Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάκριτος1 [a∂iákritos] ο, αδιάκριτη [a∂iákriti] η,
- prying person, prier, snooper:
- ο παπάς μαλώνει πολύ αυστηρά τους αδιάκριτους, που θέλουν και καλά να μάθουν γιατί είναι σημειωμένη (Papantoniou) |
- δεν έχω το δικαίωμα ν' ανακατεύωμαι στη ζωή της,... είμαι ένας ~ (Terzakis)
[fr MG αδιάκριτος ← AG]
- prying person, prier, snooper:
- αδιάκριτος2, -η, -ο [a∂iákritos]
- ① not discernible, imperceptible, indistinct, faint (syn αδιόρατος, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος):
- αδιάκριτο γράψιμο blurred writing |
- στοιχεία αδιάκριτα indistinct, unreadable type (being too small) |
- αδιάκριτο μαντάρισμα invisible mending |
- αδιάκριτα μανταρίσματα darnings that does no show |
- ~ ήχος faint sound |
- ασύνδετες και αξιολογικά αδιάκριτες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας (Tsatsos)
- ② inconsiderate, indiscreet, tactless, intrusive (syn όχι λεπτός, χωρίς διάκριση or τακτ, αδιάντροπος 2, ant διακριτικός, που έχει λεπτούς τρόπους, λεπτός):
- ~ επισκέπτης (ξένος) inconsiderate, intrusive visitor (stranger) |
- ~ άνθρωπος peeper or eavesdropper or encroacher on s.o.'s time |
- ~ σύζυγος tactless husband |
- αδιάκριτη γυναίκα peeper |
- αδιάκριτο πρόσωπο χωρίς συναίσθηση ευθυνών enfant terrible |
- ελπίζω να μην είμαι ~ I hope I am not guilty of an intrusion |
- αδιάκριτη ματιά prying glances, e.g. τους ενοχλεί με αδιάκριτες ματιές |
- αδιάκριτα βλέμματα prying eyes |
- μακριά από τ' αδιάκριτα μάτια (των ξένων) safe fr prying eyes |
- με αδιάκριτη περιέργεια pryingly |
- ούτ' ένα... βλέμμα αδιάκριτης περιέργειας (Palaiologos) |
- αδιάκριτη ερώτηση tactless (indiscreet, unwise, personal) question |
- αδιάκριτες απορίες indiscreet questions |
- αδιάκριτες παρατηρήσεις inconsiderate (tactless) remarks |
- αδιάκριτη γλώσσα telltale tongue |
- αδιάκριτα γέλια |
- διακριτικοί ή αδιάκριτοι κατακριτές μου απρονόητα συνόδευαν τα λόγια των για μένα με στίχους μου· ήμουν βέβαιος πως τα κείμενα τούς διέψευδαν (Palam) |
- ερευνούσε με αδιάκριτο μεγεθυντικό φακό τα μυστικά μου (Kazantz) |
- (το βιβλίο) αποκρούει με περιφρόνηση κάθε αδιάκριτη ανάμειξη του μυθιστορηματικού (Terzakis) |
- καλύτερα να σε πουν αδιάκριτο παρά υποκριτή· ο πρώτος έχει υπέρ αυτού την ειλικρίνεια (Papanoutsos)
- ⓐ prying, nosy (syn περίεργος, φιλοπερίεργος):
- ~ τύπος
- ⓑ loose-tongued (syn ακριτόμυθος)
[fr MG αδιάκριτος← AG]
- ① not discernible, imperceptible, indistinct, faint (syn αδιόρατος, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος):