Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανευφημ
1 εγγραφή
ανευφημώ [anefimó] aor ανευφήμησα (L)
  • acclaim, applaud, cheer (syn επευφημώ):
    • ο λαός ανευφήμησε τον πρωθυπουργό |
    • ανευφημούν τις ενέργειες του αρχηγού τους |
    • οι μούσες ανευφημούν τον μεγάλο άντρα, τη δόξα των Aθηνών (Evangelidis)

[fr MG ανευφημώ ← K, AG, cpd of pref ἀν(α)- & εὐφημῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες