Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλανιάρης1 [alanjáris] ο,
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
- ύστερα περνούσε η γκαμήλα και τύχαινε κάποτες να τσακωθούνε οι αλανιάρηδες που κρατούσαν απομέσα το αλατζαδένιο τομάρι της και να την παρατήσουνε σύξυλη (Panagiotop) |
- poem ... και παρατάς τους γιους σου | ερημοσπίτες, αλανιάρηδες, να κουρταλούν τις πόρτες (Kazantz Od 17.1239)
[substantiv. m of αλανιάρης2]
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
- αλανιάρης2, -α (& -ισσα), -ικο [alanjáris]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):
- είναι ~ |
- poem και γύφτισσα αλανιάρισσα καρδιά, σπορά καταραμένη ο vagabond and gypsy heart, o cursed race (Kazantz Od 10.711) |
- βιγλούσε ο δοξαράς την τσούρμα του, τη μόρτισσα αλανιάρα the great archer watched his mob, his churlish roughs (ib 12.86)
[der of αλάνι]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):