Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποικιοκράτηση [apiciokrátisi] η, (L)
- subjugation by colonialist policies, colonialization:
- προσπαθούν ν' αποτινάξουν την αμερικανική ~
[der of αποικιοκράτης]
- subjugation by colonialist policies, colonialization: