Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστάθμητος
1 εγγραφή
αστάθμητος, -η, -ο [astáθmitos] (L)
  • imponderable, incalculable, immeasurable, unknown, unfathomable (syn αστάθμιστος, near-syn άγνωστος2 1, άδηλος, ant σταθμητός):
    • ~παράγοντας imponderable or unknown factor |
    • αστάθμητη αρρώστια, γοητεία, δύναμη, επίδραση |
    • αστάθμητες καταστάσεις, λεπτομέρειες |
    • αστάθμητο μέλλον, πνεύμα |
    • αστάθμητα δεδομένα, περιστατικά, στοιχεία, συναισθήματα |
    • στον αισθηματικό τομέα απέφυγε τους κινδύνους μιας αστάθμητης σύγκρουσης |
    • στην απαγγελίαν αυτή .. συνεργούν η φωνή, η χειρονομία, η αστάθμητη ακτινοβολία της προσωπικότητας (Tsatsos) |
    • o άνθρωπος έχει αντίκρυ του .. τις αστάθμητες κινήσεις της ιστορίας (Despotop) |
    • η μακρινή ηχώ απ' αυτές τις τεράστιες προσπάθειες βρίσκεται ακόμα σχεδόν αστάθμητη (Moustoxydis) |
    • τελικά το κοινό αποφασίζει κι αυτό το κοινό είναι αστάθμητο κι αψυχολόγητο (Koufop)

[fr kath αστάθμητος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες