Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζήτηση
1 εγγραφή
αναζήτηση [anazítisi] η, (L)
  • ① search (for s.o. or sth), quest:
    • ~ τροφής ή συντρόφου |
    • ~ καταζητουμένου προσώπου search for a wanted person |
    • ~ εργασίας |
    • ~ υπαλλήλου seeking to hire a clerk |
    • ~ της αιτίας - άλλων αιτίων |
    • ~ του πρακτέου, ~ λύσης, ~ του απολύτου the quest for the ultimate |
    • ~ για μια έντιμη ειρήνη |
    • ~ αρμονικών σχέσεων |
    • med ~ παρασίτων examination for parasites |
    • libr sci μέθοδος αναζητήσεως ενός βιβλίου search procedure (for a book) |
    • ~ του θαλάσσιου δρόμου των Iνδιών |
    • ~ προτύπου |
    • βγήκε στην ~ του Θεού (Prevelakis)
  • ⓐ geol ~ κοιτασμάτων prospecting
  • ⓑ promotion, drumming up:
    • ~ πελατών drumming up of customers (syn κυνήγημα πελατών)
  • ② pursuit (syn L επιδίωξη):
    • ~ νέων ιδανικών |
    • η ~ του αγαθού της τύχης, της ευζωίας |
    • ~της υλικής ευημερίας, πλούτου, των χρημάτων, κεφαλαιουχικών αγαθών |
    • ~ της αλήθειας |
    • ανθρωπιστικές αναζητήσεις |
    • ~ της ευτυχίας promotion of happiness
  • ③ inquiry, investigation, research (syn διερεύνηση, έρευνα):
    • αναζητήσεις των φιλοσόφων |
    • η εποχή μας είναι εποχή αναζητήσεων ours is an inquiring age |
    • ~ των πρώτων αρχών και αιτίων |
    • αρχαιολογικές, βιβλιογραφικές, ιστορικές, καλλιτεχνικές κλ αναζητήσεις |
    • ~ του μυστικού της ζωής |
    • ριζοσπαστικές αναζητήσεις της δραματικής τέχνης (Terzakis)

[fr MG αναζήτησις ← K (and pap) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες