Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβλέπω
1 εγγραφή
αποβλέπω [apovlépo] ipf απόβλεπα (& απέβλεπα), aor απόβλεψα (& απέβλεψα, subj αποβλέψω), pf & plupf έχω-είχα αποβλέψει, L & region.
  • ① turn one's eyes toward, look at, consider (syn κοιτάζω, προσβλέπω):
    • οι οικονομικές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων διαπιστώνονται αμέσως, αν αποβλέψουμε στις συνθήκες ζωής των χριστιανών γεωργών (Vacalop, adapted) |
    • αν αποβλέψουμε στη ζωοφόρο του Παρθενώνα, είναι φυσικό να πιστέψουμε ότι η τελετή εκείνη συνδέονταν ιδιαίτερα με το ναό του Iκτίνου (Miliadis)
  • ⓐ look forward to, envisage:
    • ~ με ελπίδες προς το μέλλον |
    • οι Iνδοί αποβλέπουν στην παραπέρα εξέλιξη της ζωής (Evelpidis) |
    • μπορούμε ν' αποβλέψουμε σ' αυτήν την έκδοση μ' εμπιστοσύνη (Chatzinis) |
    • οι φιλελεύθεροι Aμερικανοί αποβλέψαν σε μια ιδανική δημοκρατία (Theotokas)
  • ⓑ look up to, turn toward:
    • οι συγγραφείς αποβλέπουν στον κριτικό σαν σε παντογνώστη (Thrylos) |
    • η ποίηση, η πεζογραφία αποβλέπουν προς την καρδιά, όταν ζητούν ν' αποκαλύψουν στιγμές της ζωής (Chatzinis, adapted) |
    • η Aναγέννηση απόβλεψε με θαυμασμό και αγάπη προς την αρχαιότητα (Karouzos)
  • ② aim at, be after, (syn αποσκοπώ, επιδιώκω):
    • ~ στην ευδαιμονία, στο κέρδος, στο συμφέρον |
    • το ποίημα αποβλέπει στην ευθυμία |
    • το βιβλίο αποβλέπει να φωτίσει το λαό |
    • η μεταρρύθμιση αποβλέπει στην αύξηση της παραγωγής |
    • η πολιτική του Zαΐμη άλλα απέβλεπε και άλλα εξυπηρετούσε (Roussos, adapted) |
    • ο Mαβίλης απέβλεπε να διαμορφωθεί μια ενιαία γλώσσα (Thrylos) |
    • ο αγώνας των απόβλεπε στην ανύψωση του προλεταριάτου (Athanasiadis-N) |
    • οι μαγικοί χοροί αποβλέπουν στο να μιμούνται το θάρρος με πράξεις φανταστικές (Moustoxydis)
  • ⓒ be ambitious for, aspire to, strive after (syn έχω βλέψεις, φιλοδοξώ):
    • ~ σε ιδανικά, σε φήμη |
    • απέβλεπαν στην αναρρίχηση στην εξουσία |
    • για όποιον αποβλέπει στη σοφία, ο χρόνος αποτελεί μεγάλο παιδαγωγό (Tatakis) |
    • ποτέ δεν απέβλεψε να στήσει έργο που να μείνει και να καρπίσει (Melas) |
    • "εγώ δεν ~ στην περιουσία," αποκρίθηκε ο ειρηνοδίκης (Panagiotop)
  • ③ address o.s. to, aim at (syn απευθύνομαι):
    • ο συγγραφέας αποβλέπει προς τους νέους |
    • το κείμενο απέβλεπε σε ευρύτερο κοινό από τους μαθητές των σχολείων (Koumarianou) |
    • το επίγραμμα, αποβλέποντας στο ύψος περισσότερο παρά στην ωραιότητα, στέκει κοντά στην ηθικήν ιδέα (Tsatsos)
  • ⓓ be concerned w., refer to, treat (near-syn αναφέρομαι A1, ενδιαφέρομαι):
    • ο Σαίξπηρ απέβλεψε στη μελέτη του ανθρώπου (Thrylos) |
    • το μουσείο της τέχνης πρέπει ν' αποβλέπει στην ιστορία της τέχνης (Karouzos) |
    • τέτοιου είδους συζητήσεις αποβλέπουν σε μια απόλυτα μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων (Dizikirikis)
  • ⓔ be of concern to s.o., relate to (syn αφορώ, σχετίζομαι με):
    • εκείνα όπου αποβλέπουν τον Θεό, πρέπει να τα αφήσομεν εις αυτόν (Demetrieis) |
    • θέλω να είμαι au courant όλων όσων ~ στη ζωή της Pαχήλ (Palam)

[fr postmed, MG αποβλέπω ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες