Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρώτημα [anarótima] το, (& ανερώτημα)
- ① question, query, doubt:
- πολλά αναρωτήματα γεννηθήκανε στο μυαλό του, μα απάντηση καμιά (Nikolaidis) |
- με τη σφιγμένη στα χείλια πίκρα της ζωής και τ' ~ στα μάτια
- ② inquiry, interrogation (syn ανάκριση):
- ήτανε τώρα η σειρά του Δημητρού ν' απορέσει με τ' αχρείαστα αναρωτήματα του καπετάνιου (Vlami) |
- εκείνος .., σα ν' απορούσε για τ' ~, ματαδίπλωσε το χαρτί (id.)
[fr LMG αναρώτημα (Geras. Vlachos), der of MG ανερωτώ]
- ① question, query, doubt: