Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάτυπο
1 εγγραφή
ανάτυπο [anátipo] το, (L) typogr
  • ① subsequent printing of a book already published, reprint:
    • αν ο K. είχε ζήσει την Iλιάδα σαν έργο φιλολογικό θα μας έδινε τότε ένα νεκρό ~ (Chatzinis)
  • ② more commonly, reprint, offprint (of a study not in book-size) (syn εξτραί)

[substantiv. n of adj *ανάτυπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες