Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιματοβαμμένος, -η, -ο [ematovaménos] (& ματοβαμμένος)
- ① full of blood, bloodied, bloody (syn γεμάτος αίματα, καταματωμένος):
- ~ άρχοντας |
- αιματοβαμμένα χέρια bloodstained hands |
- ~ τόπος, αιματοβαμμένη γη |
- αιματοβαμμένα χρόνια bloody years |
- έσερνε στις αιματοβαμμένες του εκστρατείες μια ουράνιας ομορφιάς γυναίκα (Palam) |
- ο Κ. δέχτηκε την αιματοβαμμένη λιγόζωη κορώνα της Πόλης (Kazantz) |
- κομμάτια από καπνό σέρνονται στις πλαγιές του αιματοβαμμένου βουνού (Theotokas) |
- poem ... τις ψυχές |
- που τους εχάρισε κάποιος θρίαμβος ~ (Karyotakis) |
- ω Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμμένε (Malakasis)
- ② bloodred (syn in αιματερός 3):
- (ο ουρανός) με το βασίλεμα ... μοιάζει σαν αχνοφορεμένος· οι αχτίδες οι ματοβαμμένες πιο γρήγορα σβηούν (Psichari) |
- το πανί μιας βαρκούλας ... ξεχώριζε ματοβαμμένο στο ηλιοβασίλεμα (Xenop) |
- κάτι μεγάλες πρασινωπές και ματοβαμμένες βούλες από τις μπουκαμβίλιες και τους ιβίσκους (Sfakianakis) |
- poem όλα ...| τα γαλανά, τα πράσινα και τα ματοβαμμένα (Palam)
[cpd w. βαμμένος ← βεβαμμένος: βάπτω, or ppp of αιματοβάφω]
- ① full of blood, bloodied, bloody (syn γεμάτος αίματα, καταματωμένος):
- αιματόβαφος, -η, -ο [ematóvafos] (&ματόβαφος) = αιματοβαμμένος
- :
- η χήρα ντυμένη βρίσκεται με τη στολή τη λεβέντικη και τη ματόβαφη τ' αντρός της (Vlachogiannis) |
- poem στα μάγουλά μου φαίνεται |
- νιοχάραχτο, αιματόβαφο |
- απ' τις νυχιές το αυλάκωμα (Melachrinos)
[fr L αιματοβαφής; cf MG αιματόβαπτος]
- αιματοβάφω [ematováfo] aor αιματόβαψα, pass aor αιματοβάφτηκα (& αιματοβάφηκα)
- ① stain w. blood:
- αιματόβαψα τον τοίχο
- ② drench w. blood, cause to be bloodied (syn προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ):
- ένας δικτάτορας αιματόβαψε την Ευρώπη |
- μαχαιρώθηκαν κ' αιματόβαψαν τη γιορτή |
- αιματοβάφτηκε η λαμπρή
- ③ make bloodred (syn αιματώνω A3):
- poem μια τριχιά να πέση ο ήλιος θέλει |
- και τα ουρανοθέμελα αιματοβάφει (Gryparis) |
- άφθονο χύθηκε κρασί πέρα κατά τη δύση κ' αιματοβάφη η θάλασσα, τα σύννεφα κ' οι βράχοι (Veritis)
[cpd w. βάφω]
- ① stain w. blood:
- αιματοβούτηχτος, -η, -ο [ematovútixtos]
- soaked in blood (syn αιματόβρεχτος, αιματοκυλισμένος, βουτηγμένος στο αίμα):
- poem ... μου κόβουνε το δρόμο |
- θωριές αιματοβούτηχτες που προξενούνε τρόμο, |
- που ... πεινούνε για σφαχτάρια (Palam) |
- | fig of the crescent on the Turkish flag |
- poem μονάχα της σημαίας των φωτίζει το φεγγάρι |
- αιματοβούτηχτο στη γη (id.)
[cpd w. βουτηχτός: βουτώ]
- soaked in blood (syn αιματόβρεχτος, αιματοκυλισμένος, βουτηγμένος στο αίμα):
- αιματόβρεχτος, -η, -ο [ematóvrextos] (L) (& αιματόβρεκτος & lit ματόβρεχτος)
- ① blood-sprinkled, bloodied, bloody (syn αιματοβούτηχτος):
- ~ τόπος, αιματόβρεχτοι δρόμοι |
- αιματόβρεχτα νερά |
- η αιματόβρεχτη Eλλάδα |
- αιματόβρεχτο μαχαίρι (γιαταγάνι) |
- το χώμα φαινόταν κόκκινο σαν αιματόβρεκτο (Xenop) |
- τι αντίκρυσμα παράξενο ύστερ' από κείνα τ' άλλα τα ματόβρεχτα (Vlachogiannis) |
- η ποίηση της νέας Eλλάδας ... γεννήθηκε στους τραγικούς κ' αιματόβρεχτους αγώνες των κλεφτών (Melas) |
- ο ~ θάνατος του Δραγούμη πρόσθεσε στο όνομά του μια ρομαντική αίγλη (Theotokas) |
- poem σαν ένοιωσ' ο ζηλιάρης ο φονιάς |
- πως ήταν πλια ματόβρεχτο κουφάρι |
- ... έτρεξ' ευθύς κλ (Drosinis) |
- μ' ευλάβεια θα παραταχτούν σε φάλαγγα τα πλήθη |
- των αιματόβρεχτων ψυχών κλ (Malakasis)
- ② bloodred (syn in αιματερός 3):
- poem στη μαύρη βουβή λησμονιά να βυθίσης |
- καθώς η αιματόβρεχτη δόξα της δύσης (Papantoniou)
[cpd w. βρεχτός ← βρεκτός; cf α-, αλί-, ελαιό-βρεκτος]
- ① blood-sprinkled, bloodied, bloody (syn αιματοβούτηχτος):