Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπέλλες
1 εγγραφή
αποκοτιά [apokotjá] η,
  • ① boldness, daring, valor (syn αποτολμιά, τόλμη):
    • με μεγάλη ~ κόψανε την ιταλική φάλαγγα στα δυο και τη θερίσανε (Ch Zalokostas) |
    • οι Mακεδονομάχοι, δεν διαθέτουν παρά τα ελαφριά τους όπλα και την ακριτική ~ τους (id.) |
    • τόσοι Mανιάτες και κανένας δεν έχει την ~ να μετρηθεί μαζί της (Bastias) |
    • poem τρέχουν | καβαλλαρέοι ασύγκριτοι ..| με την περίσσια ~, των Oύνων κληρονόμοι (Palam)
  • ⓐ temerity, recklessness, foolhardiness (syn απερισκεψία 3):
    • είχα την τόλμη ή την ~ να κάνω υπαινιγμούς για το ανελεύθερο πνεύμα της εποχής μας (Vafop) |
    • ήταν καθαρή ~ ν' αφήσουμε τη σιγουράντζα του λιμανιού και ν' ανοιχτούμε στο μπουγάζι (Zappas) |
    • είχε κάνει την ~ να ισάρει πανί ερχόμενος πρύμα, μισοπνιγμένος (id.) |
    • είχε την ~ να κυνηγάει δράματα μέσα σε κείνα τα τρίσβαθα σκοτάδια (Sardelis)
  • ② boldness, impudence, audacity (syn αναίδεια 1, θράσος):
    • μα η ~ σου έφτασε, κολασμένε, να μου τις κουβαλάς ως και στο μοναστήρι (Melas) |
    • ήταν ~ τους, να βγούνε μπροστά σε τόσο νοικοκυρόκοσμο, κοπέλλες πράμα να χορέψουν μ' ένα εργένη (Myriv) |
    • poem .. δαιμόνια εσείς καλπιάς και απάτης |..| δώστε μου ~, ροδάνι γλώσσα | κι αδιάντροπη φωνή (Stavrou Ar)

[fr postmed αποκοτιά, MG, der of απόκοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες