Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράπης
1 εγγραφή
αράπης [arápis] ο, pl αράπηδες & αραπάδες
  • ① Arab (syn άραβας):
    • στο Πορτ Σάιτ πουλούσαμε στους αραπάδες όλες τις άχρηστες παλιατσαρίες (Karagatsis) |
    • ο σουλτάνος ανάθεσε στον αντιβασιλέα της Aιγύπτου να καταπνίξει αυτός με τους αραπάδες του την επανάσταση των Eλλήνων (Petsalis) |
    • το φρούριο εχτίσθηκε, για να προστατεύει το λιμάνι εναντίον των αραπάδων επιδρομέων (Floros)
  • ② black man, blackamoor, Negro (syn μαύρος, νέγρος):
    • phr τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς or τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις you can't wash a blackamoor white, said of things which cannot be changed no matter how much one tries |
    • είχε πετύχει τον καλύτερο ερμηνευτή, έναν αράπη τζαζμπαντίστα κιθαρωδό (Melas) |
    • στα τρένα ήσαν όλο αράπηδες μαύροι με τα φανάρια (Valtinos) |
    • δεν ήταν πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Aφρική (Kondylakis, adapted) |
    • ήτανε μαύροι σαν αραπάδες, οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανισμένες (Myriv)
  • ③ fig black man, i.e. person become black w. dirt, fr exposure etc:
    • ασβολωμένα τα πάντα, ό,τι κι αν αγγίξεις, θα γίνεις ~(Petsalis) |
    • μπαίνατε στα πλεούμενά του ξυρισμένος και λευκός, για να βγείτε ~ και με γένεια (Palaiologos)
  • ⓐ candidate who failed badly (in the elections):
    • αράπη τον κάνανε στις βουλευτικές εκλογές
  • ④ bogyman, bugaboo (syn μπαμπούλας):
    • η μητέρα της τη βεβαιώνει ότι αυτόν, που την έριξε κάτω, θα τον φάει το βράδυ ο ~(Ouranis)
  • ⓑ in predic function very angry (syn μπαρούτι, Tούρκος):
    • ο καπετάνιος μεμιάς έγινε ~ανέβηκε το αίμα να τον πνίξει (Karkavitsa)

[fr postmed, MG αράπης ← Turk arap (arabi) 'Arab; Negro']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες