Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίπταμαι
1 εγγραφή
ανίπταμαι [aníptame] (L)
  • fly off, take off:
    • τώρα ανίπταται το αεροπλάνο

[fr kath ← MG, PatrG ἀνίπταμαι 'fly up' K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες