Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστερός1 [aristerós] ο, (L) polit
- person espousing the ideas of the Left, leftwinger, leftist (ant δεξιός):
- απολύθηκε ως ~ |
- η μαχητικότητα του στρατού σας οφείλεται στην προπαγάνδα των αριστερών (Tsirkas) |
- όλες οι απόψεις ακούγονται· ο κομμουνιστής και ο φασίστας, ο ~
[fr kath (neol) ο αριστερός, substantiv. m of αριστερός2]
- person espousing the ideas of the Left, leftwinger, leftist (ant δεξιός):
- αριστερός2, -ή, -ό [aristerós]
- ① being on the left side, left-hand, left (syn ζερβός, ant δεξιός):
- αριστερό μάτι, παπούτσι, πόδι, χέρι |
- αριστερή γωνία του δωματίου |
- αριστερή πτέρυγα του ξενοδοχείου |
- αριστερή όχθη του ποταμού |
- αριστερή πλευρά του πλοίου port side of ship |
- ~ |
- ~
- ⓐ left-handed, lefty, southpaw (syn in απόζερβος 1)
- ② polit pertaining to or espousing the ideas of the Left, leftist (ant δεξιός):
- ~ |
- αριστερή κριτική, παράταξη, παρέκκλιση, τακτική |
- αριστερό κείμενο |
- αριστερό κόμμα |
- διέγραψε τα αριστερότερα στελέχη του κινήματος |
- η σοσιαλιστική πολιτική του Mπ. έσυρε τον βασιλιά προς την αριστερότερη άποψη των πραγμάτων (Athanasiadis-N) |
- δεν είναι μόνο στις αριστερές ψήφους που οφείλουν την εκλογική επιτυχία τους (Palaiologos)
[fr postmed, MG αριστερός ← PatrG, K (also pap), AG ἀριστερός]
- ① being on the left side, left-hand, left (syn ζερβός, ant δεξιός):
- αριστεροσοσιαλιστικός, -ή, -ό [aristerososialistikós] (L) polit
- leftist and socialist:
- αριστεροσοσιαλιστικές θεωρίες
[cpd of αριστερός & σοσιαλιστικός]
- leftist and socialist:
- αριστερόστροφος, -η, -ο [aristeróstrofos] (L)
- ① turning or moving counterclockwise, levorotary, left-handed (ant δεξιόστροφος):
- αριστερόστροφη έλικα, μηχανή |
- αριστερόστροφη καμπύλη math left-handed curve |
- αριστερόστροφο σύστημα συντεταγμένων math left-handed coordinate system
- ② arche. written fr right to left:
- αριστερόστροφη επιγραφή
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστερόστροφος, cpd w. στροφή]
- ① turning or moving counterclockwise, levorotary, left-handed (ant δεξιόστροφος):