Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοσταίνω
1 εγγραφή
ανοσταίνω [anosténo] (sp. also ανοστένω) aor ανόστυνα (subj ανοστύνω), ppp ανοστυμένος
  • ① render sth tasteless or insipid (syn ανοστεύω, ανοστίζω, ant νοστιμεύω, νοστιμίζω):
    • το λίπος ανοσταίνει το φαΐ |
    • μη βάζεις πολύ νερό στο φαΐ, θα τ' ανοστύνεις |
    • η σάλτσα αυτή το ανόστυνε το φαΐ |
    • το φαΐ της σωλήνας (of the mollusk solen) είναι νόστιμο, θέλει όμως πολύ βράσιμο και απαιτείται επανειλημμένο πλύσιμο από την άμμο με το ίδιο πάντα νερό, διότι τα πολλά νερά τις ανοσταίνουν τις σωλήνες (Potamianos)
  • ⓐ intr become tasteless, insipid (syn ανοστεύω 1b, ανοστίζω 1b):
    • ανόστυνε το φαΐ, το πεπόνι |
    • ανόστυναν τα σταφύλια, τα σύκα
  • ② fig render unattractive, ungraceful or ugly (syn ανοστεύω 2, ανοστίζω 2, ant νοστιμεύω, ομορφαίνω):
    • την ανόστυνε η αρρώστια
  • ⓑ intr become unattractive, ungraceful or ugly:
    • όταν μεγάλωσε ανόστυνε το κορίτσι

[fr MG *ανοστύνω, der of άνοστος, and pres ανοστένω by anal.; cf πάχυνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες