Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάγω [anáγo] ipf ανήγα (rare), prp ανάγοντας, aor ανήγαγα (rare;
- Papatsonis ανάγαγε), subj αναγάγω, pf έχω αναγάγει (& pt έχοντας αναγάγει), mediop ανάγομαι, ipf αναγόταν, aor ανήχθη, subj αναχθώ, pf έχει αναχθή, (L)
- Ⓐ act & pass
- ① lead (up or back) (syn οδηγώ, φέρω):
- μια ελληνική παράδοση μας ανάγει στην αρχαιότητα (Dimaras) |
- η νοσταλγία μάς ανάγει σ' ένα δεύτερο μεγάλο κύκλο (id.)
- ⓐ pass ανάγομαι be led (syn οδηγούμαι, φέρομαι):
- ο ιστορικός ανάγεται από ό,τι φαίνεται αιτιατό σε ό,τι φαίνεται αίτιο (id.)
- ② lead, raise, elevate (syn κάνω, φέρω):
- ο Σολωμός ό,τι έπιανε το ανήγε σε καλλιτεχνική τελειότητα (Spandonidis) |
- οι γραφειοκράτες έχουν αναγάγει σε επάγγελμα την αντίδραση για κάθετι που δεν συμφωνεί με τους τύπους (PSolomos) |
- ανήγαγε την ανταρσία του Πασβάνογλου σε παμβαλκανική αναταραχή (Vranousis) |
- η αιτιότης μάς ανάγει εις το εν (Theodorakop) |
- ο νους ανάγει τα πράγματα σε μια πρώτη αξία (id.) |
- όταν γενικεύομε, ανάγομε πολλά πράγματα σε μια καθολική αρχή (id.) |
- ανάγομε τον ηθικό νόμο στην ιδέα της ελευθερίας (Papanoutsos) |
- μπορούν να αναγάγουν την τέχνη τους σε μια κοσμοθεωρία (Tsatsos) |
- ο K. Kόντος ανήγαγε σε περιωπή το δόγμα του καθαρού (γραπτού) λόγου (Tzartzanos)
- ③ math & philos etc reduce (syn εκτελώ αναγωγή, μετασχηματίζω):
- ~ ένα κλάσμα reduce a fraction (to its lowest terms) |
- τα πολλά ανάγονται στο εν |
- η λογική ανάγει τις αρχές της φυσικής ιστορίας στις αρχέτυπες κατηγορίες του νου (Theodorakop) |
- τα φαινόμενα (φως, ήχο, ηλεκτρισμό κλπ) τ' ανάγει σε μια κοινή αιτία, την κίνηση (Theodoridis)
- ④ trace back, ascribe, attribute to (syn αποδίδω, προσγράφω):
- η φιλοσοφία όλα τα ανάγει στην έννοια |
- γινώσκω κάτι, ανάγοντάς το σε κάτι άλλο (Tsatsos) |
- μια θεωρία ανάγει την τέχνη στο παιχνίδι (Papanoutsos) |
- ο νους του Θαλή ανήγαγε τα πολλά πράγματα σε ένα πράγμα, το ύδωρ (Theodorakop) |
- η λογική ανάγει τις λογικές αρχές στην πηγή τους (id.) |
- το δημοτικό τούτο τραγούδι (θρήνος) ανάγει την αρχή του στην Άλωση(Dimaras) |
- ανάγει το ναό στον 7ο αιώνα |
- διάφορες μορφές παροιμιών μπορούμε να τις αναγάγουμε σε μύθους (Loukatos)
- Ⓑ mi
- ⑤ relate, go back to or date fr, refer, or belong to (syn αναφέρομαι, ανέρχομαι, ανήκω):
- το σόι του αναγόταν σ' ένα γιο του Λουδοβίκου του Θ΄ (Kanellop) |
- η καταγωγή του Θαλή ανάγεται στους Φοίνικες (Lambridi) |
- η περίπτωση ανάγεται στα χρόνια της κατοχής (1941-44) |
- το κτίσμα (ο ναός, η ανέγερση του ναού) ανάγεται στον 14ο αιώνα |
- το έργο πρέπει ν' αναχθή στον 17ο αιώνα |
- τα πράγματα ανάγονται σε αρχές, αλλά η αρχή δεν ανάγεται σε κάτι άλλο (Theodorakop) |
- κατά τον Aριστοτέλη η κάθαρση ανάγεται στην έννοια της παιδιάς (Papanoutsos)
- ⑥ naut set sail, put out (to sea), gain the offing (syn αποπλέω L, βάζω πλώρη προς το ανοιχτό πέλαγος, βγαίνω στ' ανοιχτά):
- το πλοίο ανήχθη στο πέλαγος
[fr MG ανάγω, ανάγομαι ← K, AG]
- ανάγωγα [anáγoγa] adv
- unmannerly, impolitely, rudely (syn κακοαναθρεμμένα, κακομαθημένα, αγενώς, χωρίς ανατροφή, ant καλοαναθρεμμένα, καλομαθημένα, ευγενικά):
- διακόπτουν ~ τη συζήτησή μας |
- ~ ένας μουσαφίρης προσκαλεί κι άλλον (μουσαφίρη)στο ξένο σπίτι (Loukatos) |
- ο υπασπιστής της υπηρεσίας φέρθηκε ~ προς τους δημοσιογράφους (Athanasiadis-N) |
- βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγη απότομα, σχεδόν ~ (Petsalis)
[der of ανάγωγος; cf K ἀναγώγως]
- unmannerly, impolitely, rudely (syn κακοαναθρεμμένα, κακομαθημένα, αγενώς, χωρίς ανατροφή, ant καλοαναθρεμμένα, καλομαθημένα, ευγενικά):
- αναγωγεύς [anaγoyéfs] ο, gen αναγωγέως (L) geom
- protractor; naut duglas protractor
[fr AG ἀναγωγεύς]
- αναγωγή [anaγoyí] η, (L)
- ① bringing up
- ⓐ med reflux, regurgitation (syn L αναρροή or ανάρροια)
- ② reducing, reduction, conversion (near-syn μετασχηματισμός, μετατροπή):
- ~ των ομοίων (όρων) (syn λογική αφαίρεση) |
- ~ σε καθαρές αξίες |
- η μέθοδος της αναγωγής |
- ~ του αγνώστου στο γνωστό |
- φαινομενολογική ~ |
- ~ ενός έμμεσου σε άμεσο |
- ~ της πίστεως σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (Tatakis) |
- ~ του αγαθού σε απόλυτη αξία (Kanellop) |
- επιχειρεί την ~ της ιστορίας σε σύστημα |
- ~ του στρατού σε πολιτικό παράγοντα (Vima 16.VI.1972)
- ⓑ statist & math etc reduction:
- η ~ του όλου στα μικρά μέρη |
- statist ~ δεδομένων reduction of data |
- ~ ετερωνύμων κλασμάτων σε ομώνυμα |
- ~αλγεβρικής παραστάσεως σε άλλη ισοδύναμη |
- χημική ~
- ⓒ law distribution of a burden:
- δικαίωμα αναγωγής, e.g. ~ εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε (από την πληρωμή αποζημίωσης που έκαμε άλλος) (Christidis)
- ③ following up (to a source or origin), referring, tracing back hist & philos etc:
- ~ του φαινομένου στην καθολική ιδέα |
- αφηρημένες διανοητικές αναγωγές σε a priori αρχές ή αξιώματα (Giannaras) |
- η φιλοσοφική ~ της γνώσης στη λογική της πρωταρχή (Theodorakop) |
- ~ στους θεούς ενός κοινωνικού θεσμού (Bakalakis) |
- κάθε ~ενός δημιουργού και ενός έργου σ' ορισμένες πηγές (Kanellop) |
- ~της αφετηρίας της ιστορίας του νέου ελληνισμού στις αρχές του 13 αι. (1204) (Vacalop) |
- ~ των έργων του πνεύματος στις αρχικές βιολογικές καταβολές (Papanoutsos) |
- στοιχεία βοηθούν στην προσπάθεια αναγωγής του αντιγράφου στο πρωτότυπο (άγαλμα) (Despinis)
- ④ bringing up, raising or rise, elevation, lifting up, exaltation (near-syn ανέβασμα, άνοδος, εξύψωση, ανύψωση, ανάταση, near-ant καταβύθιση):
- πολιτιστική ~ |
- ψυχική ~ |
- εσωτερική ~ |
- πνευματική ~, e.g. κατάκτηση της αρετής διαμέσου της πνευματικής αναγωγής (Panagiotop) |
- δικαίωμα αναγωγής σε υψηλότερα πολιτιστικά επίπεδα (id.) |
- ~ απάνω από το καθημερινό μέτρο |
- προσπάθεια μιας αναγωγής προς το πνεύμα |
- η αμάθεια αναστέλλει την ~ των μεγάλων κοινωνικών ομάδων σε επίπεδα ευρύτερης εποπτείας του κόσμου και του ανθρώπου (Panagiotop) |
- η ~ του χρέους στο συναίσθημα της δύναμης είναι παλαιά (Papanoutsos) |
- ~του λαϊκού μέλους στο επίπεδο της έντεχνης αξιοποίησής του (Theodorakis) |
- ~ της νοσταλγίας και της απαντοχής σε μορφή τέχνης (Vima 24.VIII.1965)
[fr MG, ByzG αναγωγή ← PatrG, K, AG]
- αναγωγικός, -ή, -ό [anaγoyikós] (L)
- ① of, or pertaining to conversion, converting:
- αναγωγική μέθοδος logic, converting method |
- αναγωγική ερμηνεία της Bίβλου |
- αναγωγική κλίμαξ |
- ~ διαβήτης |
- αναγωγική ανάλυση, αναγωγική έρευνα |
- μαθηματικός, ~ στοχασμός (Karantonis) |
- η σκέψη του δεν ήταν γεωμετρική, αναγωγική, αλλά αισθητική (id.) |
- η αναγωγική τάση της αριστοτελικής φιλοσοφίας (Georgoulis) |
- αναγωγική πορεία, e.g. ανατρέχομε με την αναγωγική πορεία από το έσχατο προς το εκάστοτε προηγούμενο συμπέρασμα (Tatakis)
- ② chem reducing:
- αναγωγικό μέσο reducing agent
- ⓐ deoxidizing:
- αναγωγικό στοιχείο
[fr PatrG ἀναγωγικός 'bearing upward; elevating']
- ① of, or pertaining to conversion, converting:
- αναγώγιμος, -η, -ο [anaγóyimos] (L) philos etc
- convertible, reducible:
- τα φαινόμενα που ζητούν να συμπεριλάβουν δεν είναι αναγώγιμα χωρίς υπόλοιπο στη μια αιτία, τη μια ουσία ή αρχή (Lambridi) |
- αποτελείται το ον από περιοχές ή τάξεις όχι αναγώγιμες η μια στην άλλη, αλλά ουσιαστικά, ριζικά διάφορες; (Papanoutsos) |
- ψυχή ατομική ... με πνευματικό περιεχόμενο μη αναγώγιμο (Spandonidis) |
- ομορφιά παλλόμενη από μια ψυχή παρούσα και μη αναγώγιμη (id.)
- ⓐ noun μη αναγώγιμο το, σε γενίκευση
[neol, der of αναγωγή w. suff -ιμος]
- convertible, reducible:
- ανάγωγος1 [anáγoγos] ο, η,
- ill-mannered person (near-syn ο αγενής, ο κακοαναθρεμμένος):
- ένας ~ |
- αυτή η ~ |
- γεννήθηκε ευγενής ανάμεσα σε άξεστους και ανάγωγους (Chatzinis) |
- όρμησε στον ανάγωγο να τον πετάξη έξω (Xenop)
[fr K ἀνάγωγος]
- ill-mannered person (near-syn ο αγενής, ο κακοαναθρεμμένος):
- ανάγωγος2, -η, -ο [anáγoγos] (L)
- ① ill-mannered, ill-bred, uncivil, rude (syn αγενής, κακοαναθρεμμένος, ant ευγενής, καλοαναθρεμμένος):
- ~ άνθρωπος, ανάγωγο παιδί |
- άτομο ανάγωγο an ill-bred fellow |
- ανάγωγη γυναίκα |
- ανάγωγη κοινωνία |
- απολίτιστος και ~ |
- είστε ~! |
- οι ανάγωγοι υπάλληλοι αποτελούν συνηθέστατο φαινόμενο (Panagiotop) |
- μη μας υποχρεώνετε εμάς τους λογοτεχνικούς κριτικούς να είμαστε ανάγωγοι (Thrylos) |
- poem ένα μαβί χωρίς φωνή, | χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή (Seferis)
- ② math unsusceptible to further reduction, irreducible:
- ανάγωγο κλάσμα an irreducible fraction
- ⓐ irreducible:
- η επιστήμη είναι ανάγωγη στην ηθική, amorale (Tatakis)
[fr K ἀνάγωγος 'uneducated' ← AG]
- ① ill-mannered, ill-bred, uncivil, rude (syn αγενής, κακοαναθρεμμένος, ant ευγενής, καλοαναθρεμμένος):