Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανίκανος1 [aníkanos] ο, (L)
- ① disabled person, soldier or sailor
- ② unfit, incapable or ineffectual person (syn in ανάξιος1):
- οι ανίκανοι the inefficients |
- ένας ~ οδηγούμενος από άλλον εξίσου ανίκανο |
- η εξουσία έπεσε στα χέρια των επιτήδειων και των ανίκανων |
- η οργάνωση επιτρέπει στους ικανούς να γίνονται περισσότερο χρήσιμοι στην κοινωνία και περιορίζει το κακό που κάνουν οι ανίκανοι (PSolomos) |
- προς τι να θερμάνουμε τις σβησμένες περιπτύξεις του γέρου ή να γαλβανίσουμε τους ανίκανους από καταχρήσεις; (Katsigra) |
- poem ξετίναξε τους θρόνους των ανίκανων | και κάρφωσε τα διάσημα του βασιλιά (N-ADaifa)
[substantiv. m of ανίκανος2]
- ανίκανος2, -η, -ο [aníkanos] (L)
- ① incapable, incompetent, unfit (syn ακατάλληλος, ant ικανός, κατάλληλος):
- ~ |
- δεν έγινε ~ |
- αξιωματικός, γιατρός, δάσκαλος, εργάτης ~ |
- ένα σώμα ανίκανο να βαδίσει |
- πλάσμα ανίκανο να δράσει |
- έργα ανίκανα να ζήσουν, στείρα τέρατα (Papanoutsos) |
- άνθρωπος ~ |
- είναι ακαδημαϊκώς ~ he is academically (i.e., for higher education) unfit |
- ~ να κυβερνά το κόμμα (Palam) |
- όσο άκουγε το φίλο του να του ξετυλίγει τα μεγάλα του σχέδια, τόσο ανικανότερο αιστανόταν τον εαυτό του (Xenop) |
- ξεπέσαμε, γιατί βρεθήκαμε ανίκανοι (Petsalis) |
- η αδελφή της ήταν ανίκανη να κρίνει την κατάστασή της (TAthanasiadis) |
- το πεζικό τους αποδείχτηκε ανίκανο να συγκρατήσει τις ελληνικές επιθέσεις (ChZalokostas) |
- ~
- ⓐ είμαι ~:
- ήμουν ~ |
- οι σύγχρονοι Έλληνες στη μέγιστη πλειοψηφία τους είναι ανίκανοι να διατυπώσουν μια επιστολή χωρίς ασυνταξίες (Theotokas) |
- οι περισσότεροι Έλληνες βγαίνουν από το γυμνάσιο πιο ανίκανοι από κάθε άλλη φορά να συντάξουν ένα κείμενο που να μην κραυγάζει παρδαλότατη αγραμματοσύνη (Christidis AK) |
- ο Γκαίτε στάθηκε ~ |
- ο τρελός ρυθμός που ακολουθούμε θα μας κάνει ανικάνους να νοιώσουμε και το ωραιότερο καν ποίημα (ChZalokostas)
- ② crippled, disabled, incapacitated:
- είναι ~ |
- τον έκαμε ανίκανο
- ③ milit unfit for military (or navy) service:
- ~
- ④ med impotent, frigid:
- σεξουαλικώς ~ |
- ήταν ~ και σκότωνε τις γυναίκες για να ικανοποιήσει το σεξουαλικό του ανικανοποίητο (Evelpidis)
- ⑤ law incompetent:
- ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι εκείνος που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος του και εκείνος που βρίσκεται σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση (Christidis AK)
[fr MG ανίκανος ← K]
- ① incapable, incompetent, unfit (syn ακατάλληλος, ant ικανός, κατάλληλος):