Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμολόγος [anemolóγos] ο, (L)
- ① meteorol wind indicator, weathercock (syn in ανεμοδείκτης)
- ② one given to idle talk, windbag, gasbag (syn in αερολόγος 2 1a)
[cpd of AG ἄνεμος & combin. form -λόγος; cf μετεωρολόγος etc]