Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαίρνω
1 εγγραφή
αναπαίρνω [anapérno] aor αναπήρα
  • recover strength, be invigorated:
    • αναπήρε ο άρρωστος |
    • αναπήρα και στάθηκα στα πόδια μου (Prevelakis)

[fr MG αναπαίρνω (Assizes), this fr *ανεπαίρνω, as shown by forms in archaic dials]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες