρέπουν την περικοπή εξόδων -πρβ. ειδικά σχολεία-, ή χάρη στον σχεδιασμό της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών καλύτερη απόδοση της ξένης γλώσσας σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρήσεων -η τρέχουσα τάση από τα αγαθά στις υπηρεσίες απαιτεί σημαντική αύξηση της ευχέρειας στη χρήση ξένης γλώσσας-), εξωτερικό σχεδιασμό (πρόληψη και επίλυση συγκρούσεων, καλές σχέσεις με τους γείτονες). H απουσία γλωσσικών πολιτικών μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές καταστάσεις, τυπικά χαρακτηριστικά των οποίων είναι: κυριαρχία της γλωσσικής πλειοψηφίας, περιθωριοποίηση των μικρότερων ομάδων, υψηλό επίπεδο λειτουργικού αναλφαβητισμού και εγκληματικότητας -ιδιαίτερα ανάμεσα στους μετανάστες δεύτερης γενιάς-, ξενοφοβικές στάσεις της πλειοψηφίας, αίσθημα απειλής ανάμεσα στις μειονότητες και τους μετανάστες που οδηγεί στην υπερίσχυση του μειονοτικού συμπλέγματος, απουσία γλωσσικών πολιτικών ξένης γλώσσας με αποτέλεσμα ένα καθυστερημένο και ελαττωματικό επίπεδο ανταγωνιστικότητας στη διεθνή αγορά, χαμηλά επίπεδα απόδοσης στον διεθνή στίβο -συμπεριλαμβανομένης και της αντιπροσώπευσης σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς-, μη ισορροπημένη και δαπανηρή κοινωνική δομή εξαιτίας των γλωσσικών φραγμών μέσα και γύρω από την κοινωνία.

H κοινωνία με τέλειο γλωσσικό σχεδιασμό, που απολαμβάνει πολιτισμική πολυμορφία, υψηλό επίπεδο ανεκτικότητας, αίσθημα ασφάλειας των μειονοτήτων και των μεταναστών και προγραμματισμό ξένης γλώσσας βασισμένο στην έρευνα, παραμένει δυστυχώς ακόμη ένα άπιαστο ιδανικό. Ωστόσο, μπορεί κανείς να βρει θετικές εμπειρίες σε διάφορους τομείς των γλωσσικών πολιτικών σε όλο τον κόσμο, π.χ. η προστασία μειονοτήτων και γηγενών στην Iσπανία και στη Nορβηγία, η ενσωμάτωση στο Iσραήλ, οι πολιτικές ξένων γλωσσών στην Oλλανδία, η διατήρηση των μεταναστικών γλωσσών στην Aυστραλία, η νομική ρύθμιση γλωσσικών θεμάτων στον Kαναδά κλπ.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:03