ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλώσσα και μετανάστευση [Β6] 

Μιχάλης Δαμανάκης (2001) 

Κείμενο 5: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και στη δίγλωσση εκπαίδευση. Επιμ. Μ. Δαμανάκης. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου. Αθήνα: Gutenberg, κεφ. 1.

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

Εισαγωγή

Όπως το δίκυκλο έχει δύο τροχούς και η διόπτρα είναι για δύο μάτια, έτσι θα έλεγε κάποιος πως η διγλωσσία έχει απλώς να κάνει με δύο γλώσσες. Στόχος μας σε αυτό το κεφάλαιο είναι να δείξουμε ότι το να έχει κάποιος δύο γλώσσες δεν είναι το ίδιο απλό με το να έχει δύο τροχούς ή δύο μάτια. Ρωτήστε κάποιον αν είναι δίγλωσσος. Εκεί που κάποιοι θα σας απαντήσουν "ναι" ή "όχι", άλλοι θα διατυπώσουν επιφυλάξεις σχετικά με την απάντησή τους. Είναι κάποιος δίγλωσσος όταν μιλά με ευχέρεια τη μία γλώσσα αλλά δεν τα καταφέρνει το ίδιο καλά με την άλλη γλώσσα του; Είναι μήπως δίγλωσσος εκείνος που χρησιμοποιεί σπάνια ή ποτέ τη μία από τις δύο γλώσσες του; Είναι ανάγκη να ασχοληθούμε με αυτά τα βασικά ερωτήματα, προκειμένου στη συνέχεια να έχουμε συναίσθηση των θεμάτων με τα οποία θα καταπιαστούμε.

Προτού εξετάσουμε αυτά τα ερωτήματα είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε από την αρχή τη διγλωσσία ως ατομικό φαινόμενο από τη διγλωσσία ως ομαδικό ή κοινωνικό φαινόμενο. Μπορούμε να δούμε τη διγλωσσία και την πολυγλωσσία ως κτήμα του ατόμου. Διάφορα θέματα σε αυτό το βιβλίο ξεκινούν με τη διγλωσσία όπως τη βιώνουν μεμονωμένοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, για να εξετάσουμε αν η διγλωσσία επηρεάζει ή όχι τη σκέψη μας, είναι απαραίτητη η έρευνα σε μεμονωμένους μονόγλωσσους ή δίγλωσσους. Από την κοινωνιολογία, την κοινωνιογλωσσολογία, την πολιτική, τη γεωγραφία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ψυχολογία έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι δίγλωσσοι και οι πολύγλωσσοι ζουν συνήθως σε ομάδες οι οποίες μπορεί να βρίσκονται σε μια συγκεκριμένοι περιοχή (π.χ. οι Καταλανοί στην Ισπανία) ή να είναι διασκορπισμένοι σε κοινότητες (π.χ. οι Κινέζοι στις Ηνωμένες Πολιτείες). Οι δίγλωσσοι μπορεί να συγκροτούν μια ξεχωριστή γλωσσική ομάδα αποτελώντας την πλειοψηφία ή τη μειοψηφία. Οι δίγλωσσοι και οι πολύγλωσσοι μιας χώρας μπορεί να αναλυθούν ως ξεχωριστή ομάδα. Παραδείγματος χάρη, οι γλωσσολόγοι μελετούν την αλλαγή του λεξιλογίου των δίγλωσσων ομάδων στο πέρασμα του χρόνου. Οι γεωγράφοι παρουσιάζουν σε χάρτες την πυκνότητα των δίγλωσσων σε μια χώρα. Οι θεωρητικοί της εκπαίδευσης εξετάζουν τη δίγλωσση εκπαιδευτική πολιτική και πρόβλεψη για τις γλωσσικές μειονότητες.

Ο πρώτος διαχωρισμός, λοιπόν, γίνεται ανάμεσα στη διγλωσσία ως ατομικό κτήμα και ως ομαδικό κτήμα. Εδώ χρησιμοποιούμε συνήθως τους όρους ατομική διγλωσσία και κοινωνική διγλωσσία. Όπως γίνεται με τους περισσότερους διαχωρισμούς, υπάρχουν σημαντικοί δεσμοί ανάμεσα στα δύο μέρη. Η στάση, λόγου χάρη, των ατόμων απέναντι σε μια συγκεκριμένη γλώσσα μπορεί να επηρεάσει τη γλωσσική διατήρηση, τη γλωσσική αποκατάσταση, τη γλωσσική μετακίνηση ή τον γλωσσικό θάνατο σε κοινωνικό επίπεδο. Για να κατανοήσουμε τον όρο διγλωσσία θα κάνουμε σε αυτό το κεφάλαιο ορισμένους επιπλέον διαχωρισμούς στο ατομικό επίπεδο.

Oρολογία

Αν ρωτήσουμε ένα άτομο αν μιλά δύο γλώσσες, υποβάλλουμε ένα ασαφές ερώτημα. Το άτομο ίσως να είναι ικανό να μιλήσει δύο γλώσσες, αλλά στην πράξη να μιλά μόνο μία. Μια εναλλακτική περίπτωση θα ήταν το άτομο να μιλά τακτικά δύο γλώσσες, αλλά η ικανότητά του στη χρήση της μίας απ' αυτές να είναι περιορισμένη. Κάποιος άλλος θα χρησιμοποιήσει τη μία γλώσσα για να συνδιαλέγεται και την άλλη για να γράφει και να διαβάζει. Ουσιαστικά, λοιπόν, διαχωρίζουμε την επάρκεια από τη χρήση. Μιλάμε, δηλαδή, για τη λεγόμενη διαφορά ανάμεσα στον βαθμό και τη λειτουργία. Παρακάτω θα εξετάσουμε τις γλωσσικές δυνατότητες των δίγλωσσων και στη συνέχεια τη γλωσσική χρήση.

Χρειάζεται, όμως, να επισημάνουμε κάτι σχετικά με την ορολογία, πριν ασχοληθούμε με τη φύση των γλωσσικών δυνατοτήτων. Η κατανόηση των συχνών σε χρήση όρων και οριοθετήσεων μας βοηθά να διεισδύσουμε στα πολλά επίπεδα/ τομείς της διγλωσσίας και της δίγλωσσης εκπαίδευσης. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχει μια σειρά όρων: γλωσσική δυνατότητα, γλωσσική επίδοση, γλωσσική ικανότητα, γλωσσική πραγμάτωση, γλωσσική επάρκεια και γλωσσικές δεξιότητες. Όλοι οι όροι αναφέρονται στην ίδια οντότητα ή υπάρχουν λεπτές διαφορές ανάμεσά τους; Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν λάβουμε υπόψη ότι διαφορετικοί συγγραφείς και ερευνητές έχουν μερικές φορές την τάση να υιοθετούν τις δικές τους ειδικές σημασίες και διαχωρισμούς. Δεν υπάρχει κάποια καθιερωμένη χρήση αυτών των όρων […]

Οι γλωσσικές δεξιότητες αναφέρονται συνήθως σε πολύ συγκεκριμένες, παρατηρήσιμες, καθαρά προσδιορίσιμες συνιστώσες, όπως ο γραφικός χαρακτήρας. Αντίθετα η γλωσσική επάρκεια είναι ένας ευρύς και γενικός όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για να περιγράψει μια εσωτερική, διανοητική αναπαράσταση της γλώσσας, μάλλον άδηλη παρά έκδηλη. Αυτή η επάρκεια αναφέρεται συνήθως σε ένα υποκείμενο σύστημα το οποίο εξάγουμε από τη γλωσσική πραγμάτωση. Γι' αυτό τον λόγο η γλωσσική πραγμάτωση γίνεται η εξωτερική απόδειξη της γλωσσικής επάρκειας την οποία μπορούμε να τεκμηριώσουμε, αν παρατηρήσουμε τη γενική γλωσσική κατανόηση και παραγωγή. Η γλωσσική δυνατότητα και ηγλωσσική ικανότητα χρησιμοποιούνται περισσότερο ως γενικοί όροι με αποτέλεσμα να είναι κάπως αόριστοι. Μερικοί πιστεύουν ότι η γλωσσική δυνατότητα είναι μια γενική άδηλη προδιάθεση, καθοριστική για την τελική γλωσσική επιτυχία. Άλλοι θεωρούν πως έχει τη θέση ενός αποτελέσματος, παρόμοιου με τις γλωσσικές δεξιότητες αλλά λιγότερο συγκεκριμένου, που υποδεικνύει το τρέχον γλωσσικό επίπεδο. Κατά παρόμοιο τρόπο, η γλωσσική ικανότητα χρησιμοποιείται άλλες φορές ως συνώνυμη με τη γλωσσική επάρκεια […] και άλλες ως συγκεκριμένο, μετρήσιμο αποτέλεσμα γλωσσικής εξέτασης. Μολαταύτα, τόσο η γλωσσική ικανότητα όσο και η γλωσσική δυνατότητα διαφέρουν από τη γλωσσική επίδοση. Η γλωσσική επίδοση θεωρείται συνήθως ως αποτέλεσμα της επίσημης διδασκαλίας. Σε αντίθεση με αυτήν, η γλωσσική ικανότητα και η γλωσσική δυνατότητα θεωρούνται ως προϊόν ποικίλων μηχανισμών: της επίσημης μάθησης, της ανεπίσημης μη προσχεδιασμένης γλωσσικής κατάκτησης (π.χ. στον δρόμο) και ατομικών χαρακτηριστικών όπως η "ευφυία".

ΔΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΑ

Οι τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες

Αν περιορίσουμε το ερώτημα "Είστε δίγλωσσος;" στην δεξιότητα σε δύο γλώσσες, τίθεται το θέμα "ποια δεξιότητα"; Υπάρχουν τέσσερις βασικές γλωσσικές δεξιότητες: ακρόαση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή, οι οποίες κατατάσσονται σε δύο διαστάσεις, στις επιδεξιότητες της πρόσληψης και της παραγωγής, δηλαδή τη λεκτική ικανότητα και την ικανότητα ανάγνωσης και γραφής, όπως δείχνει ο ακόλουθος Πίνακας:

 Λεκτική ικανότηταΙκανότητα ανάγνωσης και γραφής
Επιδεξιότητες πρόσληψης ΑκρόασηΑνάγνωση
Επιδεξιότητες παραγωγήςΟμιλίαΓραφή

Στον Πίνακα δεν θίγεται το θέμα το ποιος είναι και ποιος δεν είναι δίγλωσσος. Κάποιοι μιλούν μια γλώσσα χωρίς να τη διαβάζουν ή να τη γράφουν. Κάποιοι άλλοι καταλαβαίνουν μια γλώσσα όταν ακούνε και όταν διαβάζουν (παθητική διγλωσσία), αλλά δεν μιλούν, ούτε γράφουν αυτή τη γλώσσα. Άλλοι πάλι καταλαβαίνουν μια ομιλούμενη γλώσσα χωρίς όμως να τη μιλούν οι ίδιοι. Θα υπεραπλουστεύαμε τα πράγματα, αν κατατάσσαμε τους ανθρώπους σε δίγλωσσους ή μονόγλωσσους. Για να το θέσουμε με τις αναλογίες που χρησιμοποιήσαμε στην αρχή, οι δύο τροχοί της διγλωσσίας ποικίλλουν σε μέγεθος και είδος ή, αλλιώς, οι δύο φακοί της διγλωσσίας ποικίλλουν σε ισχύ και μέγεθος.

Οι τέσσερις βασικές γλωσσικές δεξιότητες δεν ορίζονται με απόλυτα μέτρα. Όπως ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο δεν υπάρχουν μόνο πολλές αποχρώσεις του γκρι αλλά μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, έτσι και το τοπίο των γλωσσικών δεξιοτήτων αποδεικνύεται πολύχρωμο. Κάθε γλωσσική δεξιότητα μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένη. Η δεξιότητα της ανάγνωσης είναι δυνατόν να κυμαίνεται από απλή και βασική σε ρέουσα και τέλεια. Κάποιος μπορεί να καταλαβαίνει μια γλώσσα όταν την ακούει σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον (π.χ. στα καταστήματα) αλλά να μην την καταλαβαίνει σ' ένα άλλο (π.χ. σε μια ακαδημαϊκή διάλεξη). Αυτό δείχνει ότι μπορούμε να φιλτράρουμε τις τέσσερις βασικές δεξιότητες σε δευτερεύουσες κλίμακες και διαστάσεις. Υπάρχουνεπιδεξιότητες μέσα στις επιδεξιότητες. Η παράδοση θέλει τις βασικές δεξιότητες με την εξής σειρά: προφορά, έκταση λεξιλογίου, ορθότητα γραμματικής, δεξιότητα ακριβούς απόδοσης των νοημάτων σε διαφορετικές περιστάσεις και υφολογικές παραλλαγές.

Το φάσμα και το είδος των υπο-επιδεξιοτήτων που είναι δυνατόν να μετρηθούν είναι ευρύ και αμφισβητούμενο […]. Οι γλωσσικές δεξιότητες όπως η ομιλία ή η ανάγνωση μπορούν να διαιρεθούν σε ολοένα και πιο μικροσκοπικά μέρη. Για να ζωγραφίσουμε έναν σωστό πίνακα χρειαζόμαστε αναρίθμητα χρώματα. Το αντικείμενο των δοκιμασιών και των μετρήσεων με στόχο την απεικόνιση στην πράξη της δίγλωσσης πραγμάτωσης ενός ατόμου θα μας απασχολήσει σε άλλο σημείο του βιβλίου. Ως εδώ διαφαίνεται ότι η ικανότητα του ατόμου σε δύο γλώσσες ξεφεύγει από την απλή κατηγοριοποίηση. Οι γλωσσικές ικανότητες είναι πολυδιάστατες.

Αν οι γλωσσικές ικανότητες είναι πολύχρωμες και αν οι δίγλωσσοι διαθέτουν μια κλίμακα χρωμάτων και στις δύο γλώσσες, τότε χρειαζόμαστε θετικούς όρους για να περιγράψουμε την ποικιλία αυτή. Χαρακτηρισμοί του τύπου "μαθητές ESL (English Second Language)" ή "μαθητές LEP (Limited English Proficiency)" για τους δίγλωσσους μαθητές στον Καναδά και τη Βρετανία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντίστοιχα, είναι αρνητικοί και μειωτικοί. Τονίζουν τη φαινομενική ανεπάρκεια των παιδιών αντί για τις ικανότητές τους, τη φαινομενική τους "ένδεια" αντί για τα χαρίσματά τους, το κατώτερο, περιθωριοποιημένο, μειοψηφικό τους κύρος, όπως το αντιλαμβάνονται τα μάτια της πλειοψηφίας, αντί για το δίγλωσσο δυναμικό τους. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί δίνουν έμφαση στην επίδοση στο παρελθόν και στο παρόν αντί στη λανθάνουσα ικανότητα και στη δυνατότητά τους για ολική αθροιστική διγλωσσία.

Μια πέμπτη γλωσσική ικανότητα

Συνήθως θεωρούμε την ομιλία, την ακρόαση, την ανάγνωση και τη γραφή ως τις τέσσερις βασικές γλωσσικές δεξιότητες. Σε μερικές, όμως, περιπτώσεις ένας άνθρωπος ή δεν μιλά ή δεν ακούει ή δεν διαβάζει ή δεν γράφει μια γλώσσα, αλλά παρ' όλ' αυτά τη χρησιμοποιεί. Όπως προτείνει η Skutnabb-Kangas (1981), η γλώσσα που χρησιμοποιούμε στη σκέψη πιθανόν να αποτελεί ένα πέμπτο επίπεδο γλωσσικής ικανότητας. Με απλά λόγια θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως εσωτερικό λόγο και να την τοποθετήσουμε κάτω από τον γενικό τίτλο "ομιλία". Μια εναλλακτική λύση θα ήταν να τη διαφοροποιούσαμε από την πραγματική ομιλία, καθώς προβάλλει την ικανότητα των δίγλωσσων να χρησιμοποιούν και τις δύο γλώσσες ως εργαλεία της σκέψης. Ο Cummings […] εκφράζει αυτή την ιδέα ως γνωστική ικανότητα σε μια γλώσσα, δηλαδή, την ικανότητα χρησιμοποίησης της μίας ή και των δύο γλωσσών για τη σκέψη και την περίσκεψη.

Ελάχιστη και μέγιστη διγλωσσία

Μέχρι εδώ υποστηρίχθηκε ότι είναι δύσκολο να αποφασίσουμε ποιος είναι και ποιος δεν είναι δίγλωσσος. Η απλή κατηγοριοποίηση είναι αυθαίρετη και απαιτεί αξιολογική κρίση σχετικά με την ελάχιστη αναγκαία επάρκεια για να χαρακτηριστεί κανείς "δίγλωσσος". Επομένως, ο κλασικός ορισμός της διγλωσσίας ως "ελέγχου δύο ή περισσοτέρων γλωσσών σε επίπεδο παρόμοιο με εκείνο της μητρικής γλώσσας" φαίνεται υπερβολικά ακραίος και μαξιμαλιστικός ("επίπεδο παρόμοιο με εκείνο της μητρικής γλώσσας"), αλλά και ασαφής (τι εννοούμε όταν λέμε "έλεγχος" και ποιοι συγκροτούν την ομάδα στην οποία αναφέρεται ο όρος μητρική;). Στο άλλο άκρο βρίσκεται ένας μινιμαλιστικός ορισμός όπως η έννοια της αρκτικής διγλωσσίας [incipient bilingualism] του Diebold […]. Ο όρος αρκτική διγλωσσία επιτρέπει σε άτομα με ελάχιστη επάρκεια σε μια δεύτερη γλώσσα να στριμωχτούν στην κατηγορία των δίγλωσσων. Οι τουρίστες με δυο τρεις φράσεις και οι άνθρωποι των επιχειρήσεων με δυο τρεις χαιρετισμούς σε μια δεύτερη γλώσσα θεωρούνται αρκτικοί δίγλωσσοι. Ο κίνδυνος του κλειστού κυκλώματος δεν ξεπερνιέται με το υπερβολικό άνοιγμα μιας κατηγορίας. Όπως η τράτα που χρησιμοποιεί υπερβολικά πλατύ και πυκνό δίχτυ θα πιάσει μια υπερβολικά μεγάλη ποικιλία ψαριών, έτσι και η συζήτηση για τους δίγλωσσους είναι ασαφής και ανακριβής. Αν πάλι ψαρεύουμε με περιορισμένα κριτήρια, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ χονδροειδές και περιοριστικό.

Το ποιος θα ενταχθεί ή όχι στην κατηγορία των δίγλωσσων εξαρτάται από το σκοπό της κατηγοριοποίησης. Σε διαφορετικές περιστάσεις οι κυβερνήσεις, λόγου χάρη, μπορεί να επιθυμούν να συμπεριλάβουν ή να αποκλείσουν τις γλωσσικές μειονότητες. Εκεί που υπάρχει μόνο μία αυτόχθονη γλώσσα (π.χ. στην Ιρλανδία και την Ουαλία) η κυβέρνηση ίσως να θέλει να δώσει μέγιστη βαρύτητα στην καταμέτρηση των δίγλωσσων. Ένα υψηλό άθροισμα μπορεί να δηλώνει την επιτυχία της κυβέρνησης στην πολιτική της για την αυτόχθονη γλώσσα. Αντίθετα, εκεί όπου γίνονται προσπάθειες καταστολής και αφομοίωσης οι γλώσσες των μειονοτήτων και οι δίγλωσσοι μπορεί να μειωθούν στο ελάχιστο (π.χ. στην Αγγλία).

Υπάρχει μέση οδός ανάμεσα στον μαξιμαλιστικό και τον μινιμαλιστικό ορισμό; Υπάρχει κίνδυνος να απομονωθούν αυθαίρετα οι δίγλωσσοι από τους μη δίγλωσσους βάσει της επάρκειας. Διαφορές στην κατάταξη θα υπάρχουν όσον αφορά τις γλωσσικές ικανότητες που καθιστούν κάποιον δίγλωσσο και το πόση ικανότητα θα πρέπει να έχει κανείς για να χαρακτηριστεί δίγλωσσος.

Μια εναλλακτική δυνατότητα είναι να απομακρυνθούμε από τον πολύχρωμο καμβά του επιπέδου της επάρκειας και να στραφούμε σε μια περιγραφή της καθημερινής χρήσης των δύο γλωσσών. Σε άλλο σημείο του κεφαλαίου θα μιλήσουμε για την κατηγοριοποίηση των δίγλωσσων, σύμφωνα με τη χρήση που κάνουν στη γλώσσα. Πριν από αυτό, όμως, θα αναφερθούμε σε σημαντικούς χαρακτηρισμούς και οριοθετήσεις που αφορούν στη γλωσσική δυνατότητα.

Ισορροπημένοι δίγλωσσοι

Η βιβλιογραφία γύρω από τη διγλωσσία συχνά προβάλλει κάποια συγκεκριμένη ομάδα δίγλωσσων ατόμων με πολύ ανεπτυγμένη επάρκεια και στις δύο γλώσσες. Ένας άνθρωπος που μιλά δύο γλώσσες με την ίδια περίπου ευχέρεια σε διάφορα περιβάλλοντα μπορεί να οριστεί ως ισόγλωσσος [equilingual] ή αμφίγλωσσος [ambilingual] ή, πιο απλά, ισορροπημένος δίγλωσσος [balanced bilingual]. Όπως θα δούμε […], οι ισορροπημένοι δίγλωσσοι είναι σημαντικοί όσον αφορά στα γνωστικά πλεονεκτήματα της διγλωσσίας.

Η ισορροπημένη αμφιδύναμη διγλωσσία χρησιμοποιείται μερικές φορές ως εξιδανικευμένη έννοια. Ο Fishman […] υποστήριξε ότι σπάνια είναι κανείς εξίσου ικανός σε όλες τις περιστάσεις. Οι περισσότεροι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες τους για διαφορετικούς σκοπούς και λειτουργίες. Παραδείγματος χάρη, ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί τη μια γλώσσα στον χώρο εργασίας και την άλλη στο σπίτι και στην τοπική κοινότητα.

Η ισορροπημένη διγλωσσία ως έννοια είναι προβληματική και για άλλους λόγους. Μπορεί να έχουμε ισορροπία σε ένα χαμηλό επίπεδο επάρκειας στις δύο γλώσσες. Πιθανόν κάποιος να έχει δύο σχετικά αναξιοποίητες γλώσσες στις οποίες εντούτοις είναι σχεδόν το ίδιο επαρκής. Ενώ όλα αυτά εντάσσονται στα πλαίσια της κυριολεκτικής ερμηνείας του ισορροπημένου δίγλωσσου, πολλοί ερευνητές της διγλωσσίας υιοθετούν μια άλλη σημασία. Ο όρος ισορροπημένη διγλωσσία υπονοεί συχνά την ιδέα της "αποδεκτής" ή της "καλής" επάρκειας και στις δύο γλώσσες. Παράδειγμα ισορροπημένου δίγλωσσου θα ήταν τότε ένα παιδί που καταλαβαίνει τις παραδόσεις στα μαθήματα του σχολείου και στις δύο γλώσσες και λειτουργεί στην τάξη και στις δύο γλώσσες.

Θα πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι η ισορροπημένη διγλωσσία είναι άχρηστη ως όρος; Ενώ έχει περιορισμούς στον ορισμό και τη μέτρηση, αποδεικνύεται χρήσιμη στην έρευνα και τη συζήτηση. Με την κατηγοριοποίηση, όμως, των ατόμων σε τέτοιες ομάδες ανακύπτει το πρόβλημα της σύγκρισης.

Ποιος κρίνεται ως φυσιολογικός, επαρκής, επιδέξιος, ευφράδης ή ικανός; Ποιος κρίνει; Θα ήταν επικίνδυνο να πάρουμε τους μονόγλωσσους ως σημείο αναφοράς. Ο Grosejean […] υποστηρίζει ότι, όταν συγκρίνουμε δίγλωσσους με μονόγλωσσους, δεν συγκρίνουμε ίδια πράγματα. Είναι δυνατόν να κρίνουμε δίκαια έναν δρομέα 100 μέτρων συγκρίνοντάς τον με έναν αθλητή του δέκαθλου; Μπορεί να είναι δίκαιη η σύγκριση ανάμεσα σε κάποιον που κολυμπά μόνο με πρόσθιο με έναν αθλητή μικτής κολύμβησης; Είναι άραγε άτοπο να συγκρίνουμε την επάρκεια σε μία μόνο γλώσσα με τη γλωσσική επάρκεια σε δύο γλώσσες; Μήπως θα έπρεπε να μετράμε και να κατηγοριοποιούμε τους δίγλωσσους μόνο σε σχέση με άλλους δίγλωσσους; Όταν, για παράδειγμα, κάποιος μαθαίνει τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, η επάρκειά του στα αγγλικά πρέπει να μετρηθεί σε σύγκριση με τους μονόγλωσσους αγγλόφωνους ή με τους "ισορροπημένους" δίγλωσσους;

Ημιγλωσσία / Διπλή ημιγλωσσία

Συνήθως οι δίγλωσσοι τείνουν να κατέχουν καλά μία από τις γλώσσες τους σε όλες ή σε μερικές από τις γλωσσικές τους δεξιότητες, γνώση που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το περιβάλλον και να μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου. Η καλή γνώση μιας γλώσσας μπορεί να αλλάξει με τον χρόνο ανάλογα με τη γεωγραφική ή την κοινωνική κινητικότητα. Για άλλους αυτή η καλή γνώση μπορεί να μένει σχετικά σταθερή στον χρόνο και από τόπο σε τόπο. […]. Προς το παρόν έχουμε μια ομάδα που διαχωρίζεται από τους ισορροπημένους και τους μονόπλευρα δίγλωσσους. Μερικές φορές τα μέλη της αποκαλούνται υποτιμητικά ημίγλωσσοι ή διπλά ημίγλωσσοι και θεωρείται ότι η επάρκειά τους δεν είναι ικανοποιητική σε καμία από τις δύο γλώσσες.

Ο Hansegård […] περιέγραψε την ημιγλωσσία κάνοντας λόγο για ελλείψεις σε έξι γλωσσικές ικανότητες:

  • Εύρος λεξιλογίου
  • Ορθότητα της γλώσσας
  • Ασυνείδητη επεξεργασία της γλώσσας (αυτοματισμός)
  • Γλωσσική δημιουργία (χρήση νεολογισμών)
  • Απόλυτος έλεγχος των λειτουργιών της γλώσσας (π.χ. συγκινησιακών, γνωστικών)
  • Σημασίες και σχήματα λόγου

Έτσι ημίγλωσσος είναι κάποιος με ποσοτικές και ποιοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες συγκριτικά με τους μονόγλωσσους.

Πιστεύεται πως το προφίλ του ημίγλωσσου και στις δύο γλώσσες είναι το ακόλουθο: επιδεικνύει μικρό λεξιλόγιο και λανθασμένη γραμματική, σκέφτεται συνειδητά τη γλωσσική παραγωγή, είναι δύσκαμπτος και διόλου δημιουργικός και δυσκολεύεται να σκεφτεί και να εκφράσει συναισθήματα και στις δύο γλώσσες.

Στην έννοια της ημιγλωσσίας, ή της διπλής ημιγλωσσίας, ασκήθηκε κριτική […]. Υπάρχουν έξι βασικά προβλήματα:

  • 1. Ο όρος απέκτησε υποτιμητική και μειωτική σημασία, ιδιαίτερα στη Σκανδιναβία και με τις ομάδες μετοίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες. [Ο όρος μέτοικος χρησιμοποιείται σε όλο το βιβλίο προς αποφυγή των αρνητικών υπονοούμενων του όρου μετανάστης και προς αποφυγή των ανακριβών και βεβαρημένων διακρίσεων ανάμεσα στους μετανάστες εργάτες, στους φιλοξενούμενους εργάτες και στους μέτοικους που διαμένουν για σύντομο διάστημα, για μεγάλο διάστημα ή σχετικά μόνιμα]. Η ημιγλωσσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αρνητικός χαρακτηρισμός που επικαλείται προσδοκίες για αποτυχία, οι οποίες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
  • 2. Η ρίζα της ελλιπούς ανάπτυξης των γλωσσών ίσως να μη βρίσκεται στη διγλωσσία καθεαυτή αλλά στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που προκαλούν ανεπαρκή ανάπτυξη. Με αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε λεπτομερέστερα σε επόμενα κεφάλαια. Ο κίνδυνος πίσω από τον όρο ημιγλωσσία είναι ότι τοποθετεί την προέλευση της ανεπαρκούς ανάπτυξης στην εσωτερική, ατομική διγλωσσία και όχι στους εξωτερικούς, κοινωνικούς παράγοντες που συνυπάρχουν με τη διγλωσσία. Έτσι ο όρος έχει μάλλον πολιτικό παρά γλωσσικό νόημα.
  • 3. Πολλοί δίγλωσσοι χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες τους για διαφορετικούς σκοπούς και γεγονότα. Η γλώσσα συχνά καθορίζεται από τις περιστάσεις. Ένα άτομο μπορεί να αποδεικνύεται ικανό σε ορισμένες περιστάσεις και ανίκανο σε άλλες.
  • 4. Τα τεστ μορφώσεως που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά για να μετρήσουν τις γλωσσικές ικανότητες και να διαφοροποιήσουν τους ανθρώπους μπορεί να αγνοούν την ποιοτική πλευρά των γλωσσών και το μεγάλο φάσμα των γλωσσικών ικανοτήτων. Τα γλωσσικά τεστ θα μετρήσουν ένα μικρό και διόλου αντιπροσωπευτικό δείγμα της συνολικής γλωσσικής συμπεριφοράς του ατόμου. Με το θέμα αυτό θα καταπιαστούμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο.
  • 5. Οι απόψεις διίστανται σχετικά με τη συχνότητα της διπλής ημιγλωσσίας ανάμεσα, για παράδειγμα, στους ομιλητές φινλανδικών -σουηδικών. Το πόσο μεγάλος ή πόσο μικρός είναι ο αριθμός εκείνων που ανήκουν ξεκάθαρα στην κατηγορία των ημίγλωσσων θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Γιατί η κατοχύρωση μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε αυτούς που είναι και αυτούς που δεν είναι ημίγλωσσοι θα είναι αυθαίρετη και φορτωμένη με διάφορα νοήματα. Μήπως ο όρος δεν είναι παρά μια κενή έννοια χωρίς σημασία; Από αυτή την κατηγοριοποίηση λείπουν οι στέρεες αντικειμενικές εμπειρικές αποδείξεις.
  • 6. Η σύγκριση με τους μονόγλωσσους μάλλον δεν είναι δίκαιη. Είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε αν η ποιοτική και ποσοτική διαφορά των δίγλωσσων από τους μονόγλωσσους στη χρήση των δύο γλωσσών είναι "φυσική" (ως λειτουργία χαρακτηριστική των δίγλωσσων). Μια φαινομενική έλλειψη πιθανόν να οφείλεται στην άδικη σύγκριση με τους μονόγλωσσους.

Οι επικρίσεις γεννούν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξία του όρου ημιγλωσσία, χωρίς αυτό να μας αποσπά από το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές γλωσσικές ικανότητες στις οποίες οι άνθρωποι διαφέρουν πραγματικά, με τη γλώσσα ορισμένων να βρίσκεται ακόμη στα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Το ότι βρίσκεται κάποιος σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα της διγλωσσίας του. Αιτία της ανεπαρκούς ανάπτυξης της γλώσσας μπορεί να είναι, λόγου χάρη, οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες ή ο εκπαιδευτικός προγραμματισμός. Η περισσότερο θετική προσέγγιση, αντί να εξαίρει τη φαινομενική "έλλειψη" στη γλωσσική ανάπτυξη, τονίζει ότι οι γλώσσες, όταν παρέχονται οι κατάλληλες συνθήκες, μπορούν εύκολα να εξελιχθούν πέρα από τη "μέση" κατάσταση.

Διαλογική ευχέρεια [conversational fluency] και ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα [Academic Language Competence]

Μέχρι εδώ το κεφάλαιο επικεντρώθηκε στην ποικιλία των γλωσσικών ικανοτήτων και στους κινδύνους της κατηγοριοποίησης που βασίζεται σε μια μικρή ή προκατειλημμένη επιλογή δευτερευουσών γλωσσικών δεξιοτήτων. Το ερώτημα είναι αν η πληθώρα αυτών των υπο-δεξιοτήτων μπορεί να περιοριστεί σε λίγες σημαντικές παραμέτρους. Για παράδειγμα, η Hernández-Chávez και οι συνεργάτες της […] υποστηρίζουν στο βιβλίο τους ότι υπάρχουν 64 ξεχωριστές συνιστώσες της γλωσσικής ικανότητας. Για να κάνουμε μια σύγκριση, αφθονούν τα τεστ που ισχυρίζονται ότι μετρούν αποκλειστικά την ικανότητα ανάγνωσης. Πολλά αναγνωστικά τεστ αξιώνουν έμμεσα ότι η ανάγνωση είναι δυνατόν να αποτελέσει μόνη της μία παράμετρο […].

Είναι άραγε αλήθεια ότι παιδιά με καλές επιδόσεις σε ένα τεστ ορθογραφίας έχουν εξίσου καλές επιδόσεις και σε ένα προφορικό τεστ κατανόησης; Η έρευνα του Oller […] δείχνει ότι διαφορετικές γλωσσικές δεξιότητες έχουν την τάση να συνδυάζονται σχετικά καλά. Αν αναλύσουμε μια ποικιλία μονάδων μέτρησης της ομιλίας, της γραφής και της ανάγνωσης, τότε μιλάμε για μια βασική παράμετρο. Οι μεμονωμένες βαθμολογίες στα τεστ συμπυκνώνονται σε μια συνολική βαθμολογία. Οι Oller και Perkins […] θεώρησαν ότι αυτή η σύμπτωση επαρκούσε για να ισχυριστούν ότι υπάρχει ένας και μοναδικός παράγοντας, η γενική γλωσσική ικανότητα [global language proficiency]. Αυτός ο γενικός συντελεστής θεωρείται πως συνυπάρχει με άλλους πιο ειδικούς γλωσσικούς συντελεστές, οι οποίοι, όμως, μετρούν σχετικά υποδεέστερες γλωσσικές δεξιότητες.

Ο Oller […] παραδέχεται πως η ιδέα ενός γενικού γλωσσικού παράγοντα είναι αμφιλεγόμενη. "Οι σύγχρονες αποδείξεις δείχνουν ότι οι γλωσσικές ικανότητες διαθέτουν τόσο γενικές όσο και ειδικές πτυχές. Η τέλεια θεωρία της σωστής ανάμειξης γενικών και ειδικών συστατικών, όμως, δεν έχει βρεθεί -και πιθανόν να μη βρεθεί ποτέ κάποια κοινά αποδεκτή". Η ιδέα του Oller για έναν γενικό γλωσσικό παράγοντα βασίζεται σε ποσοτικές μετρήσεις. Όπως θα δούμε αλλού στο βιβλίο μας, τα τεστ αυτού του είδους αφήνουν ανεξερεύνητες τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Ο πολυσυζητημένος ισχυρισμός του Oller για την ύπαρξη ενός γενικού γλωσσικού παράγοντα παρέχει την αφετηρία για τη διάκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές γλωσσικές ικανότητες. Ο παράγοντας γλωσσικής ικανότητας του Oller συνδέθηκε με τις γλωσσικές δεξιότητες που απαιτούνται στην τάξη. Τα περισσότερα (όχι όλα) γλωσσικά τεστ είναι στενά συνδεδεμένα με τις γνωστικές, ακαδημαϊκές γλωσσικές δεξιότητες της σχολικής τάξης. Τα τεστ ανάγνωσης και γραφής αποτελούν ολοφάνερα παραδείγματα. Η ιδέα ενός αναλυτικού προγράμματος βασισμένου στη γλωσσική επάρκεια οδήγησε διάφορους μελετητές σε έναν σημαντικό διαχωρισμό. Πέρα από την ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα υποστηρίχθηκε πως υπάρχει και η διαφορετική εννοιολογικά κατηγορία της διαλογικής ικανότητας. Οι Skutnabb-Kangas & Toukomaa […] έκαναν λόγο για μια διαφορά ανάμεσα στην επιφανειακή ευχέρεια και τις ακαδημαϊκές πτυχές της γλωσσικής επάρκειας. Η επιφανειακή ευχέρεια περιλαμβάνει την ικανότητα διεξαγωγής μιας απλής συζήτησης σε ένα κατάστημα ή στον δρόμο και είναι δυνατόν να αποκτηθεί αρκετά γρήγορα (π.χ. σε δύο με τρία χρόνια) με την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας. Η διαλογική γλωσσική επάρκεια ίσως να μην είναι αρκετή για να τα καταφέρει κάποιος με τα σχολικά μαθήματα. Η απόκτηση ακαδημαϊκής γλωσσικής επάρκειας σε μια δεύτερη γλώσσα μπορεί να χρειαστεί πέντε με επτά χρόνια ή και περισσότερο. Αυτό το θέμα θα το δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα, όταν θα κάνουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στις βασικές διαπροσωπικές επικοινωνιακές δεξιότητες και στη γνωστική/ ακαδημαϊκή γλωσσική ικανότητα. Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο επίπεδα γλωσσικής επάρκειας είναι σημαντικός, αφού θέτει υπό αμφισβήτηση τη γλωσσική δεξιότητα του "ενός παράγοντα" του Oller.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:22