Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστροστόλιστος, -η, -ο [astrostόlistos]
- ornamented w. stars, star-studded (syn in αστεροστόλιστος):
- το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα (Karkavitsas) |
- μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο (Karagatsis)
[cpd w. στολιστός (: στολίζω)]
- ornamented w. stars, star-studded (syn in αστεροστόλιστος):